Μπορεί να μην του φαίνεται αλλά το 2024 είναι έτος εκλογών. Ευρωεκλογών για την ακρίβεια.

Και ίσως είναι νωρίς αλλά κανείς δεν έχει καταλάβει ακόμη, ούτε έχει μάθει, για τι πράγμα θα ψηφίσουμε σε πέντε μήνες από σήμερα.

Εχουμε απλώς κάποια συμφραζόμενα. Αν το ΠΑΣΟΚ ή το ΚΚΕ θα περάσουν τους «Στεφανουά». Αν η ΝΔ θα παρουσιάσει κάποια φθορά. Αν η Ακροδεξιά θα επιβιώσει ή θα αβγατίσει.

Σιγά τον πολυέλαιο. Την επομένη των ευρωεκλογών θα κυβερνάει και πάλι ο Μητσοτάκης με την ίδια πλειοψηφία.

Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Στη Γαλλία η Λεπέν προηγείται του Μακρόν σχεδόν δέκα μονάδες. Στη Γερμανία ο κυβερνητικός συνασπισμός τραβάει ζόρια. Στην Ισπανία ο Σάντσεθ ψάχνει πλειοψηφία.

Προφανώς κάθε χώρα θα λύσει στις ευρωεκλογές και κάποιες εσωτερικές διαφορές.

Αλλά την επομένη των ευρωεκλογών θα συνεχίσουν να κυβερνούν ο Μακρόν, ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας και ο Σάντσεθ.

Για έναν απλό λόγο. Οι ευρωεκλογές δεν θέτουν πουθενά ζήτημα εξουσίας. Ούτε καν ζήτημα εξουσίας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, ανακοίνωσε ότι θα κατέβει στις εκλογές κι αν εκλεγεί, κάποιος άλλος θα τον αντικαταστήσει στην προεδρία. Ούτως ή άλλως η θητεία του λήγει τον Νοέμβριο 2024.

Εκτός βεβαίως αν ζήσουμε τον Ιούνιο κάποιον εκλογικό σεισμό που δεν μπορεί να προβλεφθεί. Οπως για παράδειγμα να ανέβει στη δεύτερη θέση στο Ευρωκοινοβούλιο η Ακροδεξιά υποσκελίζοντας τους Σοσιαλιστές και Δημοκράτες.

Μικρή σημασία όμως έχει κι αυτό.

Αφενός επειδή εκείνο που ονομάζουν κάποιοι «Ακροδεξιά» είναι πολύ λιγότερο ακροδεξιά από όσο θέλουμε να νομίζουμε. Κανονικοί συντηρητικοί άνθρωποι είναι οι περισσότεροι.

Αφετέρου επειδή το Ευρωκοινοβούλιο έχει τόση σχέση με τους ευρύτερους πολιτικούς συσχετισμούς όση και η Λιλιπούπολη.

Και σε αυτό δεν του φταίει κανείς άλλος από τον εαυτό του.

Από το 1979, όταν για πρώτη φορά εξελέγη με άμεση ψηφοφορία, και παρά μια συνεχή διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του, το Ευρωκοινοβούλιο παραμένει ουσιαστικά εκτός πολιτικού προσκηνίου.

Δεν παίζει κάποιον ρόλο «στα μεγάλα και σημαντικά» ενώ κατατρίβεται σε αναρίθμητους ακτιβισμούς ελάσσονος σημασίας. Οι περισσότεροι ευρωβουλευτές άλλωστε δεν διεκδικούν τόσο επιρροή στα πράγματα όσο την προσοχή κάποιου κοινού.

Είναι αξιοσημείωτο ότι τα 45 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από το 1979 ούτε μία σημαντική ευρωπαϊκή υπόθεση δεν κρίθηκε στο Ευρωκοινοβούλιο. Το πολύ πολύ να απέρριψε μερικούς υποψήφιους επιτρόπους.

Κι όμως. Μιλάμε για δημοκρατίες με ισχυρή κοινοβουλευτική παράδοση που έχουν επιδείξει στη διάρκεια της Ιστορίας υψηλό φρόνημα κοινοβουλευτισμού. Κανείς δεν μπορεί να τις κατηγορήσει για αυταρχισμό, απολυταρχία ή αντικοινοβουλευτικές παρεκκλίσεις. Ξέρουν να σέβονται.

Συνεπώς μόνο του το Ευρωκοινοβούλιο διαμόρφωσε τη μοίρα του.

Ή, για να θυμηθώ την παρατήρηση ενός παλαιότερου ευρωβουλευτή, «πόση σημασία μπορεί άραγε να έχει ένας θεσμός που έχει αντιπρόεδρο τον Παπαδημούλη;».

