Ογδόντα χρόνια από τα Δεκεμβριανά, 50 από την πτώση της χούντας και τη Μεταπολίτευση και 20 από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Η έλευση του 2024 σήμανε τρεις επετείους σημαντικών γεγονότων του ελληνικού 20ού αιώνα που άφησαν βαθύ το αποτύπωμά τους στην ιστορία της χώρας. Οι στιγμές αυτές επηρέασαν τη μετέπειτα πορεία της Ελλάδας και σήμερα επιβάλλουν να γυρίσουμε για λίγο το βλέμμα στο παρελθόν ώστε να αναστοχαστούμε για το μέλλον. «Είναι επίπλαστες οι επέτειοι, αλλά τα γεγονότα είναι βαθύτατα ελληνικά. Και τα τρία έκαναν τον κόσμο να έχει συνείδηση της ταυτότητάς του κι αυτό για μένα ήταν σπουδαίο», αναφέρει στα «ΝΕΑ» η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, η οποία υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας όλων και δέχτηκε να ξετυλίξει το κουβάρι των αναμνήσεών της από αυτά.
Δεκεμβριανά, 1944
«Θυμάμαι τη μεγάλη πείνα»
Οι αναμνήσεις της για τα γεγονότα που οδήγησαν στη μάχη της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 1944 ξεκινούν με τις μεγάλες διαδηλώσεις που γίνονταν στην πρωτεύουσα. «Εγώ ήμουν τότε επονιτάκι και κατέβαινα κάθε μέρα στις διαδηλώσεις», λέει η ίδια. «3 Δεκεμβρίου ήταν μια μεγάλη διαδήλωση. Κατεβαίνουμε κόσμος και κοσμάκης στο Σύνταγμα κι εγώ βλέπω έναν άγγλο αξιωματικό ο οποίος μόλις είχε βγει από τη Μεγάλη Βρεταννία. Του δείχνω απάνω τη Βουλή όπου στις βεράντες ήταν αστυνομικοί. Του λέω “Τους βλέπετε αυτούς; Ιδιοι ήταν όταν ήταν και Γερμανοί. Καμιά διαφορά”. Και γυρνάει και μου λέει “Ναι, το ξέρω”. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ ότι ξέρανε ότι ήταν πια ο αχταρμάς απάνω και κάτω.
Γίνεται η μεγάλη διαδήλωση και σε μία στιγμή ακολουθούσα την οδό Σταδίου. Σε έναν εξώστη, νομίζω ξενοδοχείου, ένα χέρι σήκωσε το κάλυμμα που υπήρχε κι έριξε μια χειροβομβίδα. Αυτή ήταν η αρχή των Δεκεμβριανών. Οπότε οι αριστεροί που είχαν κατέβει μαζί με τη διαδήλωση, κάτσανε μπροστά στο ξενοδοχείο και θέλανε ν’ ανέβουν να τους πιάσουνε. Κράτησε ώρες το κακό και όταν σχεδόν επρόκειτο να μπούνε μέσα, καταφθάνουν οι Αγγλοι και τους εμποδίζουν. Υστερα από το “Ναι, το ξέρω” και μετά από αυτό κατάλαβα ότι οι Αγγλοι δεν είναι πια οι φίλοι, αλλά έχουνε τους δικούς τους λόγους. Την επόμενη ημέρα ήταν η ημέρα της κηδείας αυτών που είχαν σκοτωθεί την προηγουμένη. Θυμάμαι ότι περνούσαμε τα φέρετρα μπροστά από το King George που τότε το είχαν Αμερικανοί. Οι Αμερικανοί δεν είχαν ανακατευτεί σε όλη αυτή την κατάσταση, οπότε υπήρχε η ζητωκραυγή των αριστερών υπέρ των Αμερικανών. Δεν ήξεραν τι θα γίνει μετά».
