Ηταν σαν σήμερα, 15 Ιανουαρίου, του 2015. Δέκα μέρες πριν από τις εκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ κάλπαζε προς την εξουσία. Τι κάλπαζε δηλαδή, σχεδόν την είχε φτάσει, ήδη την άγγιζε. Οι δημοσκοπήσεις δεν άφηναν περιθώρια λάθους. Ο λεγόμενος αντιμνημονιακός αγώνας έφερνε τα «δώρα» του σε αυτούς που τον είχαν μοντάρει έτσι ώστε να λειτουργήσει σαν μπουλντόζα που θα άνοιγε τον δρόμο έως το Μαξίμου. Η κοινωνία είχε ντοπαριστεί τα προηγούμενα χρόνια με τα συνθήματα περί «γερμανοτσολιάδων», «Τσολάκογλου», «Να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», όλα όσα, στην πραγματικότητα, έβαζαν γκαζάκια στα θεμέλια της ίδιας της δημοκρατίας. Μια μεγάλη μερίδα του κόσμου, ήδη τοξινωμένη από διχαστικά συνθήματα τύπου «Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», είχε πειστεί πως η Πρώτη Φορά Αριστερά ήταν η μόνη λύση για να δοθεί πίσω εκείνη η περίφημη «χαμένη αξιοπρέπεια». Τα φρεάτια της λογικής είχαν κλείσει, οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει από κοινωνικούς αυτοματισμούς. Και, φυσικά, δεν έφταιγε ο κόσμος αλλά οι συνθήκες έτσι όπως είχαν διαμορφωθεί.
Τους προηγούμενους μήνες είχαμε δει πολλά. Τους επόμενους θα βλέπαμε και θα νιώθαμε ακόμη περισσότερα. Εκείνη όμως η ημέρα ήταν, στην προσωπική μου μυθολογία, η «στιγμή μηδέν». Το καρφί απ’ όπου πιάστηκε το νήμα και άρχισε να ξηλώνεται το πουλόβερ και να αποκαλύπτει τα σημεία και τα τέρατα που θα ξεπρόβαλλαν μπροστά μας. Ημουν, θυμάμαι, στο γραφείο. Με τις τηλεοράσεις ανοιχτές, οι μέρες το επέβαλλαν. Και τη συγκεκριμένη, ο Αλέξης Τσίπρας μιλούσε στη Ρόδο. Η συσκευή ήταν ακριβώς πίσω μου, δεν έβλεπα, μόνο άκουγα. Και όταν «ακούς» τηλεόραση, χωρίς τη διαμεσολάβηση της εικόνας δηλαδή, τα λόγια μοιάζουν ακόμη πιο βαρύγδουπα. Πρέπει να ήταν προς το τέλος της ομιλίας λοιπόν όταν άκουσα εκείνο το «Ιδού η Ρόδος, σε λίγο έρχεται και το πήδημα».
Σταμάτησα να γράφω, έκλεισα το κομπιούτερ, τα έχασα. Και να σημειώσω ότι στην πατρίδα μου τη Σύρο, λιμάνι γαρ, οι βωμολοχίες και τα υπονοούμενα είναι μέσα στην καθημερινή γλώσσα. Από την άλλη, στο Γυμνάσιο – Λύκειο, μην πω από το Δημοτικό ακόμη, συχνά-πυκνά με εγκαλούσαν λόγω «αγοραίου λεξιλογίου» (θυμάμαι αυτή την εγγραφή σε έλεγχό μου). Αλλά να ακούω αυτή την εκφορά λόγου από έναν αρχηγό κόμματος που ήταν ήδη στο κατώφλι της εξουσίας, με σοκάρισε. Δεν υπήρχε καν το άλλοθι του χιούμορ, ένα χοντροκομμένο παλλαϊκό «καλαμπούρι» είναι η συγκεκριμένη αναφορά. Και, αν θέλουμε να μιλήσουμε για woke κουλτούρα, άκρως σεξιστικό.
Τίποτα από τότε δεν μου φάνηκε τόσο ενδεικτικό για το κόμμα που σκαρφάλωσε έναν λόφο και κατρακύλησε από ένα βουνό όσο εκείνη η φράση τού τότε αρχηγού της. Ούτε η αρένα της πρώτης επετείου της εξουσίας με τους «οπαδούς» να γιουχάρουν δημοσιογράφους ούτε οι ιδρωμένες αγκαλιές με την Ακροδεξιά του Καμμένου ούτε οι τραμπουκισμοί και τα «τρία μέτρα κάτω από τη γη» του Πολάκη. Ετσι όπως κλείνουν οι κύκλοι, νομίζω πως ό,τι «άνοιξε» τότε στη Ρόδο, «έκλεισε» λίγα χρόνια αργότερα στο Μάτι, σε εκείνη την περίφημη σύσκεψη που «οι κότες παρίσταναν τις πάπιες» ενώ ήξεραν ότι υπάρχουν ήδη νεκροί. Βεβαίως οι δύο αναφορές έχουν εντελώς διαφορετική βαρύτητα, στη δεύτερη μιλάμε για εκατόμβη νεκρών. Ωστόσο, τον άνθρωπο που εκστομίζει το πρώτο είναι σίγουρο ότι η αλαζονεία της εξουσίας θα τον οδηγήσει στο δεύτερο. Από εκεί και ύστερα, ακόμη και μέχρι τις μέρες του σημερινού προέδρου Στέφανου, ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοκαταστρέφεται στη δίνη αυτού του αγοραίου κύκλου.
Η πραγματική ιστορία
Η πραγματική σημασία εκείνης της φράσης βέβαια ταιριάζει περισσότερο στον πρόεδρο Στέφανο αφού προέρχεται από τον μύθο του Αισώπου «Ανήρ Κομπαστής», δηλαδή ο άνδρας που καυχιέται. Και αναφέρεται σε κάποιον αθηναίο αθλητή που κόμπαζε ότι είχε κάνει ένα πολύ μεγάλο άλμα στη Ρόδο, ένα μέρος πολύ μακρινό για τα δεδομένα της εποχής όπου δύσκολα θα μπορούσε να μεταβεί κάποιος από την Αθήνα για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του άλτη. Ενας άλλος αθλητής λοιπόν έφτιαξε ένα σκάμμα, έγραψε στην άκρη τη λέξη «Ρόδος» και προέτρεψε τον «κομπαστή» να επαναλάβει το άλμα λέγοντάς του «Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα».