«Ο Γλάρος», το γόνιμο έργο του Τσέχωφ, παρουσιάζεται σε μια νέα, τολμηρή και απολύτως προσωπική προσέγγιση από τον σκηνοθέτη και συγγραφέα Αλέξανδρο Διαμαντή για οκτώ τελευταίες παραστάσεις από Πέμπτη έως Κυριακή στο Θέατρο Σημείο έως τις 21 Ιανουαρίου.
«Η ζωή όπως τη βλέπουμε στα όνειρά μας». «Χρειαζόμαστε νέους τρόπους έκφρασης»! «Η εποχή μας είναι νεκρή»! «Να μάθεις να έχεις πίστη». «Γράφω αυτό που μου υπαγορεύει η ψυχή μου». Λόγια μιας παράστασης που θέλει ν’ ανατρέψει όλες μας τις βεβαιότητες γύρω από το γνωστό έργο του Τσέχωφ. Ο έρωτας και η τέχνη, ο πυρετός και ο συμβιβασμός, η οργή και η απάθεια, η δημιουργία και η πίστη – ο δρόμος που οδηγεί στον όλεθρο είναι στρωμένος με αγαθές προθέσεις.
Πέρα από το θέατρο, πέρα από τη λογοτεχνία, πέρα από τον έρωτα, η παράσταση αυτή σκοπεύει να μιλήσει για την κοινωνία και ταυτόχρονα για τον εαυτό: ο Θεός – η απουσία του. Η πίστη – η δοκιμασία της. Η εξέγερση – η προετοιμασία της. Η ευτυχία – η ανάμνησή της. Η ποίηση – η επιβίωσή της. Πώς παλεύουμε με τα κύματα του ανεξάντλητου Κόσμου; Τί αφήνει πίσω του το πέρασμά μας από τη ζωή; Υπάρχει ελπίδα για τους δυστυχισμένους;
Όλοι οι ήρωες ερωτεύονται κι απογοητεύονται. Εκρήγνυνται, φωνάζουν και κλαίνε κι έπειτα χορεύουν όλοι μαζί, αγαπημένοι πάλι. Αστειεύονται με θάρρος κοιτάζοντας την καταστροφή και τον θάνατο. Αυτοί οι ήρωες δεν είναι ούτε θεοί, ούτε βασιλιάδες, ούτε πολεμιστές. Είναι όπως ένα μερμήγκι που κατεβαίνει τον τοίχο – χωρίς καθόλου αλαζονεία πως τάχα επιτελούν έναν άθλο. Οι ήρωες αυτοί δημιουργήθηκαν από τον Τσέχωφ, 21 χρόνια πριν από μια μεγάλη Επανάσταση. Άραγε σήμερα, που ξαναεμφανίζονται, τί προμηνύουν;
Στην παράσταση πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Ιωάννα Μακρή, Δημήτρης Μανδρινός, Μανταλένα Καραβάτου, Βαγγέλης Ρόκκος, Περικλής Μοσχολιδάκης και Δανάη Παπουτσή. Όλοι τους μιλούν στα «Νέα» για το ρόλο και τη σκηνή που ξεχωρίζουν από το έργο.
Ιωάννα Μακρή: Υποδύομαι την Αρκάντινα. Η αγάπη και η διεκδίκηση της αγάπης κυριεύει όλους τους χαρακτήρες κι επηρεάζει τις σχέσεις των ηρώων του «Γλάρου», του εμβληματικού αυτού έργου του Τσέχωφ. Εντούτοις για την ηρωίδα μου, για την Αρκάντινα, πιο δυνατή από την αγάπη για τους ανθρώπους – τον γιο της, τον εραστή της, τους συγγενείς και τους φίλους της, είναι η αφοσίωσή της στην Τέχνη. Η Αρκάντινα, καταξιωμένη και αγαπητή ηθοποιός του θεάτρου, είναι άνθρωπος ικανός κι ανεξάρτητος – δέσμια όμως την ίδια στιγμή της εικόνας της και των φιλοδοξιών της. Με συγκινεί το τέλος του έργου, η τελευταία στιγμή γιατί θεωρώ ότι τότε είναι η στιγμή που η ηρωίδα αντιλαμβάνεται την απόλυτη μοναξιά μέσα στην οποία ζει.
