Χειμώνας, απόγευμα κι έχεις την τύχη να είσαι στο σπίτι σου. Στη ζεστούλα σου, με την κουβερτούλα σου και μια κούπα ζεστό καφέ που την κρατάς με τα δύο χέρια σου όπως τα κορίτσια στις διαφημίσεις. Στιγμές οικιακής χαλάρωσης και σπιτικής ευτυχίας. Απέναντι από μία τηλεόραση. Η οποία μεταδίδει ρεπορτάζ για «οικιακά» εγκλήματα. Τυλίγεσαι περισσότερο στην κουβέρτα, πίνεις μια γουλιά καφέ και έτσι, μέσα στην ισορροπία του σπιτιού σου ακούς για τις ανισορροπίες άλλων σπιτιών. Σοκάρεσαι, φρικάρεις, εξοργίζεσαι. Μέχρι να ακούσεις για το επόμενο έγκλημα. Και είναι σαν να πλησιάζει, βήμα – βήμα, αυτή η απειλή τη δική σου μακαριότητα. Είναι κι εκείνη η «γειτόνισσα», η όποια «γειτόνισσα», που με τα καθημερινά ψώνια στα χέρια, μπροστά από την πόρτα του σπιτιού, μιλάει στην κάμερα. «Ηταν μια χαρά άνθρωπος. Καλοσυνάτος, καλοσυνάτη, πρόθυμος, πρόθυμη με όλους. Δεν το φανταζόμαστε».
Ο 39χρονος, ο 35χρονος, η 37χρονη, η 41χρονη, η 18χρονη, ο 33χρονος, ο 50χρονος όλοι αυτοί οι άνθρωποι χωρίς όνομα και με «μωσαϊκό» στο πρόσωπο, είναι αυτό που λέμε άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Μόνο που η διπλανή πόρτα μπορεί, πλέον, να είναι πολύ «μακρινή». Να κρύβει μυστικά και ψέματα. Μικρές τραγωδίες που οδηγούν στη μεγάλη, αυτή που, τελικά βγαίνει στα φώτα της δημοσιότητας.
Μακροχώρι Ημαθίας. Εκεί όπου μια 37χρονη γυναίκα χτύπησε μέχρι θανάτου το έξι μηνών βρέφος της. Μπροστά στα μάτια των μεγαλύτερων παιδιών της. Δύο κοριτσάκια έξι και εφτά ετών που βγήκαν στον δρόμο φωνάζοντας. Πώς είναι, σε αυτήν την ηλικία, να βλέπεις τη μητέρα σου να σκοτώνει το μωρό σας; Θα ξεπεράσουν ποτέ αυτά τα παιδιά το σοκ; Και τι σημαίνει «θα το ξεπεράσουν»; Στις περισσότερες περιπτώσεις, ότι μαθαίνουν, απλώς, να ζουν μαζί με αυτό. Ετσι έμαθε και η μητέρα τους να ζει με το τραύμα εκείνης της εκδρομής. Μια εκδρομή στην οποία χάθηκε όλη, σχεδόν, η τάξη της. Σε εκείνο το δυστύχημα στα Τέμπη όπου, το 2003, σκοτώθηκαν 21 μαθητές. Η ίδια δεν είχε πάει την τελευταία στιγμή. «Τυχερή» θα έλεγαν τότε οι περισσότεροι στο χωριό της. Οπως «τυχεροί» ήταν και όσοι διασώθηκαν. Ναι, διασώθηκαν από το δυστύχημα, «σώθηκαν» όμως ποτέ; Λίγα χρόνια μετά, ένας από τους διασωθέντες, «αναχώρησε» για το Αγιον Ορος. Ενώ κάποιος άλλος «τυχερός», δεκαεννιά χρόνια μετά, αυτοκτόνησε. Ναι, κι εκείνος είχε μάθει να ζει με το τραύμα. Τόσο όσο άντεξε.
Αυτό, βέβαια, δεν αποτελεί δικαιολογία για το έγκλημα της παιδοκτόνου. Αποδεικνύει όμως ότι τα γεγονότα έχουν αιτίες, έχουν ρίζες, έχουν «διαδρομές». Και, για τη συγκεκριμένη γυναίκα, εκείνη η «διαδρομή» που άρχισε το 2003 είχε κι άλλες στάσεις. Ενδοοικογενειακή κακοποίηση και επιλόχεια κατάθλιψη. Στο παρελθόν, είχε ψυχιατρική υποστήριξη λόγω της οποίας μάλιστα εργαζόταν, ως νοσηλεύτρια, με περιοριστικούς όρους. Μετά; Μια γυναίκα σε επιλόχεια κατάθλιψη με το μωρό στα χέρια της;
Από εδώ και πέρα
Μου λένε ότι η επιλόχεια κατάθλιψη μπορεί να αποτελεί υπερασπιστική γραμμή. Ακόμη κι αν συμβαίνει αυτό, το συγκεκριμένο έγκλημα δεν είναι από αυτά που γίνονται εν ψυχρώ. Δεν σκοτώνεις το εξάμηνο βρέφος χτυπώντας το με το μπιμπερό στο πρόσωπο. Αυτό είναι πράξη απονενοημένου ανθρώπου. Το θέμα είναι γιατί το περιβάλλον τον άφησε να φτάσει έως εκεί. Διότι το κάθε «περιβάλλον» δεν είναι εκπαιδευμένο όπως όφειλε η Πολιτεία να το εκπαιδεύσει. Ακόμη και όταν οδηγεί τον άνθρωπό του στον ψυχίατρο, θεωρεί πως όταν πάψουν τα συμπτώματα έχει εξαλειφθεί και η «ασθένεια». Δεν είναι όμως έτσι. Δεκαννιά χρόνια ζούσε «κανονικά» το άλλο παιδί που διασώθηκε από το δυστύχημα. Εως την ημέρα που αυτοκτόνησε.
Η τραγική αυτή ιστορία αφήνει πίσω της, όπως είπαμε, δύο ακόμη θύματα. Τα δύο κοριτσάκια που είδαν με τα μάτια τους το αποτρόπαιο έγκλημα. Σε αυτά τα παιδιά πρέπει να πέσει, τώρα, όλη η προσοχή. Ναι ξέρω, όλο το χωριό θα τα περιβάλλει με αγάπη. Φτάνει όμως; Μήπως αυτό το «η αγάπη θεραπεύει τα πάντα» δεν είναι αρκετό σε τέτοιες περιπτώσεις;