Για πλάκα το έλεγε. Αλλά δεν γελούσε.

Αλλωστε η λογική του «κάθε καρυδιάς καρύδι» μπορεί να ταιριάζει στο Ευρωκοινοβούλιο αλλά, μεταξύ μας, χαρακτηρίζει επίσης όλο και περισσότερα εθνικά κοινοβούλια. Το φαινόμενο είναι δυστυχώς γενικότερο.

Να θυμίσω (μια και ο λόγος περί Παπαδημούλη) ότι η ποιότητα των εκλεγμένων στις περισσότερες κοινοβουλευτικές ομάδες είναι εξαιρετικά χαμηλή.

Υπάρχουν ευρωβουλευτές που επιχειρούν να αντιπολιτεύονται τις εθνικές κυβερνήσεις και κατά προτίμηση την κυβέρνηση της χώρας τους, παρόλο που ουδείς αναγνωρίζει τέτοια αρμοδιότητα στα μέλη του Ευρωκοινοβουλίου.

Ενδεικτικές περιπτώσεις οι ημέτεροι Κύρτσος, Κούλογλου και Αρβανίτης αλλά και άλλοι διαθέσιμοι ακτιβιστές από άλλες χώρες.

Ως γνωστόν το Ευρωκοινοβούλιο δεν χωρίζεται σε «συμπολίτευση και αντιπολίτευση» που δεν υπάρχουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πόσο μάλλον δεν προβλέπει αντιπολίτευση με εθνικούς όρους στην κυβέρνηση της κάθε χώρας.

Ετσι διαβάζουμε συχνά στον αντιπολιτευόμενο Τύπο ανοησίες του τύπου «στην Κομισιόν φέρνει το Τάδε θέμα ο Δείνα» για ζητήματα εσωτερικής  επικαιρότητας, τα οποία κατά κανόνα καταλήγουν σε διπλωματικές δηλώσεις μη ενδιαφέροντος των αρμοδίων ή στον κάλαθο απορριμμάτων της Κομισιόν.

Ακόμη περιμένουμε να επαναφέρει η Κομισιόν τη Βασιλική Θάνου στην προεδρία της Επιτροπής Ανταγωνισμού έπειτα από παρέμβαση Παπαδημούλη (2019). Ή να εξιχνιαστεί το μυστήριο των υποκλοπών, του Predator και του ναυαγίου της Πύλου, όπως υπόσχονταν σε κάτι υποεπιτροπές.

Ολα αυτά τα φαινόμενα δεν πρόκειται φυσικά να εκλείψουν μετά τον Ιούνιο.

Το Ευρωκοινοβούλιο θα παραμείνει εγκλωβισμένο σε αυτό που δεν είναι και ανήμπορο, κάτι ανάμεσα σε ομήγυρη διαβουλεύσεων και φοιτητική συνέλευση αντιμαχόμενων συμφοιτητών.

Φυσικά δεν είμαι αφελής.

Δεν θα περίμενα να δεσμευτεί σε κοινές συμπεριφορές, παρεμβάσεις ή συνεννοήσεις η ελληνική αντιπροσωπεία στο σύνολό της. Αλλά θα μπορούσαν τουλάχιστον να διαμορφωθούν κάποιες διαδικασίες διαβούλευσης ή συντονισμού περισσότερο και ίσως κάποιες φιγούρες ή αρλούμπες λιγότερο.

Ούτως ή άλλως, δεν τους παίρνουν και πολλοί χαμπάρι όταν χορεύουν.

Αξίζει όμως να θυμίσω το εξής. Το 1980, όταν η Ελλάδα μπήκε στις (τότε) Ευρωπαϊκές Κοινότητες και όρισε τους πρώτους ευρωβουλευτές έως να εκλεγούν το 1981, η ΝΔ προσχώρησε στο Λαϊκό Κόμμα.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που ήταν σοβαρός άνθρωπος ανησυχούσε σε ποια ομάδα θα προσχωρήσει το ΠΑΣΟΚ.

Ανησυχούσε δηλαδή μήπως μπλέξουν με τίποτα αριστεράντζες, πράγμα που δεν θα ήταν καλό για τη χώρα στην Ευρώπη.

Αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου που ήταν επίσης σοβαρός άνθρωπος προσχώρησε στους Σοσιαλιστές και Δημοκράτες, παρόλο που έως τότε περνούσε τη Σοσιαλδημοκρατία γενεές δεκατέσσερις.

Ετσι, τα δύο μεγάλα ελληνικά κόμματα βρέθηκαν στις δύο μεγαλύτερες πολιτικές οικογένειες, τους Λαϊκούς και τους Σοσιαλιστές.

Κάτι μου λέει ότι δεν συνέβη τυχαία.