Οσο πλησιάζει η αφήγησή της προς την περίοδο των συγκρούσεων, οι εικόνες που έχει από την εποχή αρχίζουν να γίνονται πιο σκούρες. «Θυμάμαι πρώτα πρώτα τη μεγάλη πείνα γιατί δεν υπήρχε πια η δυνατότητα να έχεις τα πράγματα που χρειαζόσουν. Θυμάμαι ότι έβλεπα όλα τα σπίτια σχεδόν με τρύπες από τα πολυβόλα των Αγγλων κι ένα σωρό νεκρούς στον δρόμο κι όχι κατά τύχη. Ηταν κρυμμένοι και όποιον βλέπανε από τους αριστερούς να περνάει, τραβούσαν τα όπλα. Γιατί οι δεξιοί τότε στις γειτονιές, όπως το Παγκράτι που ήταν η δική μου, ήταν πολύ λιγότεροι και ξέρανε ποιοι είναι οι αριστεροί και πώς σκότωναν και ποιον σκότωναν. Οπότε ο Δεκέμβρης είναι μία διαμάχη κυρίως μεταξύ των δεξιών και των αριστερών Ελλήνων κι έπειτα με τους Εγγλέζους», τονίζει η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ.
«Αναγκαζόμαστε τότε όλη η αριστερή νεολαία να φύγουμε από την Αθήνα γιατί είχαν καταφθάσει ήδη από το Φάληρο και άλλοι Αγγλοι. Φεύγαμε από τον Υμηττό και το μόνο που θυμάμαι είναι η γλίστρα γιατί ήταν παγωμένο το βουνό, όταν πήγαμε να το καβαλήσουμε και να κατέβουμε. Κατεβαίνουμε από τον Υμηττό στην Παλλήνη και πήγαμε με τα πόδια από την Παλλήνη στην Κυψέλη γιατί όλη η Αθήνα ήταν με Αγγλους. Θυμάμαι ότι μαζί ήταν ο Ιάννης Ξενάκης, ο οποίος εκεί έχασε το μάτι του. Πήγαμε σε ένα σπίτι που είχε μια βιβλιοθήκη και θυμάμαι να διαβάζω όχι για πρώτη φορά, αλλά πάντως με πολύ μεγάλη προσοχή, τον “Δον Κιχώτη” από τη μια μεριά και από την άλλη τον Καβάφη.
Τέλος πάντων, φεύγουμε από εκεί και προχωράμε πια με τα πόδια μακριά από την Αθήνα. Με όποιον τρόπο βρω, σχεδόν μόνη. Και εκεί που προχωράω με τα πόδια σταματάει ένα φορτηγό και με ανεβάζει πάνω. Είχε μέσα τα ρούχα της Ντιριντάουα, η οποία ήταν φιλενάδα του Ζεύγου, του πολιτικού του αριστερού. Το αυτοκίνητο με αφήνει στη Λαμία κι από εκεί καταφέρνω και πηγαίνω στη Στυλίδα, γιατί εκεί ο πατέρας μου τον καλό καιρό έκανε ελιές και τις έστελνε στη Ρουμανία, στους αδερφούς της μάνας μου. Και ήξερα τους ανθρώπους. Κάθομαι σε ένα σπίτι για κάμποσο καιρό, ώσπου κάποια στιγμή, θα πρέπει να ήτανε αρχές Ιανουαρίου, ένα φορτηγό κατέβαινε Αθήνα και είπα να το πάρω. Τους είπα ότι τα λεφτά που πρέπει να δώσω θα τα έδινε ο πατέρας μου όταν φτάναμε γιατί εγώ δεν είχα τίποτα και με πήραν. Κάπου προς το Σχηματάρι, μας σταματάνε οι εθνοφρουροί και ζητάνε ταυτότητες. Πού να τη βρω εγώ την ταυτότητα; Ευτυχώς ήτανε ο οδηγός, ένας κύριος ευτραφής δίπλα του και πίσω εγώ, μια σταλιά, οπότε κάνει έτσι, με κρύβει και μας αφήνουν να φύγουμε. Το ίδιο έγινε και δεύτερη φορά. Φτάνουμε στην Αθήνα και μ’ αφήνει στο Πανεπιστήμιο.
