Μεγάλωσα στην εποχή του «Ακατάλληλον». Και μάλιστα σε τρεις παραλλαγές. «Κατάλληλον άνω των 13», «Ακατάλληλον», «Αυστηρώς ακατάλληλον». Εκείνη την εποχή που ο κινηματογράφος αποτελούσε για εμάς την πιτσιρικαρία τη μεγάλη εικόνα του κόσμου και τη μεγάλη «πύλη εισόδου» στον κόσμο αυτό, ένας από τους λόγους που βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε ήταν να υπερβούμε αυτό το «ακατάλληλο». Να πάψουμε να μεταμφιεζόμαστε σε «δεσποινίδες» για να περάσουμε στη ζούλα ή να στριμωχνόμαστε στο μπαλκόνι της προνομιούχας φιλενάδας που είχε θέα στην οθόνη του θερινού σινεμά για να μυηθούμε στον «ακατάλληλο» κόσμο των ενηλίκων, εκεί που δεν υπήρχε απαγόρευση θεαμάτων. Διότι θα είμαστε πια σε ηλικίες που ό,τι και να βλέπαμε, θα μπορούσαμε να το επεξεργαστούμε, να το διαχειριστούμε, να το αφομοιώσουμε, να το κρίνουμε, να το αξιολογήσουμε, να διαβάσουμε την ούγια του.
Και να ‘μαστε τώρα, όχι απλώς ενήλικοι αλλά σχεδόν υπερήλικοι, απέναντι σε νέα «απαγορεύται». Αυτά που υπαγορεύει η woke κουλτούρα και η πολιτική ορθότητα. Ψάχνω να βρω ουσιαστικές, ειδοποιούς διαφορές από εκείνες τις πάλαι ποτέ «κυρίες της Ζωής» με τους σφιχτούς κότσους, τα γκριζόμαυρα ρούχα και τα σφιχτά χείλη αλλά δεν βρίσκω. Το αντικείμενο μόνο αλλάζει. Η λύσσα για την επισήμανση του σωστού και του λάθους, του καλού και του κακού, της αρετής και της αμαρτίας είναι ακριβώς η ίδια. Λες και η ηθική προκύπτει από την απαγόρευση του οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί ανήθικο και όχι από ελεύθερη επιλογή. Δηλαδή; Εκείνος ο μύθος με τον Ηρακλή που μας μάθαιναν στο σχολείο και που, όταν βρέθηκε στο σταυροδρόμι, απέναντι στην Αρετή και την Κακία, επέλεξε την πρώτη, δεν ισχύει;
Η πιο πρόσφατη επισήμανση του «κακού», του «εξαποδώ» έγινε σε δύο ταινίες με τον Τζέιμς Μπόντ, τον «Χρυσοδάχτυλο» (1964) και το «Ζεις μονάχα δύο φορές» (1969). Το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, σε αφιέρωμα που έκανε στον συνθέτη Τζον Μπάρι, θεώρησε ότι, κατά τη διάρκεια της προβολής αυτών των δύο ταινιών, έπρεπε να υπάρχει μήνυμα που θα ειδοποιούσε το κοινό ότι «περιέχουν γλώσσα, εικόνες ή άλλο περιεχόμενο που αντικατοπτρίζει απόψεις που ήταν διαδεδομένες στην εποχή τους, αλλά θα προκαλέσουν προσβολή σήμερα». Οτι δηλαδή τι; Θα δει κάποιος αυτές τις ταινίες και δεν θα καταλάβει ότι έχουν γυριστεί κάμποσες δεκαετίες πριν; Θα νομίζει ότι γυρίστηκαν τώρα; Μόνο αν τον πάνε στην αίθουσα προβολής κατευθείαν από το δάσος του Αμαζονίου και μάλιστα με κουκούλα για να μη βλέπει τη διαδρομή. …Μπα, ούτε και τότε.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Το ίδιο Ινστιτούτο έχει επιβάλει την προβολή ανάλογων μηνυμάτων και σε άλλες ταινίες ανάμεσα στις οποίες «Ο καουμπόι του μεσονυχτίου» (1969) προειδοποιώντας για «ομοφοβική γλώσσα και σεξουαλική βία» και το «Πετούλια» (1968) για «ενδοοικογενειακή βία». Εντάξει, δεν πρόκειται ακριβώς για απαγόρευση αλλά πόσο απέχει από αυτήν; Πριν από πέντε χρόνια, τα σχολεία στη Βαρκελώνη κατέβασαν από τα ράφια των βιβλιοθηκών τους 200 τίτλους ανάμεσα στους οποίους «Η Κοκκινοσκουφίτσα» και «Η ωραία κοιμωμένη». Διότι, λένε ότι, προβάλουν σεξιστικά πρότυπα.
Να καλωσορίσουμε
τον Μπράντμπερι;
Αν δούμε κάτω από το μικροσκόπιο της woke κουλτούρας το σύνολο της λογοτεχνίας και της δραματουργίας, θεωρώ ότι στα πάντα μπορούμε να βρούμε αναφορές που είναι κόντρα στους κανόνες της. Και αν συνεχιστεί και εξελιχθεί αυτό, το δυστοπικό μυθιστόρημα του Ρέι Μπράντμπερι «Φαρενάιτ 451» δεν θα είναι τόσο μακριά από τη δική μας πραγματικότητα.
Η ηθικιστική προσέγγιση της λογοτεχνίας και της δραματουργίας είναι σαν, αυτόματα, να τις ακυρώνει. Οι συγγραφείς δεν «διδάσκουν» το καλό. Ανοίγουν όλα τα χαρτιά του κόσμου μπροστά στα μάτια του αναγνώστη ή του θεατή, τον προβληματίζουν, τον βάζουν να σκεφτεί. Μόνο ύστερα από σκέψη και επιλογή μπορεί να γίνει ο κόσμος καλύτερος. Η επιβολή – αυτό που γίνεται τώρα δηλαδή – δεν ακυρώνει μόνο τη λογοτεχνία και τη δραματουργία αλλά και την ίδια τη δημοκρατία.