Συνάντησα τον Κωνσταντίνο Συνολάκη το μεσημέρι των Θεοφανίων στην Ταβέρνα των Φίλων στον Κολωνό. Λόγω της ημέρας, όσο εμείς συζητούσαμε, γύρω από τον 68χρονο ακαδημαϊκό είχε στηθεί ένα μικρό πανηγύρι από Φώτηδες της γειτονιάς που επέλεξαν να γιορτάσουν στο νέο αυτό εστιατόριο με τη διακριτική εσάνς παλιάς αθηναϊκής ταβέρνας. Λευκά τραπεζομάντιλα, παλιά βαρέλια, κουρτινάκια, γιασεμιά και πιάτα βασισμένα σε ελληνικές πρώτες ύλες. Πρώτοι στο τραπέζι μας έφτασαν οι ζοχοί. «Πολύ ωραία είναι τα χόρτα, δοκιμάσατε;», με ρωτά ο καθηγητής Φυσικών Καταστροφών, ενώ από τα ηχεία ακούγεται το μουσικό θέμα από τον «Νονό» του Κόπολα.
«Εχουν κρατήσει το στυλ της παλιάς αθηναϊκής ταβέρνας εδώ», σχολιάζει, και ο Γιώργος – ένας εκ των νέων ιδιοκτητών της – που μας ακούει το επιβεβαιώνει. Η κουβέντα μας ξεκινά από τη γειτονιά όπου ο ίδιος μεγάλωσε τη δεκαετία του ’60, την Κυψέλη. Για την πλατεία της οποίας ο Χρήστος Βακαλόπουλος έγραφε στο μυθιστόρημά του «Η γραμμή του ορίζοντος» ότι κάποτε ήταν το κέντρο του κόσμου, με τις ηρωίδες του βιβλίου του, μάλιστα, να πιστεύουν ότι πρώτα έγινε η πλατεία της Κυψέλης και αργότερα σχηματίστηκε γύρω της ο υπόλοιπος κόσμος. «Γεννήθηκα στην Αγίου Μελετίου στην Κυψέλη», λέει ο Κωνσταντίνος Συνολάκης.
«Κι εκεί έμεινα μέχρι την Ε΄ Δημοτικού. Θυμάμαι που πηγαίναμε βόλτες το βράδυ και πραγματικά ήταν το κέντρο του κόσμου. Θυμάμαι το σουλατσάρισμα, ανθρώπους στους δρόμους, τα καφενεία γεμάτα, ένα παρκάκι με άμμο που παίζαμε. Το απίθανο που μου έχει μείνει από εκείνη την εποχή ήταν ότι κυκλοφορούσε ένας ηθοποιός, ο Σταυρίδης, κι εμείς τα παιδιά επειδή τον βλέπαμε στις ταινίες δεν το πιστεύαμε ότι ήταν ανάμεσά μας. Ηταν σαν να έβλεπες έναν σταρ του Χόλιγουντ. Για εμάς τότε αυτό ήταν. Και μου άρεσε πολύ και η Πλατεία Αγίου Γεωργίου, με τους φανοστάτες με τα αγγελάκια. Είναι τόσες οι παιδικές αναμνήσεις από την Κυψέλη που, όταν πηγαίνω εκεί, δεν βλέπω ασχήμιες, βλέπω τα παιδικά μου χρόνια», λέει χαμογελώντας.
Οπως μαθαίνω στη συνέχεια, μόνο όταν απομακρύνθηκε από τη γοητεία που του ασκούσε η Κυψέλη ανακάλυψε με τι θα ασχοληθεί μελλοντικά. «Η οικογένειά μου μετακόμισε στους Αμπελοκήπους, απέναντι από το Υγειονομικό Κέντρο, όπου η μητέρα μου ήταν γιατρός. Δεν είχαμε κάποιον να με προσέχει και με έπαιρνε μαζί της. Βλέποντας το μικροβιολογικό εργαστήριο της μητέρας μου, ξεκίνησε το ενδιαφέρον μου, ειδικά όταν είδα με τι προσοχή μετρούσαν στις ζυγαριές ακριβείας, τις οποίες εγώ χρησιμοποιούσα για να ζυγίζω μικροπαιχνιδάκια. Μετρούσα, θυμάμαι, ποια στρατιωτάκια μου είναι πιο βαριά από τα άλλα. Ετσι ξεκίνησε η ενασχόλησή μου και όταν μεγάλωσα και ήταν η εποχή να αποφασίσω τι θα κάνω, δεν υπήρχε θέμα, θα γινόμουν φυσικός επιστήμονας».
