Το έργο του τούρκου συγγραφέα Αχμέτ Ουμίτ (Γκαζίαντεπ, 1960) έχει γίνει γνωστό στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ήδη από το 1999, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά το έργο του Ομίχλη και νύχτα από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, σε μετάφραση της Στέλλας Βρετού. Ωστόσο έκτοτε κάθε καινούργια κυκλοφορία μυθιστορήματός του αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς τα θέματά του ανανεώνονται διαρκώς.
Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1989 με την έκδοση μιας ποιητικής συλλογής, συνέχισε όμως, αφού ασχολήθηκε και με το δοκίμιο, τη δημιουργική του πορεία γράφοντας μακροσκελή μυθιστορήματα. Μάλιστα, ορισμένα από αυτά διαδραματίζονται σε γειτονιές των Ρωμιών στην Κωνσταντινούπολη και έχουν ως θέμα τις μειονότητες, τα προβλήματα των οποίων αντιμετωπίζονται με ευαισθησία.
Ο Αχμέτ Ουμίτ μελετάει την Ιστορία και γνωρίζει να συνδέει τα ιστορικά αλλά και μυθολογικά δεδομένα, όπως κάνει, εν προκειμένω, στο μυθιστόρημά του Η χώρα των χαμένων θεών (κυκλοφόρησε στην Τουρκία το 2019), τα οποία συνδέει κατόπιν με τα γεγονότα της τρέχουσας εποχής. Διεισδύει χωρίς προκαταλήψεις και φοβίες σε αμφιλεγόμενες ιστορικές στιγμές και τις εκθέτει για να τις προσλάβει ο αναγνώστης δίχως να καθοδηγείται προς μία και μόνο κατεύθυνση. Δεν δίνει λύσεις και πολλά θέματα τα αφήνει ανοιχτά. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, χρησιμοποιεί την τεχνική του αστυνομικού είδους ως πρόσχημα για να αναδείξει θέματα πολιτικά και κοινωνικά, ψυχολογικά και θρησκευτικά, κάτι που αναγνωρίζει ο αναγνώστης και στη Χώρα των χαμένων θεών.
Ο Αχμέτ Ουμίτ επέτυχε να δημιουργήσει πειστικούς χαρακτήρες και ατμοσφαιρικές καταστάσεις, να χρησιμοποιήσει διάφορες τεχνικές στην αφήγησή του, όπως το να παρεμβάλλει αφηγηματικές γέφυρες που συνδέουν την ιστορία του μυθιστορήματος με ένα ιστορικό γεγονός ή μυθολογικές αφηγήσεις, ενταγμένες λειτουργικά στο θέμα του. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2010 ήρθε δεύτερος σε πωλήσεις συγγραφέας στην Τουρκία, με πρώτη την Ελίφ Σαφάκ, ενώ όλα του τα έργα μεταφράζονται σε ευρωπαϊκές και όχι μόνο γλώσσες. Και μπορεί να επιλέγει θέματα – ταμπού για την τουρκική κοινωνία, όπως η παιδεραστία ή η ομοφυλοφιλία, ή να εκθέτει ιστορικές στιγμές που έχουν προκαλέσει πόνο σε Ελληνες και Αρμένιους, ωστόσο δεν απλοποιεί τα πράγματα και δεν γενικεύει, δεν κάνει εύκολη πολιτική και δεν λαϊκίζει, δεν εξιδανικεύει και δεν εξωραΐζει καταστάσεις.
«Δεν γράφω για να διαψεύσω ή να επαληθεύσω τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα. Περιγράφω τις τραγωδίες, τις μεγάλες καταστροφές. Με ενδιαφέρει ο άνθρωπος και όχι η γλώσσα, η θρησκεία, το χρώμα του δέρματος. Χρησιμοποιώντας την αστυνομική πλοκή, εξηγώ τον πολιτισμό, προσπαθώ να ερμηνεύσω τον άνθρωπο… Τη στιγμή του εγκλήματος πέφτουν οι μάσκες και εμφανίζεται ο πραγματικός μας εαυτός. Εκδηλώνεται σε ακραίο βαθμό ο φόβος, η προδοσία, η ωμότητα, η επιθετικότητα», εξηγεί σε συνέντευξη που μου έδωσε και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Καθημερινή», 28/9/2014, με τον τίτλο «Με το έγκλημα πέφτουν οι μάσκες». Οι ιστορίες του, ωστόσο, όσο σκληρές και να είναι, διαθέτουν χιούμορ γιατί «αυτό είναι ένα απολύτως απαραίτητο συστατικό, το αντιστάθμισμα σε όσα εγκληματικά συμβαίνουν γύρω μας. Είναι, άλλωστε, σπουδαίο εργαλείο για τον συγγραφέα, γιατί μ’ αυτό εκφράζει το πώς βλέπει τον κόσμο και πώς τον ερμηνεύει».