Δημήτρης Μανδρινός: Έχω το ρόλο του Τρέπλιεφ. Είναι ο γιος της Αρκάντινα και είναι ερωτευμένος με τη Νίνα. Τον συναντάμε περίπου στα 25 του. Είναι συγγραφέας και ζει στο υποστατικό του θείου του, στο χωριό. Πιστεύει ότι είναι προτιμότερο να μην κάνουμε τίποτα αν δεν έχουμε κάτι καινούριο να δημιουργήσουμε. Όνειρό του είναι να καταφέρει να κάνει τέχνη με τους δικούς του όρους και να τη βγάλει από το αδιέξοδο όπου έχει βρεθεί. Μια σκηνή που ξεχωρίζω είναι όταν η Αρκάντινα αλλάζει τον επίδεσμο του Τρέπλιεφ, λίγες μέρες μετά από την απόπειρα αυτοκτονίας του. Η κατά τ’ άλλα τεταμένη τους σχέση φαίνεται προς στιγμήν να μαλακώνει σύντομα όμως βγαίνει και πάλι εκτός ελέγχου. Στη σκηνή αυτή η τρυφερότητα και η βιαιότητα εναλλάσσονται η μία με την άλλη σε ελάχιστο χρόνο και με πολλή ορμή. Ζητήματα κρυμμένα πίσω από τα λόγια αναγκάζουν τις πλάκες από πάνω τους να φουσκώσουν και να σπάσουν. Είναι σαν ένα μπαλάκι μέσα σε ένα δωμάτιο που το χτυπάς με όλη σου τη δύναμη και εκείνο φεύγει τόσο άτσαλα και ακανόνιστα που καθόλου δεν μπορείς να προβλέψεις την πορεία που θα διαγράψει και αν θα χτυπήσει και σένα μέσα σε αυτή.
Μανταλένα Καραβάτου: Ο ρόλος μου στην παράστασή μας είναι η Νίνα. Είναι μια νεαρή κοπέλα. Δεν έχει φύγει ποτέ από τον τόπο που γεννήθηκε. «Έχω περάσει όλη μου τη ζωή πλάι σ’ αυτήν εδώ τη λίμνη», την ακούμε να λέει. Η μητέρα της έχει πεθάνει. Έτσι ζει με τον πατέρα της και τη μητριά της. Όνειρό της, να ξεφύγει από την πατρική καταπίεση και να γίνει μεγάλη ηθοποιός. Στην αρχή του έργου οι δύο επιθυμίες βρίσκουν διέξοδο στο πρόσωπο του Τρέπλιεφ, του νεαρού που είναι ερωτευμένη η Νίνα. Δραπετεύει από το σπίτι της για να τον συναντήσει και να δημιουργήσουν μαζί ένα πρωτότυπο θεατρικό έργο. Η παράσταση που φτιάχνουν οι δυό ερωτευμένοι – Τρέπλιεφ και Νίνα – έχει άδοξο τέλος. Διακόπτεται άχαρα και βίαια από την μητέρα του, Αρκάντινα. Ξεχωρίζω τη στιγμή που φεύγει ο Τρέπλιεφ, έξαλλος, μόνος, αφήνοντας τη Νίνα πίσω, πάνω στη σκηνή. Αυτή η στιγμή είναι κομβική για την τροπή και την εξέλιξη του έργου. Όλα ανατρέπονται και τα όνειρα της Νίνας εν τέλει μετατοπίζονται στο πρόσωπο του Τριγκόριν. Η σχέση ραγίζει, οι ψυχές τους απομακρύνονται μιας και η λίμνη μοιάζει πια ξεραμένη, σκοτεινή, άκαρπη.
Βαγγέλης Ρόκκος: Στο «Γλάρο» του Τσέχωφ υποδύομαι τον Τριγκόριν, έναν διάσημο συγγραφέα, που είναι ο σύντροφος της Αρκάντινας, της μητέρας του Τρέπλιεφ. Ο Τριγκόριν παρασύρει ερωτικά τη Νίνα που τον θαυμάζει και η οποία είναι στην αρχή του έργου ερωτευμένη με τον Τρέπλιεφ. Η αγαπημένη μου σκηνή είναι η τελευταία μεταξύ του Τρέπλιεφ και της Νίνας, όπου βλέπουμε την εξελικτική πορεία των δύο νεαρών ανθρώπων.