Ενώ απολαμβάνουμε την πικράδα των ζοχών και το προζυμένιο ψωμί, αφήνουμε πίσω μας την Ελλάδα του ’70 και μεταφερόμαστε στην Αμερική του ’75. Και συγκεκριμένα, στη φοιτητική κοινότητα που γνώρισε ο ίδιος στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνιας (Caltech) την εποχή που οι ΗΠΑ είχαν μόλις βγει από τον Πόλεμο του Βιετνάμ με σοβαρά τραύματα. Εκεί, όπως μου αφηγήθηκε, ήρθε σε επαφή με τα αντιπολεμικά κινήματα, έμαθε να αγαπά την τζαζ, ενώ αργότερα πρωτοστάτησε στις αγωνιώδεις προσπάθειες των φοιτητών για τον πυρηνικό αφοπλισμό, γνωρίζοντας από κοντά νομπελίστες φυσικούς που είχαν λάβει μέρος στο Πρόγραμμα Μανχάταν, καθώς επίσης και τον ούγγρο – αμερικανό θεωρητικό φυσικό Edward Teller που ως χαρακτήρας αναφέρεται και στο «Oppenheimer» του Νόλαν.
«Εφτασα στην Αμερική το 1975 κι έμεινα μέχρι το 1985. Οταν πήγα, μόλις είχε τελειώσει ο Πόλεμος του Βιετνάμ. Στο πανεπιστήμιο ήταν πολύ έντονο το αντιπολεμικό αίσθημα.
Ολοι καταλάβαιναν ότι η Αμερική είχε χάσει τον πόλεμο. Ολοι είχαν δει τον τρόπο με τον οποίο έφυγαν τα τελευταία αμερικανικά ελικόπτερα από την πρεσβεία στη Σαϊγκόν. Ηταν μια Αμερική τελείως διαφορετική από ό,τι είναι τώρα. Θυμάμαι και ως μεταπτυχιακός φοιτητής το έντονο αντιπολεμικό αίσθημα λόγω Ψυχρού Πολέμου μεταξύ Σοβιετικής Ενωσης και ΗΠΑ. Τότε το μεγάλο θέμα στα πανεπιστήμια ήταν να μη γίνει πυρηνικός πόλεμος. Ετυχε να είμαι πρόεδρος των μεταπτυχιακών φοιτητών στο Caltech και, θυμάμαι, διοργάνωσα πολλές ομιλίες όπου καλούσαμε ανθρώπους από το Manhattan Project. Εκείνη την εποχή συνάντησα, μεταξύ άλλων, και τον Teller. Τελικά κάτι πετύχαμε αφού στη συνέχεια ήρθε η πρώτη συμφωνία Ρίγκαν – Γκορμπατσόφ για τον περιορισμό των πυρηνικών εξοπλισμών», αναφέρει εμφανώς ανακουφισμένος, ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά.
Η μυρωδιά που έφτανε στις μύτες μας από το κυρίως πιάτο που επιλέξαμε και οι δύο – μυλοκόπι φιλέτο στα κάρβουνα και στο πλάι πρασόρυζο – και είχε μόλις προσγειωθεί σχεδόν αθόρυβα μπροστά μας, σκόρπισε στο τραπέζι μας ενθουσιασμό, ο οποίος έγινε ακόμα μεγαλύτερος μετά την πρώτη μπουκιά. «Είναι πολύ καλομαγειρεμένο, ε; Κι έχουν πετύχει πολύ το ψήσιμο», είπε ο καθηγητής. Μέσα από διάφορες καραμπόλες συνειρμών και αλλαγές θεμάτων, στη συζήτηση ήρθε ένα τηλεφώνημα που είχε δεχθεί ο ίδιος το 2011 από τον Γιώργο Παπανδρέου, πρωθυπουργό τότε, χάρη σε έναν κοινό γνωστό τους, τον Δημήτρη Στεφάνου. «Είχε γίνει ένα τεχνολογικό ατύχημα στην Κύπρο. Ηξερα πολύ καλά τον Δημήτρη, οι μητέρες μας ήταν μικροβιολόγοι στο υπουργείο Υγείας. Μου τηλεφώνησε τότε ο Γιώργος Παπανδρέου, μου είπε “θέλω να σε δω” και με ρώτησε πόσο προετοιμασμένοι είμαστε στην Ελλάδα για κάτι τέτοιο. Λέω “καθόλου” και μου απάντησε “αυτό θα πρέπει να το διορθώσουμε”».
