Προσπαθώ να χωνέψω την είδηση. Το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου αποφάσισε να συνοδεύσει την προβολή δυο ταινιών Τζέιμς Μποντ, του «Χρυσοδάκτυλου» (1964) και του «Ζεις μονάχα δυο φορές» (1967) με προειδοποιήσεις για ρατσιστικό και σεξιστικό, προσβλητικό δηλαδή περιεχόμενο. Οι ταινίες, λέει το Ινστιτούτο, «περιέχουν γλώσσα, εικόνες ή άλλο περιεχόμενο που αντικατοπτρίζει απόψεις οι οποίες ήταν διαδεδομένες στην εποχή τους, αλλά σήμερα είναι προσβλητικές». Οι εισηγητές της σήμανσης της ταινίας επειδή, αυτονόητα, αναπαράγει το mainstream της εποχής της εξηγούν στις δημόσιες συζητήσεις ότι όταν έχουν γλώσσα ή απεικόνιση που κατηγορηματικά απορρίπτεται, οφείλουν να εφιστούν την προσοχή.
Πάλι καλά που απλώς προειδοποιούν και βάζουν ένα σηματάκι «Ακατάλληλον». Στα βιβλία, που ανατυπώνονται συνεχώς, έχουν προχωρήσει. Οπως πληροφορούμαι από δημοσίευμα του «Ιndependent», τα βιβλία του Ιαν Φλέμινγκ, συγγραφέα των ιστοριών του πράκτορα 007, έχουν από τον περσινό Φεβρουάριο αναθεωρηθεί, ώστε να παραλείπονται η ρατσιστική γλώσσα και κάποιες ακόμα ρατσιστικές αναφορές. Στις τελευταίες ανατυπώσεις, δηλαδή, τα βιβλία έχουν «καθαρθεί» από λέξεις που η πολιτική ορθότητα θεωρεί προσβλητικές. Παλιά αυτό το λέγαμε λογοκρισία – μόνο εδώ και λίγα χρόνια, στην κουλτούρα woke, το λένε αναθεώρηση ή καθάρισμα.
Τα τελευταία χρόνια, ένας προοδευτισμός που φαίνεται ότι κερδίζει έδαφος, επιδιώκει να αντικαταστήσει τη δημοκρατική ελευθερία με μια ηθικολογία την οποία επιβάλει ένα ιερατείο υποδειγματικής συμπεριφοράς, που ορίζει τι είναι σωστό και τι όχι. Το ιερατείο αυτό, αφού κατάφερε να πατήσει πόδι στα κινήματα και να αποκτήσει σοβαρή πρόσβαση στα πανεπιστήμια (συνήθως προσεταιριζόμενο ορφανά του κομμουνισμού, που μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ έχασαν το κέντρο τους), επιδιώκει αναδρομικά να φέρει στα μέτρα της ηθικολογίας του την ανάγνωση του ιστορικού παρελθόντος, επειδή λέει ήταν εξουσιαστικό, ανδροκρατούμενο, αποικιοκρατικό. Στα πανεπιστήμια αναθεωρούνται ολόκληρες γνωστικές ενότητες των ανθρωπιστικών επιστημών, της φιλολογίας, της ιστορίας ενώ, γενικότερα, υπάρχει μια συστηματική επίθεση στα τεκμήρια της κουλτούρας, στα γράμματα και στις τέχνες. Ο,τι δεν εμπίπτει στους κανόνες της ηθικολογίας είναι υπό αναθεώρηση.
Η επίθεση αυτή έχει καταφέρει να μεταμφιέσει την επίθεση στην πολυμορφία της έκφρασης σε επαναστατικότητα και σε πόλεμο κατά των μορφών λόγου που προωθούν διακρίσεις, τον σεξισμό, την πατριαρχία. Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας στην ουσία εξουσιαστικός λόγος πλασάρεται ως «το επαναστατικά σωστό». Ο κομμουνισμός τον εικοστό αιώνα είχε επενδύσει το αισθητικό παρόν και το μέλλον του στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, μοναδική υποχρέωση του οποίου ήταν η ένδοξη απεικόνιση των επιδιώξεων της ιδεολογίας του και του κράτους του. Οπου υπήρχε δυνατότητα, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός δεν ήταν αισθητική επιλογή: ήταν υποχρέωση. Αν βρισκόσουν απέναντι πολύ συχνά είχες μπελάδες με την εξουσία – όπως, π.χ., ο Σοστακόβιτς, η όπερα του οποίου «Η Λαίδη Μάκβεθ του Μιέντσκ» δεν άρεσε στον σύντροφο Στάλιν.
