Τα «ΝΕΑ» αποκωδικοποιούν τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για το επερχόμενο νομοσχέδιο που αφορά στον γάμο και στην τεκνοθεσία μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου.
Ποια είναι η πιο σημαντική τομή που επιχειρείται με το υπό συζήτηση νομοσχέδιο;
Ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε μια τομή στο ελληνικό Οικογενειακό Δίκαιο, που έρχεται να συμπληρώσει εκείνη του 1982, με άξονα την κατάργηση της ανισότητας και των διακρίσεων μεταξύ άνδρα και γυναίκας, δηλαδή βάσει φύλου. Ας μην παραγνωρίζουμε ότι οι διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού είναι και αυτές διακρίσεις λόγω του φύλου των συμβαλλομένων μερών. Ο αποκλειστικά ετερόφυλος γάμος είναι ένας θεσμός που ενσωματώνει τη διάκριση αυτή και ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε ότι θα νομοθετήσει τον γάμο για όλους, την ισότητα στον γάμο και άρα την απαλοιφή οποιασδήποτε διάκρισης λόγω του φύλου των δύο προσώπων που επιθυμούν να συνάψουν γάμο μεταξύ τους. Αρα, θα έχουμε πλέον τον γάμο ανεξαρτήτως φύλου.
Προφανώς, μιλάμε μόνον για τον γάμο ως θεσμό του Αστικού Δικαίου, κατοχυρωμένου και προστατευόμενου συνταγματικά και όχι για τον θρησκευτικό γάμο. Κανείς δεν μπορεί να επιβάλλει σε μια θρησκευτική κοινότητα να εισαγάγει, να δεχθεί, τον γάμο μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου, καθώς αυτό εναπόκειται, με βάση τη θρησκευτική ελευθερία στη συλλογική της έκφανση, στην αυτονομία των θρησκευτικών κοινοτήτων. Από την άλλη, αν κάποιο ζευγάρι έχει τελέσει γάμο στο πλαίσιο άλλης θρησκευτικής κοινότητας, η οποία έχει εισαγάγει τη σχετική ιερολογία, προφανώς και δεν θα υπάρχει πλέον κώλυμα αναγνώρισης αυτού στην ελληνική έννομη τάξη. Εξού και δεν χρειάζεται να μιλάει το ίδιο το νομοσχέδιο για «πολιτικό γάμο», διότι δεν πρέπει να αποκλειστεί, για λόγους σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας, και ο θρησκευτικός για όσα δόγματα ή θρησκείες το επιτρέπουν.
Αυτή η μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου δεν επιβάλλεται σήμερα ούτε από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ, Στρασβούργο) ούτε από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή το Δικαστήριό της (ΔΕΕ, Λουξεμβούργο). Από το ΕΔΔΑ επιβάλλεται μόνον να υπάρχει μία κάποια νομική μορφή (βλ. και απόφαση Βαλλιανάτος κ.ά. κατά Ελλάδας που επέβαλε να ανοίξει το σύμφωνο συμβίωσης), από το δε ΔΕΕ επιβάλλεται να αναγνωριστεί –για τους σκοπούς της ελεύθερης μετακίνησης εντός της ΕΕ– η σχέση γάμου αλλά και η κοινή γονεϊκότητα δύο ομόφυλων προσώπων, που έχει ήδη συσταθεί σε άλλη χώρα, όχι όμως και το να εισαχθεί το πρώτον αυτή η μορφή γάμου και γονεϊκότητας σε μία έννομη τάξη. Ωστόσο, ορθά επεσήμανε ο Πρωθυπουργός ότι αυτά τα βήματα τα έχουν ήδη κάνει 20 και 22 ευρωπαϊκές χώρες (και πολλές άλλες εκτός Ευρώπης) σε ό,τι αφορά τον γάμο και την ομογονεϊκότητα αντίστοιχα.
Θα μπορούν τώρα πια δύο άνθρωποι του ίδιου φύλου να αναγνωριστούν και νομικά ως γονείς ενός παιδιού;
Εφόσον θα ανοίξει ο γάμος για όλους, επέρχονται και οι συνέπειες, ως προς τα παιδιά, που συνδέονται με αυτόν όσον αφορά την υιοθεσία. Προσοχή: Ο όρος «τεκνοθεσία» σημαίνει ακριβώς το ίδιο με τον όρο «υιοθεσία», απλώς ο τελευταίος είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο νόμος, ενώ το τεκνοθεσία είναι η πολιτικά ορθή εκδοχή του, επειδή το «υιοθεσία» εμπεριέχει τον όρο «υιός», αφού στο παρελθόν τα κορίτσια θεωρούταν βάρος (έπρεπε να τα ταΐζεις και να τα προικίζεις), οπότε προτιμώνταν τα αγόρια. Σήμερα, λοιπόν, ένα έγγαμο ετερόφυλο ζευγάρι –και μόνον αυτό– μπορεί να τεκνοθετήσει από κοινού ένα παιδί. Επίσης, αν ένα άτομο μόνο έχει ήδη ένα παιδί (π.χ. μια γυναίκα από ετερόφυλη σχέση, όπου ο βιολογικός γεννήτορας του παιδιού δεν το αναγνώρισε ποτέ), τότε μόνον ο/η σύζυγός του μπορεί να το υιοθετήσει και αυτός ή αυτή με τη σύμφωνη, προφανώς γνώμη του (ενός) νόμιμου γονέα. Αυτές οι δυνατότητες, μετά τον γάμο, θα ανοίγονται πια και σε ένα άτομο του ίδιου φύλου με τον νόμιμο γονέα.