Αν και κύριο πρόσωπο στα περισσότερα έργα του είναι ο αστυνόμος Νεβζάτ, γέννημα θρέμμα της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος όμως δεν περιγράφεται ως ο αντιπροσωπευτικός τούρκος αστυνομικός, στο μυθιστόρημα Η χώρα των χαμένων θεών πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η αστυνόμος Γιλντίζ Καράσου, τουρκικής καταγωγής, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βερολίνο, όπου διαδραματίζεται και η σχετικά πρόσφατη ιστορία. Μαζί με τον συνεργάτη της Τομπίας Μπέκερ αναλαμβάνει να διαλευκάνει μια σειρά από φόνους που έχουν να κάνουν με Τούρκους του Βερολίνου οι οποίοι συνδέονται με τον αρχαιολογικό χώρο της Περγάμου αλλά και με τα μνημεία του Μουσείου της Περγάμου στο Βερολίνο, όπου βρίσκεται ο μνημειώδης βωμός που ήταν αφιερωμένος στον Δία.
Η βάση του βωμού, που είναι διακοσμημένη με τη λεπτομερή απεικόνιση της Γιγαντομαχίας, περιγράφεται εκτενώς από τον συγγραφέα στις ενδιάμεσες γέφυρες της αφήγησής του. Ετσι εξηγούνται και οι μακροσκελείς αποδόσεις που αναφέρονται σε αρχαιοελληνικούς μύθους και αρχαιολογικά ευρήματα στην Πέργαμο, ένα πολύπλοκο φόντο που συμβολικά μπορεί να ρίξει φως στα τεκταινόμενα και να ερμηνεύσει, κατά μία έννοια, τα ανθρώπινα όπως αυτά εξελίσσονται στην ιστορία που διαδραματίζεται σήμερα στο Βερολίνο και φτάνει μέχρι την Τουρκία.
Τα θέματα που σχολιάζονται εμμέσως είναι αυτά της ένταξης των μεταναστών στην καινούργια πατρίδα, της σχέσης τους με τις προκαταλήψεις, τις θρησκευτικές παραδόσεις, τις κοινωνικές μεταβολές της οικογένειας, εν προκειμένω της τουρκικής, της συσχέτισής τους με τα ήθη και τα έθιμα μιας άλλης εποχής, ενώ εξετάζεται και η ομοφυλοφιλία, όπως και οι οικογενειακές σχέσεις στις τουρκικές κοινωνίες και κοινότητες. Επιπροσθέτως, αποδίδονται οι κοινωνικές αντιθέσεις στο Βερολίνο αλλά και η επιθετική στάση μερίδας Γερμανών απέναντι στους μετανάστες.
Οι μόνες επιφυλάξεις αφορούν τους διαλόγους οι οποίοι είναι μακροσκελείς και χάνουν την ευελιξία τους, όπως και τις ενδιάμεσες περιγραφές που αναφέρονται στη Γιγαντομαχία και είναι γεμάτες λεπτομέρειες, ενώ η σκηνή κατά την οποία οι δύο αστυνομικοί συναντούν έναν πιθανό ύποπτο σε καφέ δεν είναι πειστική. Δεν είναι δυνατόν να δίνουν ραντεβού οι αστυνομικοί με ύποπτο σε καφέ ή να επισκέπτονται στενό συγγενή του θύματος, ο οποίος είναι και αυτός ύποπτος, και να γίνεται «μάθημα» αρχαιολογίας.
Η μετάφραση, που αυτή τη φορά πραγματοποιήθηκε από τη Στέλλα Βρετού – τα περισσότερα έργα του Αχμέτ Ουμίτ έχουν μεταφραστεί από τον Θάνο Ζαράγκαλη –, η οποία έχει μεταφέρει στη γλώσσα μας επιτυχώς τα έργα του Ορχάν Παμούκ, αποδίδει με επάρκεια τον πολύπλοκο κόσμο του μυθιστορήματος.