Η ηθικολογία της κουλτούρας woke και της πολιτικής ορθότητας είναι μια συστηματική επίθεση στη μεγαλύτερη κατάκτηση και στο απολυτότερο δικαίωμα του δυτικού κόσμου, στην ελευθερία του λόγου. Αλλά χωρίς ελευθερία του λόγου δεν υπάρχει δημοκρατία και, επίσης, χωρίς ελευθερία του λόγου δεν υπάρχει ατομική ολοκλήρωση. Οπως κάθε αυταρχισμός, κι αυτός επιδιώκει να θέσει προδιαγραφές στην ελευθερία, να αλλοιώσει δηλαδή υπέρ ενός αυταρχισμού «για καλό σκοπό» τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της δυτικής δημοκρατίας.
Ο Τζέιμς Μποντ δεν είναι, απλώς, ένα έργο της δημοφιλούς κουλτούρας που ενοχλεί τον καθεστωτισμό της πολιτικής ορθότητας. Μπορεί να γίνει κι ένα σύμβολο ελευθερίας: βλέπω, ακούω, διαβάζω ό,τι θέλω επειδή έτσι μ’ αρέσει – κι ας μην το εγκρίνει ο προοδευτισμός.
Θαύμασα κι εγώ το αναστηλωμένο ανάκτορο των Αιγών. Αλλά περισσότερο κι από την προσπάθεια συγκόλλησης των Μακεδόνων της αρχαιότητας στη διαχρονία του τρισχιλιετούς ελληνικού πολιτισμού που έκανε στον λόγο του ο Πρωθυπουργός, με συγκίνησε αυτή η μοναδική προσπάθεια της επικεφαλής αρχαιολόγου, της Αγγελικής Κοτταρίδη, που έστησε από το μηδέν ένα κατεστραμμένο αρχιτεκτόνημα.
Η δουλειά της απαιτούσε γνώση, έρευνα, αφοσίωση, σκληρή δουλειά, έμπνευση, συνεργασίες, αλλά και επινοητικότητα, διάβασμα και πολλή μοναξιά. Να ένα πρότυπο δημιουργικής Ελληνίδας.
Η χειμερινή σύναξις των συριζαίων
Το διάστημα 19 με 21 Ιανουαρίου οι Σπέτσες θα έχουν τεράστιο τουριστικό ενδιαφέρον. Η χειμερινή σύναξις των βουλευτών και των βουλευτριών (βουλευτά, απ’ όσο ξέρω, δεν υπάρχουν) του ΣΥΡΙΖΑ στο νησί θα μπορούσε να είναι πρόκληση για έναν θεατρικό συγγραφέα – ας πούμε, έναν καλό επιθεωρησιογράφο.
Ή, ακόμα καλύτερα, θα μπορούσε να είναι κόνσεπτ ενός καινούργιου ριάλιτι: όπου 36 αριστερά στελέχη του βουλευτηρίου αγωνίζονται να κερδίσουν την καρδιά και τις συμπάθειες του αρχηγού από την Αμερική. Προηγούνται η Θεοδώρα Τζάκρη και η Ραλλία Χρηστίδου, που θα αποτελούν εμπόδια για όσους είναι πιο μακριά. Τι θα λένε οι βουλευτές στα καφενεία-γιάφκες όπου θα κάνουν πηγαδάκια; Ποιοι θα ανεβούν στις άμαξες με τ’ αλογάκια;
Σε αυτόν τον αδυσώπητο ανταγωνισμό, τι ρόλο θα παίζουν οι υπαρχηγοί – ο σκοτεινός «13-0» Νίκος Παππάς ή ο απρόβλεπτος Παύλος Πολάκης; Τι θα κάνουν οι αμφισβητίες από τον χώρο του θεάματος Ελενα Ακρίτα και Κυριακή Μαλαμα (που δήλωσε ότι τη ζαλίζουν τα καράβια); Και πόσο καθοριστικός θα είναι ο ρόλος του Αλέξη Τσίπρα σε αυτό το ριάλιτι; Η κωμωδία να συνεχιστεί.