Αρα, πολλά ομόφυλα ζευγάρια που ήδη σήμερα που μιλάμε μεγαλώνουν από κοινού το παιδί του ενός ή της μιας εξ αυτών, θα μπορούν να συνάψουν γάμο και μετά ο/η σύζυγος να υιοθετήσει το παιδί του/της συζύγου του. Επίσης, θα μπορούν μετά τον γάμο τα ομόφυλα ζευγάρια να κάνουν αίτηση και να υιοθετούν ένα παιδί, εξ αρχής από κοινού, όπως και ένα ετερόφυλο ζευγάρι και η καταλληλότητά τους ως γονείς θα κρίνεται με βάση τους ίδιους παράγοντες που κρίνεται και σήμερα ένα ετερόφυλο ζευγάρι.
Με τον τρόπο αυτό, η Πολιτεία θα σταματήσει να στερεί νομικά από ένα παιδί που ζει μέσα σε μια οικογένεια με δύο μητέρες ή δύο πατέρες τον ένα του γονέα. Η οικογένεια συνιστά, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ένα εμπειρικό γεγονός, και αυτή τη βιωμένη εμπειρία των παιδιών πρέπει να προστατεύει ο νόμος στο πλαίσιο του θεμελιώδους δικαιώματος στην προστασία της οικογενειακής ζωής και του βέλτιστου συμφέροντός του να απολαύει της φροντίδας από τους δύο πραγματικούς του γονείς, χωρίς ο ένας να αποκλείεται νομικά από αυτή, χωρίς να στερείται κληρονομικά δικαιώματα ή δικαίωμα επικοινωνίας με τον μη (μέχρι σήμερα) νομικά αναγνωρισμένο γονέα του, σε περίπτωση χωρισμού κ.ο.κ.
Τι σημαίνει η δήλωση του Πρωθυπουργού ότι δεν αλλάζει το καθεστώς της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΙΥΑ);
Ο Πρωθυπουργός τόνισε ότι δεν αλλάζουν οι ρυθμίσεις περί ΙΥΑ. Δηλαδή, δεν καταργείται η ιατρική αναγκαιότητα (άρθρο 1455 Α.Κ.) ως προϋπόθεση καταφυγής σε μεθόδους ΙΥΑ, η οποία, πάντως, ερμηνεύεται ήδη εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες με τρόπο ευέλικτο από τις κλινικές.
Συνεπώς, δεν αλλάζει ούτε το άρθρο 1458 Α.Κ. που προβλέπει ότι «η δικαστική άδεια παρέχεται ύστερα από αίτηση της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτή είναι ιατρικώς αδύνατο να κυοφορήσει…». Με άλλα λόγια, συνεχίζει τη δυνατότητα αυτή της απόκτησης παιδιού μέσω μιας παρένθετης κυοφόρου να την έχει μόνον μια γυναίκα, είτε σε σχέση με άνδρα είτε και όχι, αλλά σε καμιά περίπτωση ένας άνδρας μόνος (χωρίς γυναίκα), ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού.
Αυτή η ισχύουσα εδώ και δύο δεκαετίες διάκριση λόγω φύλου στηρίζεται στη σκέψη ότι ένας άνδρας και μια γυναίκα δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ως προς την κυοφορία, καθώς ο πρώτος δεν μπορεί να κυοφορήσει ακόμη και αν είναι απολύτως υγιής, ενώ η ίδια αδυναμία στη γυναίκα οφείλεται σε παθολογικά (ιατρικά) αίτια, και γι’ αυτό μπορεί να αναπληρωθεί από μια άλλη γυναίκα ως παρένθετη κυοφόρο. Αυτή η διάκριση είναι δύσκολο –στην παρούσα φάση– να καταπέσει σε κάποιο ευρωπαϊκό δικαστήριο, ιδίως επειδή είναι ελάχιστες οι ευρωπαϊκές χώρες που επιτρέπουν την παρενθετότητα για μόνους ή έγγαμους μεταξύ τους άνδρες.
Ωστόσο, επιτρέψτε μου εδώ μια επισήμανση: Η όποια άρνηση αυτής της πρακτικής για έναν άνδρα ή ζευγάρι ανδρών με το σκεπτικό ότι έτσι οι παρένθετες κυοφόροι καθίστανται «αναπαραγωγικές μηχανές» θα πρέπει να αρχίζει με την πρόταση κατάργησης αυτής της πρακτικής, από την οποία έχουν ήδη γεννηθεί στην Ελλάδα, από το 2002 που επιτρέπεται, και ενηλικιωθεί πολλά παιδιά, και αυτό δεν είναι καθόλου πειστικό από κάποιον όπως, για παράδειγμα, ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς. Και αυτό επειδή επί δικής του πρωθυπουργίας όχι μόνον δεν καταργήθηκε, αλλά διευρύνθηκε αυτή η δυνατότητα: Επιτράπηκε το 2014 η παρενθετότητα ακόμη και αν είτε η νομική μητέρα είτε η κυοφόρος έχει την προσωρινή της διαμονή στην Ελλάδα, ενώ μέχρι τότε χρειαζόταν να είναι και οι δύο κάτοικοι στη χώρα μας.
Οποιοδήποτε βήμα και οποιαδήποτε πρόταση εφεξής, πρέπει να εκκινεί από την αρχή της ίσης ελευθερίας. Και να μην υποκύπτει στην ευκολία της υποκρισίας.