Λεπτό προς λεπτό περιέγραψε τις τελευταίες στιγμές της 9χρονης Τζωρτζίνας με λυγμούς η Ρούλα Πισπιρίγκου, η οποία ενάμιση μήνα μετά τη διακοπή της δίκης, λόγω της αποχής των δικηγόρων, στάθηκε ξανά ενώπιον δικαστών και ενόρκων για να συνεχίσει την απολογία της και να υπερασπιστεί τον εαυτό της, καθώς ξέρει ότι ο χρόνος για την ετυμηγορία της δικαιοσύνης μετρά πλέον αντίστροφα.
«Ορκίστηκα εκείνη την ώρα ότι θα το βρω τι έχει γίνει. Εγώ δεν έχω καμία σχέση. Ούτε τις κεταμίνες ξέρω, ούτε τίποτα. Είναι πιο τίμιο να παραδεχτείς ένα λάθος παρά να φτιάχνεις ιστορίες. Δεν άκουσα από κανέναν γιατρό ή από νοσηλευτή ένα «ίσως». Όλοι τους κατηγορηματικοί. Ούτε ένα «ίσως». Πολλή υπερβολή. Πόσο άλλο;», είπε σε μία αποστροφή της απολογίας της η κατηγορούμενη , η οποία για μία ακόμα φορά επιχείρησε να αποτινάξει το βαρύ στίγμα που της αποδίδεται, ότι δηλαδή εκείνη αφαίρεσε τη ζωή του ίδιου της του παιδιού.
Η Ρούλα Πισπιρίγκου περιέγραψε εκτενώς όλα τα επεισόδια του παιδιού της σε διάφορα νοσοκομεία με έμφαση στο τελευταίο επεισόδιο λίγο πριν από το θάνατο της μικρής Τζωρτζίνας . «Όταν είδα το παιδί… είπα γιατί με άφησες μόνη μου; Γιατί κι εσύ; Τι γινόταν;» είπε με λυγμούς και συμπλήρωσε με κλαίγοντας: «Ορκίστηκα εκείνη την ώρα ότι θα το βρω τι έχει γίνει. Εγώ δεν έχω καμία σχέση. Ούτε τις κεταμίνες ξέρω, ούτε τίποτα. Είναι πιο τίμιο να παραδεχτείς ένα λάθος παρά να φτιάχνεις ιστορίες. Δεν άκουσα από κανέναν γιατρό ή από νοσηλευτή ένα «ίσως». Όλοι τους κατηγορηματικοί. Ούτε ένα «ίσως». Πολλή υπερβολή. Πόσο άλλο;».
Νωρίτερα δίνοντας τη δική της εκδοχή επιχείρησε να διαψεύσει μαρτυρίες γιατρών και νοσηλευτών .
Το τελευταίο κεφάλαιο της απολογίας της αφορούσε όλα όσα συνέβησαν τη μοιραία εκείνη μέρα που πέθανε η Τζωρτζίνα.
«Όταν ξημέρωσε 29/1 το παιδί δεν είχε καμία επαφή. Το μεσημέρι άρχισα πάλι να βλέπω στο οξύμετρο ότι ανέβαζε σφίξεις. Το παιδί δεν μπορούσε να κλάψει ή να σηκώσει τα χέρια της. Όταν το είδα αυτό βγήκα αμέσως στο διάδρομο να φωνάξω τους γιατρούς. Εγώ σε όλα τα επεισόδια δεν φώναζα. Μπορούσα να μιλήσω με ήπιο τρόπο. Ταραγμένη μεν, να πω κάτι συμβαίνει ελάτε, αλλά τσιρίδες δεν είχα ποτέ» ανέφερε η 35χρονη.
«Όταν πήγα στη στάση των νοσηλευτών της είπα κάνει επεισόδιο. Αυτά που είπε «τα ψυχανεμίστηκα εγώ, από μόνη μου πήρα την πρωτοβουλία» δεν καταλαβαίνω γιατί τα είπε. Για να φτάσω στους νοσηλευτές πάει να πει πως κάτι ζητούσε το παιδί μου» είπε η κατηγορούμενη και συνέχισε περιγράφοντας όσα συνέβησαν μέσα στο δωμάτιο όπου οι γιατροί επιχειρούσαν να κάνουν ανάνηψη στο παιδί. «Είδα έξω από το τζάμι του θαλάμου της ότι έκαναν μαλάξεις στο παιδί. Η πρώτη κλήση που έκανα ήταν στο Μάνο που βρισκόταν στο ΚΤΕΛ. Έλεγα μέσα μου τι συμβαίνει επιτέλους; Θυμάμαι κάποια στιγμή βγήκε ο κ. Τζιούβας και μου λέει «η Τζωρτζίνα δε θα τα καταφέρει». Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να του πω ότι βρίσκεται λίγη ώρα μέσα γιατί την προηγούμενη φορά επανήλθε μετά από μια ώρα. Του λέω «πως έπαθε ανακοπή αφού έχει βηματοδότη;». Μου είπε πως δεν το ήξερε και μπήκε μέσα να συνεχίσει. Πήρα τον καρδιολόγο Παπαγιάννη να του πω πως γίνεται να έπαθε ανακοπή με βηματοδότη και του είπα να μιλήσει με το γιατρό εκεί. Έδωσα το κινητό μου στο κ. Τζιούβα να μιλήσει με τον Παπαγιάννη. Εγώ βγήκα έξω και μετά από ώρα είπα στη νοσοκόμα να μου φέρει το κινητό έξω».
Η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε ότι σε κάποια στιγμή άκουσε την κραυγή του παιδιού της και πήρε τον Μάνο Δασκαλάκη να του πει «μην αγχώνεσαι την άκουσα». Όπως είπε όμως, λίγο αργότερα μια νοσοκόμα την ενημέρωσα πως το παιδί διασωληνώθηκε. «Γίνεται πανικός, ανοιγοκλείνουν πόρτες, χαμός. Ο Τζιούβας ζήτησε να με πάνε σε ένα γραφείο. Μου είπε πως η Τζωρτζίνα δεν τα κατάφερε. Λέω «Πως; Γιατί; Είχε βηματοδότη!». Μου είπε πως δεν ξέρει και θα με ενημερώσουν».
Η απολογία της κατηγορούμενης θα συνεχιστεί την Τετάρτη, οπότε και εκτός απροόπτου , αναμένεται να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών του δικαστηρίου.