Συζητώντας, με αφορμή αυτό, για τον πρόσφατο ισχυρό σεισμό των 7,6 ρίχτερ στην Ιαπωνία, μου εξήγησε ότι ο λόγος που δεν σημειώθηκε κάποιο πυρηνικό ατύχημα όπως το 2011 στη Φουκουσίμα (για το οποίο είχε δημοσιεύσει άρθρο που έγινε πρωτοσέλιδο στην «Washington Post») ήταν ότι έκτοτε, λόγω της πλημμύρας από το τσουνάμι στο πυρηνικό εργοστάσιο, τις εφεδρικές γεννήτριες δεν τις έχουν πια στο υπόγειο αλλά σε πλατφόρμες εκτός, ούτως ώστε ακόμα και σε περίπτωση που πλημμυρίσει όλο το εργοστάσιο να μπορούν να λειτουργούν και να μην αυξάνεται η θερμοκρασία στον αντιδραστήρα, όπως έγινε στη Φουκουσίμα. «Η Φουκουσίμα ήταν ένα πάρα πολύ κακό ατύχημα, όπου ό,τι μπορούσε να γίνει λάθος έγινε. Τώρα δεν είμαστε στην ίδια περίπτωση», με διαβεβαιώνει.
Η Πολιτική Προστασία
Μεταφερόμαστε για λίγο και πάλι στην Αμερική για να μου απαντήσει αν είναι όντως αλήθεια ότι στην Πολιτεία της Καλιφόρνιας η Πολιτική Προστασία επιχειρεί με βάση τους χάρτες αντιπλημμυρικής προστασίας που ο ίδιος σχεδίασε. «Ναι, αυτοί είναι και σήμερα οι αντιπλημμυρικοί χάρτες της Καλιφόρνιας. Ολο αυτό ξεκίνησε μετά το τσουνάμι της Ινδονησίας το 2004. Η διαδικασία για την οποία χρειάστηκε να περπατήσω όλη την ακτογραμμή της πολιτείας – περίπου 1.500 χιλιόμετρα – διήρκεσε πέντε χρόνια. Και πρέπει να σας πω ότι μια μεγάλη διαφορά της επαγγελματικής μου εμπειρίας στην Αμερική σε σχέση με την Ελλάδα είναι ότι εκεί δεν χρειάζεται να ξέρεις κάποιον πολιτικό ούτε χρειάστηκε για τη δουλειά μου να ζητήσω βοήθεια από κάποιον γερουσιαστή ή από τον κυβερνήτη. Επίσης, στην Καλιφόρνια ο υπεύθυνος Πολιτικής Προστασίας παραμένει, όποιος και αν είναι ο κυβερνήτης.
Στην Ελλάδα τα άτομα αντικαθίστανται συνεχώς, το οποίο δεν βοηθά. Η Πολιτική Προστασία θέλει εμπειρία», σημειώνει. Καθώς αδειάζουμε τα πιάτα με το μυλοκόπι, αρχίζει να γεννιέται μέσα μας η λαχτάρα για ένα εσπρεσάκι. Κι ενώ οι εορτάζοντες δίπλα μας πραγματικά το γλεντάνε με φωνές και πειράγματα, μου αποκαλύπτει ότι όταν μπήκε στο εστιατόριο τσέκαρε ενστικτωδώς αν είναι ασφαλές από πλευράς αντισεισμικότητας. «Οταν μπήκα μέσα, είδα ότι ο χώρος όπου βρισκόμαστε τώρα έχει πάρα πολύ μεγάλες κολόνες. Αυτό μου αρέσει. Οι κολόνες είναι καλές, έχουν σωστή απόσταση, έχει γίνει καλή δουλειά. Αν ήμουν σε άλλο μέρος όπου οι κολόνες θα ήταν τόσο δα μικρές, θα σας έλεγα να μην κάτσουμε», λέει γελώντας.
«Ναι, τα κοιτάζω όλα. Τον βλέπω τον κίνδυνο», προσθέτει. «Ας πούμε, σε έναν μεγάλο σεισμό δεν θα ήθελα να ήμουν στην κορυφή ενός ουρανοξύστη. Ξέρετε πού θα ήθελα να ήμουν; Σε ένα ωραίο διώροφο. Οπως επίσης δεν θα ήθελα να ήμουν σε μια πρόχειρα σχεδιασμένη παλιά πολυκατοικία», λέει και μου υπενθυμίζει την πρόσφατη δήλωσή του για την τρωτότητα των κτιρίων στην Ελλάδα που αυξάνεται εξαιτίας των πιλοτών της δεκαετίας του ’70, ενώ, όπως λέει, εντοπίζει την πηγή του κακού στη νοοτροπία που υπάρχει στη χώρα στην ακριβώς επόμενη δεκαετία. «Χάσαμε πολύ χρόνο το ’80 με την ομάδα ΒΑΝ, τότε που οι άνθρωποι πίστευαν πως κάποιος μπορεί να προβλέψει έναν σεισμό, που δυστυχώς δεν γίνεται. Και δημιουργήθηκε έκτοτε η εντύπωση στους Ελληνες ότι αν μιλήσεις για έναν σεισμό κινδυνολογείς. Στην Ελλάδα, κάπου, τα επόμενα χρόνια, θα γίνει ένας μεγάλος σεισμός. Δεν ξέρουμε πού, αλλά αυτό είναι αναπόφευκτο. Αρα, χρειάζεται να είμαστε προετοιμασμένοι», λέει και αποκαλύπτει ότι τον Απρίλιο θα γίνει μια μεγάλη άσκηση Πολιτικής Προστασίας στην Κρήτη για μεγάλο σεισμό και τσουνάμι. «Πρέπει να είμαστε στο ίδιο επίπεδο ετοιμότητας με την Ιαπωνία», αναφέρει.