Κοντά εκεί έφευγε ένα φορτηγό για τον Βύρωνα και το πήρα για να γυρίσω σπίτι. Παντού στους τοίχους ήταν κολλημένες αφίσες με το σύνθημα “ΚΚΕ Ηττημένοι”. Εγινα Τούρκος βλέποντάς τες, αλλά κατάλαβα τι τρέχει. Φτάνω στον Βύρωνα και βλέπω μία κυρία της οποίας ο άντρας είχε φύγει απάνω και κατεβαίνω μία στάση πριν από τη δική μου να της πω ότι είναι καλά. Μόλις με βλέπει, μου λέει “Φύγε, φύγε”. Φτάνω σπίτι μου, μου λέει και η μάνα μου “Φύγε, φύγε. Ερχονται, σε ζητάνε”. Φεύγω κι εγώ και πάω στο σπίτι του γαμπρού μου του Νικολαΐδη στη Νέα Σμύρνη, όπου τους είχανε πιάσει όλους σχεδόν. Εκεί έμεινα ώσπου να γίνει η Συμφωνία της Βάρκιζας, κάπου στα μέσα Ιανουαρίου, οπότε βγήκα έξω προσπαθώντας πλέον να μπω στο Πανεπιστήμιο, έχοντας μεγάλη απογοήτευση από την κομμουνιστική οργάνωση της Αθήνας. Η Βάρκιζα πια για μένα είναι μια εικόνα περίεργη γιατί από τη μία είδα πώς σκοτώνουν τζάμπα και από την άλλη είδα πόσο εξευτελισμένος ήταν ο Δημοκρατικός Στρατός. Εκεί κατάλαβα για πρώτη φορά ότι οι κομμουνιστές της Αθήνας ήτανε άνθρωποι οι οποίοι είχανε τον δικό τους σκοπό που δεν ήτανε μόνο η απελευθέρωση του τόπου», αφηγείται η σπουδαία βυζαντινολόγος.
Μεταπολίτευση, 1974
Με τον Σβορώνο και τον Καραμανλή
Την περίοδο της Επταετίας, η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ βρίσκεται στο Παρίσι, αφιερωμένη στην ακαδημαϊκή της καριέρα που έχει ήδη ξεκινήσει, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε με ανησυχία όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα. «Το πραξικόπημα έγινε τον Απρίλιο του 1967 κι εγώ ανακηρύχθηκα καθηγήτρια της Σορβόννης τον Σεπτέμβρη, όταν στην Αθήνα υπήρχε χούντα. Γι’ αυτό και σχεδόν κανείς δεν είχε μάθει τότε ότι μία Ελληνίδα έγινε καθηγήτρια της Σορβόννης. Στη Γαλλία ήμασταν όλοι εναντίον της χούντας. Εγώ δεν έφτασα ποτέ στην Ελλάδα, στη χούντα. Στη Γαλλία ήτανε σχεδόν όλοι γύρω από τον Νίκο τον Σβορώνο, ο οποίος ήτανε ελασίτης, παλιός, πολύ κομμουνιστής, κι εγώ ήμουν κυρίως παρέα με αντιχουντικούς», τονίζει η ίδια.
Στον ίδιο κύκλο βρισκόταν και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με τον οποίο είχαν αναπτύξει μια σχέση επικοινωνίας. «Ο Καραμανλής ήταν επίσης φίλος με τον Ζιλμπέρ Νταγκρόν, τον Μορίς Ντριόν, τον Μορίς Ζενεβουά, δηλαδή μ’ ένα σωρό λογοτέχνες», υπενθυμίζει, παραπέμποντας στην αφήγησή της από το βιβλίο «Από μένα αυτά…» (εκδόσεις Πατάκη, 2023). Αρκετά κοντά βρισκόταν η βυζαντινολόγος και με τη σύζυγο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, Αμαλία Μεγαπάνου, για την οποία θυμάται μια χαρακτηριστική συνάντησή τους. «Η Αμαλία ήθελε να γραφτεί στη Σορβόννη. Με βρήκε λοιπόν μια μέρα και μου λέει “Κυρία Αρβελέρ, θέλω να γραφτώ στη Σορβόννη”. Λέω “Ελάτε σπίτι να φάτε και να δούμε τα πτυχία και να συζητήσουμε”. Εγώ τότε είχα μια γυναίκα, τη Φωτεινή, η οποία μας είχε μεγαλώσει όλα τα παιδιά, τους Γλύκατζη, και είχε έρθει στη Γαλλία για να μεγαλώσει και την κόρη μου. Οταν ήρθε όντως η Αμαλία σπίτι, της ζήτησα της Φωτεινής να μας φτιάξει κανένα καλαμαράκι κι εκείνη λίγο αργότερα εμφανίστηκε με μια πιατέλα γεμάτη με καλαμαράκια».
Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου η ίδια τα παρακολούθησε από την αμερικανική τηλεόραση αφού βρισκόταν σε ταξίδι στην Ουάσιγκτον, αλλά όσα ακολούθησαν μέχρι την πτώση της χούντας συνέχισαν να την απασχολούν όταν επέστρεψε στη Γαλλία. Την επιστροφή του Καραμανλή στην Ελλάδα, όμως, την είδε από κοντά, στην Ελλάδα πια, αφού η Φωτεινή είχε εκφράσει την επιθυμία της να γυρίσει στην Αθήνα έπειτα από μία δεκαετία δίπλα της στο Παρίσι. «Ημουν εδώ με την κόρη μου, η οποία ήταν δέκα χρονών πάνω – κάτω. Καθόμουν στο σπίτι φίλων και περίμενα. Ο άντρας μου ήταν ακόμα στη Γαλλία. Η κόρη μου μού λέει “Μα εδώ πρέπει να είναι λίγο περίεργοι οι Ελληνες”. Λέω “Γιατί;”. Μου λέει “Λένε «Ζήτω ο Καραμανλής»”, αλλά αυτή καταλάβαινε car a malis, δηλαδή φορτηγά γεμάτα πονηριά. Μετά έμαθα ότι είχαν τηλεφωνήσει και στον άντρα μου που ήταν στη Γαλλία, αν μπορεί να έρθει στην Ελλάδα. Ο δε Καραμανλής τότε στη Γαλλία κοιμότανε. Ητανε καλοκαίρι του 1974. Κοιμόταν και τον ξύπνησαν για να του πούνε να επιστρέψει. Ευτυχώς που ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν δεν κοιμόταν και του έδωσε το αεροπλάνο και ήρθε. Εγώ τότε ήμουν πολύ φίλη με τον Τάκη Λαμπρία, ο οποίος ήτανε σχεδόν της ηλικίας μου, οπότε έζησα όλη τη θριαμβική είσοδο του Καραμανλή εδώ», συμπληρώνει η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ.
Ολυμπιακοί Αγώνες, 2004
Η Γαλλία μάς εξυμνούσε
Τους Ολυμπιακούς Αγώνες η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ τούς παρακολούθησε από απόσταση, ζώντας το καλοκαίρι του 2004 στην Αθήνα τη μεγάλη στιγμή της χώρας. «Η γαλλική τηλεόραση μίλησε μόνο τρεις φορές καλά για την Ελλάδα. Η μία απ’ αυτές ήταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες», θυμάται η βυζαντινολόγος. «Μίλαγαν όλοι για την τελετή έναρξης και την τελετή λήξης», υπογραμμίζει δείχνοντας τη σημασία των τελετών που σχεδίασε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. «Εχω έναν ανιψιό, ο οποίος δούλευε στους Ολυμπιακούς Αγώνες και μου έλεγε ότι πήγαν όλα τέλεια και ότι κανείς δεν το περίμενε. Ηταν και φίλοι μου καλεσμένοι εδώ και μου έλεγαν το ίδιο ακριβώς πράγμα», καταλήγει η ίδια για το μεγάλο καλοκαίρι της Ελλάδας.