Περικλής Μοσχολιδάκης: Στον «Γλάρο» υποδύομαι δύο ρόλους. Τον κοσμοπολίτη Γιατρό Ντορν, στενό φίλο της οικογένειας και Πολίτη του Κόσμου που ταξιδεύει συνεχώς και παρατηρεί τις ανθρώπινες συμπεριφορές με το μικροσκόπιο του γιατρού, αλλά και με την ανοιχτή στα νέα ρεύματα σκέψη. Και τον συνταξιούχο Σόριν, ιδιοκτήτη του κτήματος στο οποίο διαδραματίζεται η δράση του έργου και αδελφό της Αρκάντινας, ο οποίος απεχθάνεται τη ζωή της επαρχίας και ονειρεύεται πάντα την έντονη ζωή της πόλης. Είναι δύσκολη η απάντηση στην ερώτηση ποια σκηνή ξεχωρίζω και γιατί, αφού όλες μα όλες οι σκηνές και των δύο ρόλων που υποδύομαι είναι αριστοτεχνικά τοποθετημένες στην καρδιά του έργου από τον Τσέχωφ. Επειδή όμως είναι ανάγκη να επιλέξω, διαλέγω τις εξής δύο σκηνές, μία για τον κάθε ήρωα που υποδύομαι. Για τον Γιατρού Ντορν επιλέγω τη σκηνή του με τον Τρέπλιεφ, όταν, μετά το τέλος της παράστασης που ο τελευταίος έχει στήσει, ο ανοιχτός στα μηνύματα των καιρών Ντορν τον ενθαρρύνει να συνεχίσει εκθειάζοντας το ταλέντο του. Ο Τσέχωφ, γιατρός και ο ίδιος, φαίνεται να εκφράζει τις απόψεις του για την Τέχνη μέσω του γιατρού Ντορν και τη συμπάθεια του στα νέα ρεύματα και τους νέους τρόπους έκφρασης που είναι αναγκαίοι στην υψηλή Τέχνη του Θεάτρου. Από τις σκηνές του Σόριν επιλέγω όλα εκείνα τα σημεία του έργου όπου ο θλιμμένος και πικρά κωμικός απόμαχος της ζωής φωνάζει με πείσμα μικρού παιδιού και με τη λαχτάρα του ανθρώπου που βλέπει τη ζωή να φεύγει σιγά-σιγά και να κυλά σαν νεράκι μέσα από τα χέρια του, την εμβληματική του φράση «Θέλω να ζήσω». Μέσα από τη συμπεριφορά του και τη λαχτάρα του για ζωή, ο Σόριν είναι ίσως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της θέλησης του Τσέχωφ να χαρακτηρίζει τα έργα του αυτά «Κωμωδίες», αναδεικνύοντας το κωμικό στοιχείο που φωλιάζει μέσα στην πίκρα της καθημερινής περιπέτειας του ανθρώπου. Ο ίδιος ο Σόριν βιώνοντας μία συνεχόμενη και καταθλιπτική «Ζωή εν τάφω», βροντοφωνάζει τη θέληση του για ζωή, εκβιάζοντας σχεδόν ένα «Χριστός Ανέστη» που γνωρίζει πως είναι πια γι’ αυτόν πολύ αργά για να ακουστεί.
Δανάη Παπουτσή: Στο «Γλάρο» του Τσέχωφ, υποδύομαι τη Μάσσα. Μια κοπέλα που έχει «ηττηθεί» εξαιτίας ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, του έρωτά της για τον Τρέπλιεφ. Έναν νεαρό συγγραφέα, που όμως είναι σφόδρα ερωτευμένος με τη Νίνα, μια νεαρή επίδοξη ηθοποιό. Η Μάσσα δεν έχει καμία ελπίδα ακόμα και δια στόματος Τρέπλιεφ, μέσα στο έργο, που όχι μόνο δεν την κοιτάζει καν, αλλά τον ενοχλεί και η παρουσία της κι αυτό την ακολουθεί σε όλο το έργο. Θα προτιμούσα να ξεχωρίσω μια φράση της: «Πενθώ για τη ζωή μου», γιατί αυτή ακριβώς η φράση τη συνοδεύει σε όλες τις σκηνές. Παρόλα αυτά το ενδιαφέρον με τη Μάσσα κι αυτό που με έκανε να την αγαπήσω και να την ερευνήσω μαζί με την πολύτιμη ματιά του Αλέξανδρου Διαμαντή, είναι αυτό το δίπολο μεταξύ μιας υπαρξιακής βαθιάς δυστυχίας που έχει προκληθεί από τον μονομερή αυτό έρωτα, αλλά και μιας πολύ δική της ιδιοσυγκρασιακής δύναμης κι επιμονής και μιας εσωτερικής μόνιμης πάλης. ‘Όμως, που την αντέχει και εξαιτίας της συνεχίζει να προχωρά στη ζωή, παλεύοντας συχνά να ξεριζώσει αυτό τον έρωτα – πένθος. Ένα, πέφτοντας στην κατάχρηση του αλκοόλ για να ξεχνά και, δύο, φτάνοντας στο σημείο να παντρευτεί έναν άλλο άντρα, τον οποίο δεν αγαπά και με τον οποίο γνωρίζει ότι ποτέ δε θα ευτυχήσει. Το κάνει όμως. Και αυτή της η στάση, αυτή η πάλη, αυτή η θυσία του ίδιου του εαυτού που για το υπόλοιπο της ζωής του θα συνεχίσει να ζει με μια ήττα κι ένα πένθος, κρύβει μια αλλόκοτη δύναμη και αποδοχή, κι αυτό το βάρος με συγκινεί πολύ.