Γνωρίζοντας για τις πρόσφατες εργασίες του επί των συνεπειών από τη διάβρωση των ελληνικών ακτών εξαιτίας της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, του ζητώ να μου δώσει μια εικόνα από την Ελλάδα του 2044. «Από τις πιο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις που μου έχουν κάνει ποτέ», απαντά, αποδεχόμενος με χαρά την πρόκληση της όχι και τόσο υποθετικής ερώτησης. «Μακάρι να είμαστε εδώ, να τρώμε και να διαβάζουμε τι είχαμε πει τότε», λέει και αρχίζει να περιγράφει πώς μια άνοδος στη στάθμη της θάλασσας της τάξης των 30 εκατοστών θα οδηγήσει στο να φαγωθούν 30 μέτρα παραλίας, εξαφανίζοντας τις αμμώδεις ακτές για τις οποίες ο ίδιος έχει πει στο παρελθόν ότι κάποτε θα βλέπουμε μόνο σε καρτ ποστάλ.
«Αυτό που φοβάμαι είναι ότι θα δούμε το 2044 να μπαίνουν στις παραλίες μας μεγάλες πέτρες για να προστατευθούν οι δρόμοι και ό,τι σπίτια υπάρχουν πίσω. Και πλέον θα κάνουμε μπάνιο με εξέδρες». «Δηλαδή», σχολιάζω, «θα βουτάμε όλοι σαν τον Κωνσταντάρα». «Πολύ φοβάμαι πως ναι», απαντά διασκεδάζοντας με το άρωμα ελληνικού κινηματογράφου που μόλις απέκτησε το δυστοπικό του σενάριο.
Η κλιματική αλλαγή
Επιστρέφοντας στο εδώ και τώρα, την επομένη της συνάντησής μας θα έφευγε για Λος Αντζελες για να μελετήσει τι πήγε λάθος με την πυρκαγιά στο Μάουι. Και μερικές εβδομάδες αργότερα, ως πρόεδρος της Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή, θα αρχίσει να συναντά περιφερειάρχες προκειμένου να διαπιστώσει αν ετοιμάζουν, ως οφείλουν, τα σχέδια προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
«Θα πρέπει να τα έχουν έτοιμα ως το τέλος του 2024. Δεν ξέρω αν έχουν ξεκινήσει, πάντως εμείς θα ξεκινήσουμε συνεδριάσεις τον Φεβρουάριο», ανακοινώνει αποφασιστικά. Εχοντας απέναντί μου έναν ειδικό επί των καταστροφών, μπαίνω στον πειρασμό να τον προσκαλέσω για λίγο στο τερέν της δημιουργίας, ώστε να ολοκληρώσουμε το γεύμα μας με κάποια ισορροπία. Και, όπως υποψιαζόμουν, το πείραμα πέτυχε. «Διαβάζω πολλή ποίηση», λέει αμέσως. «Θα έλεγα, δεν υπάρχει μεγαλύτερος από τον Καβάφη. Μετά θα έλεγα τον Ρίτσο, τον Σεφέρη και έναν νέο ποιητή, τον Σωτήρη Κακίση. Με ριλαξάρει η ποίηση, χάνομαι», παραδέχεται με ένα πλατύ χαμόγελο. «Αγαπημένο στίχο έχετε;», τον ρωτάω. «Ναι, αλλά είναι στα αγγλικά», απαντά. «Είναι του Τζον Κιτς και λέει: “Beauty is truth, truth beauty, that’s all you know on Εarth and all you need to know”. Δηλαδή, “η ομορφιά είναι αλήθεια, η αλήθεια ομορφιά, αυτό είναι το μόνο που ξέρουμε στη Γη και το μόνο που χρειάζεται να ξέρουμε”. Χα! Ωραίο τέλος, να μιλήσουμε ύστερα από τόση καταστροφή και για λίγη ομορφιά».