Γιορτή, μοναχικότητα, αίσθηση του ανικανοποίητου, η ψευδαίσθηση της ολοκλήρωσης, κύκλοι που κλείνουν, αποσιωπητικά σε φράσεις. Αυτές οι εναλλαγές των συναισθημάτων που κυριαρχούν στην ίδια τη ζωή είναι το συναισθηματικό υπόβαθρο των έργων που θα παρουσιάσουν τρεις μουσικοί με πολλές διακρίσεις και διεθνή αναγνώριση στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, η πιανίστα Νεφέλη Μούσουρα, ο κλαρινετίστας Σπύρος Μουρίκης και ο βιολίστας Ηλίας Λιβιεράτος.
Οι τρεις δεξιοτέχνες ανατρέχουν στο ρεπερτόριο της μουσικής δωματίου του 19ου και του 20ού αιώνα για να ερμηνεύσουν σπάνιες σελίδες της: πρωτότυπα έργα και μεταγραφές για έναν ιδιαίτερο συνδυασμό οργάνων, τη βιόλα, το κλαρινέτο και το πιάνο. Στο κέντρο του προγράμματος βρίσκονται οκτώ κομμάτια για κλαρινέτο, βιόλα και πιάνο του γερμανού ρομαντικού συνθέτη Μαξ Μπρουχ, η «Αβυσσος των πουλιών» («Abîme des oiseaux»), για σόλο κλαρινέτο, του Ολιβιέ Μεσιάν, καθώς και δύο έργα για κλαρινέτο και πιάνο, η «Πρώτη ραψωδία» του Κλοντ Ντεμπισί και οι «Τρεις ρομάντσες» του Ρόμπερτ Σούμαν.
Οσοι παρακολουθήσουν τη συναυλία θα έχουν την ευκαιρία να ακούσουν τη μεταγραφή για βιόλα και πιάνο από τον Βαντίμ Μποριζόφσκι της Σουίτας από το μπαλέτο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σεργκέι Προκόφιεφ, με τον Ηλία Σδούκο στη βιόλα – φιλική συμμετοχή – και τη Νεφέλη Μούσουρα στο πιάνο. Για την αναγνωρισμένη σολίστ του πιάνου «κάθε έργο τέχνης συμπυκνώνει όλα τα συναισθήματα για να μας εξοικειώσει με αυτό το μαγικό και σχιζοφρενικό φαινόμενο που βιώνουμε και λέγεται ζωή».
Μουσική και συναισθήματα
Οπως τονίζει ο Σπύρος Μουρίκης «η μουσική έχει αυτή την τεράστια δύναμη να ενεργοποιεί παντός είδους συναισθήματα και ανάλογα με την πρόθεσή της να υπάρχει και ένα αντίστοιχο ερέθισμα στην ψυχή μας. Επιλέξαμε τα έργα με αυτό τον σκοπό: να δημιουργούν από μόνα τους μια παλέτα ηχοχρωμάτων η οποία θα αντανακλά στον συναισθηματικό μας κόσμο. Ερωτας, θλίψη, νοσταλγία, χαρά, εκφράζονται αβίαστα μέσα από αυτά τα σπουδαία έργα των Προκόφιεφ, Μεσιάν, Μπρουχ, Ντεμπισί».
Αυτή η σπάνια μουσική σύμπραξη είναι για τον Ηλία Λιβιεράτο μια συναυλία η οποία «ουσιαστικά περιλαμβάνει δύο μικρά ρεσιτάλ, ένα βιόλας και ένα κλαρινέτου, και στο τέλος μια σύμπραξη στα κομμάτια του Μπρουχ για βιόλα, κλαρινέτο και πιάνο. Ξεχωρίζω το έργο ο “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” του Προκόφιεφ, το οποίο θεωρώ ότι είναι ένα από τα πιο συγκινητικά και δυνατά έργα που έχουν γραφτεί στην κλασική μουσική. Η στιγμή του θανάτου της Ιουλιέτας είναι αδύνατο να μην αγγίξει κάποιον».
«Η επιτομή της επικοινωνίας»
Η πράξη της μουσικής δωματίου είναι για τη Νεφέλη Μούσουρα «η επιτομή της επικοινωνίας για τους μουσικούς. Για αυτό τον λόγο έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ανθρώπινης σχέσης. Οσο πιο ανοιχτός είσαι, όσο πιο πολύ σεβασμό έχεις για την άποψη του άλλου τόσο πιο όμορφο και αρμονικό θα είναι το αποτέλεσμα. Το σχετίζεσθαι, όπως και η μουσική, δεν υπόκειται σε άκαμπτους κανόνες, αλλά σε έναν οργανικό τρόπο να συνυπάρχεις και να αναπνέεις μαζί με τον άλλον. Με γνώμονα τον σεβασμό, μακριά από διάθεση επιβολής και δημιουργίας σχέσεων εξουσίας, γεννιέται μια νέα ζωή, ένας νέος κοινός παλμός: αυτός που δημιουργείται από τον χτύπο τον δικό σου και των άλλων, ένα τρίτο σώμα που είναι αποτέλεσμα της χημείας των συγκεκριμένων ατόμων».
Για τον Ηλία Λιβιεράτο «μια καλή συμφωνική ορχήστρα θα όφειλε να μιμείται τη μουσική δωματίου, ιδανικά μιλώντας. Στη μουσική δωματίου υπάρχει σαφώς περισσότερη πρωτοβουλία και ελευθερία καθώς και ευθραυστότητα και προσοχή στις φίνες λεπτομέρειες».
Ζήτημα χημείας
Η μουσική δωματίου είναι ό,τι δυσκολότερο υπάρχει στη μουσική ερμηνεία, εξηγεί ο Σπύρος Μουρίκης, γι’ αυτό τον λόγο η χημεία που υπάρχει μεταξύ των μουσικών παίζει τον σπουδαιότερο ρόλο. Ιδανική συνθήκη όπως λέει είναι «όταν οι μουσικοί βρίσκονται κάτω απ’ την ίδια μουσική ιδέα. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται όλοι οι συμμετέχοντες να δείξουν στοιχεία συνεργατικότητας και κατανόησης των ρόλων τους την εκάστοτε στιγμή. Αυτό σημαίνει ότι από μια μεριά κάποιος οδηγεί και εμπνέει τους άλλους και από την άλλη συμμετέχει στο σύνολο όσο πιο σκιερά γίνεται, βγάζοντας ένα μεγάλο μέρος από το “εγώ” του. Οι συμφωνικές συναυλίες δεν παύουν να είναι κι αυτές δωματίου, αφού οι μουσικοί πάντα επικοινωνούν μεταξύ τους με τα αφτιά και τα μάτια τους. Υπάρχει ωστόσο μια διακριτή διαφορά η οποία από μόνη της βάζει τα πράγματα σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Η παρουσία μαέστρου λοιπόν συνιστά και την εν λόγω διαφορά. Διότι εδώ οι ιδέες και οι κατευθύνσεις προέρχονται από αυτόν και μόνο. Η ορχήστρα δεν έχει παρά να πειθαρχήσει στις όποιες εντολές και όσο πιο καλά το κάνει τόσο καλύτερο θα είναι και το αποτέλεσμα».