«Στις 24 Μαΐου του 1921 η Μόλι Μπέρκχαρτ… άρχισε να φοβάται πως κάτι κακό είχε συμβεί σε μία από τις τρεις αδελφές της, την Αννα Μπράουν. Η Αννα… είχε εξαφανιστεί τρεις ημέρες νωρίτερα… Τρία χρόνια νωρίτερα, η Μόλι είχε χάσει μια άλλη αδελφή, τη Μίνι», διαβάζουμε ήδη στις πρώτες δύο σελίδες των «Δολοφόνων του ανθισμένου φεγγαριού» (στα ελληνικά από τον Λαβύρινθο, σε μετάφραση Θωμά Μαστακούρη). Του ερευνητικού βιβλίου, δηλαδή, διά χειρός Ντέιβιντ Γκραν («New Yorker»), στο οποίο βασίστηκε η ομότιτλη ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε.
Στο επίκεντρό του βρίσκονται οι άνθρωποι με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στον κόσμο τη δεκαετία του 1920: τα μέλη της φυλής των Οσέιτζ στην Οκλαχόμα. Από τη στιγμή που ανακαλύπτεται πετρέλαιο στις περιοχές τους, αποκτούν αυτοκίνητα με προσωπικό οδηγό και διαμένουν σε επαύλεις. Ξαφνικά, όμως, ένας ένας αρχίζουν να δολοφονούνται. Καθώς ο αριθμός των νεκρών μεγαλώνει, την υπόθεση αναλαμβάνει το νεοσύστατο τότε FBI με τον νεαρό, μυστικοπαθή διευθυντή Τζ. Εντγκαρ Χούβερ. Προσπαθώντας να διαλευκάνει το μυστήριο, ο τελευταίος στρέφεται σε έναν πρώην ρέιντζερ του Τέξας, τον Τομ Γουάιτ, ο οποίος οργανώνει μια μυστική ομάδα στην οποία συμπεριλαμβάνεται και ένας ινδιάνος πράκτορας. Διεισδύουν στα τελευταία απομεινάρια της Αγριας Δύσης και μαζί με τους Οσέιτζ αρχίζουν να αποκαλύπτουν το συνωμοτικό σχέδιο λίγων λευκών για να περάσει η γη των Ινδιάνων στα χέρια τους.
Ο Σκορσέζε εικονογραφεί με τη γνωστή δεξιοτεχνία μια ιστορία εξύψωσης, ανθρώπινων παθών, βίας και ταπείνωσης.
Μια «φλέβα» που από μια διαφορετική οπτική αναμένεται να εξερευνήσει εκ νέου στην επόμενη ταινία του, η οποία επίσης βασίζεται σε βιβλίο του Ντ. Γκραν: το «Γουέιτζερ», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Δώμα, σε μετάφραση Δέσποινας Κανελλοπούλου. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η Apple Original Films εξασφάλισε τα δικαιώματα του βιβλίου, το οποίο επιστρέφει στη δεκαετία του 1740, εποχή σύγκρουσης ανάμεσα στη Μ. Βρετανία και την Ισπανία. Ακολουθεί την ιστορία 30 ανδρών, επιζώντων του βρετανικού πλοίου «Wager», όταν το τελευταίο προσκρούει στις ακτές της Παταγονίας. Οι περιγραφές για την επιβίωσή τους, κόντρα στα στοιχεία της φύσης, τους κάνουν ήρωες. Σύμφωνα, όμως, με τη μαρτυρία τριών άλλων μελών του πληρώματος, έξι μήνες αργότερα, οι πρώτοι κατηγορούνται για ανταρσία εις βάρος του πλοιάρχου Τσιπ. Τη μαρτυρία τη δίνουν όταν και οι ίδιοι διασώζονται από ναυάγιο στις ακτές της Χιλής. Η συνέχεια δίνεται στη δίκη που οργανώνει το Ναυαρχείο του Λονδίνου, όταν όλοι επιστρέφουν σώοι στην πατρίδα τους.
Ο συγγραφέας αναδιηγείται και εδώ ιστορικά γεγονότα προσδίδοντας στο αφήγημα την αίσθηση της ανθρώπινης οδύσσειας – το μεγαλείο ως αντικατοπτρισμό της χαμέρπειας. «Μελετώντας τους χάρτες, ο Τσιπ είχε αρχίσει να πιστεύει πως υπήρχε τρόπος όχι μόνο να σώσουν τη ζωή τους, αλλά και να εκπληρώσουν την αρχική στρατιωτική αποστολή τους. Υπολόγισε πως ο πλησιέστερος οικισμός των Ισπανών ήταν στη Νήσο Τσιλοέ, στ’ ανοιχτά των χιλιανών ακτών, κάπου 350 μίλια βορειότερα απ’ αυτούς. Ο Τσιπ ήταν βέβαιος ότι το πλήρωμά του μπορούσε να φτάσει ως εκεί με την κιβωτό και τις τρεις μικρότερες λέμβους ― το γιολ, το κότερο και τη φορτηγίδα. Οταν έφταναν στο Τσιλοέ – και, στο μυαλό του, αυτό ήταν το πραγματικά μεγαλειώδες κομμάτι του σχεδίου –, θα μπορούσαν να εξαπολύσουν μια παράτολμη επίθεση σ’ ένα ανυποψίαστο ισπανικό εμπορικό πλοίο· και, έχοντας αρπάξει το καράβι και τις προμήθειές του σε τρόφιμα, να πλεύσουν ως το σημείο συνάντησης και ν’ αναζητήσουν τον αρχιπλοίαρχο Ανσον και τυχόν άλλους επιζώντες από τον στολίσκο. Και κατόπιν να συνεχίσουν την αποστολή τους: να καταλάβουν το γαλιόνι».