Στη σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία μια από τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις είναι αυτή που αφορά το ερώτημα ενός σύγχρονου ρεπουμπλικανισμού, δηλαδή το ερώτημα για το πώς μπορούμε σήμερα να στοχαστούμε μια εύτακτη δημοκρατική πολιτεία. Σε αντιδιαστολή με τον ακτικρατισμό που σφραγίζει, από διαφορετικές αφετηρίες και με διαφορετικές στοχεύσεις, τόσο τις ριζοσπαστικής μαρξιστικής και αναρχικής έμπνευσης τοποθετήσεις, όσο και αρκετές παραλλαγές φιλελευθερισμού, και σε σύγκρουση με τον τρόπο που οι παραλλαγές του κοινοτισμού προκρίνουν μια «οργανική κοινότητα», όσοι υποστηρίζουν το ρεπουμπλικανικό αίτημα υπογραμμίζουν ότι ο τρόπος που συγκροτείται το θεσμικό πλαίσιο της πολιτείας είναι το κλειδί για την αναμέτρηση με την αποδιάρθρωση του κοινωνικού δεσμού που επιτείνει η αγορά και για την εγγύηση των βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Σε αυτά τα ερωτήματα επιστρέφει ο Νικόλας Σεβαστάκης, καθηγητής σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής φιλοσοφίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, στο τελευταίο βιβλίο του «Πολιτική χειραφέτηση και κοινωνική κριτική» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις. Και το κάνει επιλέγοντας να μην ξεκινήσει από τον τρόπο που συνήθως τίθενται αυτά τα ερωτήματα, δηλαδή την αγγλοσαξονική συζήτηση με αφετηρία το έργο του Φίλιπ Πέτιτ, αλλά ξαναγυρνώντας στη συζήτηση του 19ου αιώνα για τα ζητήματα της πολιτικής και της χειραφέτησης.
Μια ενεργή αντίφαση
Στον νεαρό Μαρξ και τον τρόπο που στοχάστηκε τη σχέση ανάμεσα σε κράτος και κοινωνία των ιδιωτών, ο Σεβαστάκης εντοπίζει μια αντίφαση που παραμένει ενεργή στις σύγχρονες κοινωνίες και τη μόνιμη κρίση που αντιμετωπίζουν: το γεγονός ότι το πολιτικό κράτος και οι θεσμοί του «τελούν πάντα σε δοκιμασία και κρίση στις κοινωνίες που βασίζονται, σε μεγάλο βαθμό, στην προτεραιότητα των ιδιωτικών προτιμήσεων και στη λήθη ή τη συρρίκνωση των δημόσιων πολιτικών υποχρεώσεων» (σ. 31).
Στον Τοκβίλ και την αγωνία του για τις νέες μορφές δεσποτισμού που γεννούν τα νεωτερικά πολιτικά πάθη διαβλέπει μια αγωνία ότι θα μπορούσε η μεγέθυνση του κράτους να συνδυάζεται με μια πραγματική αφυδάτωση των πολιτικών θεσμών. Στις απαισιόδοξες προφητείες του Νίτσε διακρίνει μια συνομιλία με σύγχρονες τάσεις «την αδιαφορία, την ψευδή ένταση, την εξισωτική φρενίτιδα που κυριεύει τη χρήση της γλώσσας ενώ συγχρόνως αυξάνουν οι σκληρές ανισότητες στην οικονομική ζωή» (σ. 73).
Στον ρομαντικό σοσιαλισμό του Πιερ Λερού, ο Σεβαστάκης εντοπίζει έναν στοχασμό της αλληλεγγύης που δεν λειτουργεί μόνο ως ηθική αρχή, αλλά ως μία αξιακή και οργανωτική αρχή μιας νέας κοινωνίας και ενός νέου πολιτισμού. Στον Ζιλ Μπαρνί, άλλη μια φιγούρα του γαλλικού ρεπουμπλικανισμού του 19ου αιώνα, εντοπίζει την επίγνωση ότι ο μεγάλος κίνδυνος είναι η πλήρης αποσυσχέτιση ανάμεσα σε ηθική και πολιτική και το αίτημα για έναν λαό εθνικό και δημοκρατικό, αποτέλεσμα μιας εκπαιδευτικής και ηθικής διαμόρφωσης που θα δώσει το αναγκαίο θεμέλιο στη Republique.
Σε αυτή τη βάση ο Σεβαστάκης έρχεται στη σύγχρονη συζήτηση για τον ρεπουμπλικανισμό. Ξεκινά με τον Πέτιτ και τον τρόπο που εξελίχτηκε το δικό του νεορεπουμπλικανικό πρόγραμμα, γύρω από το αίτημα ενός αξιοπρεπούς συστήματος εκπαίδευσης και ενημέρωσης, τις πολιτικές ενδυνάμωσης που απαντούν στην ευαλωτότητα και τις πολιτικές που προστατεύουν από τους παραβάτες με ιδιαίτερη έμφαση στην αυθαιρεσία των πολυεθνικών και τα συνωμοτικά τρομοκρατικά δίκαια. Στη συνέχεια συζητά πιο ριζοσπαστικές προσεγγίσεις που επεκτείνουν τον ρεπουμπλικανισμό σε πεδία όπως οι χώροι εργασίας και στρέφονται προς τις κοινωνικές συνθήκες που ενδυναμώνουν ή συρρικνώνουν αιτήματα συλλογικής αυτονομίας και μια σύλληψη κοινωνικής ελευθερίας κοντά σε αντιλήψεις δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Φορτισμένη αντιπαράθεση
Στη ιδιαίτερη γαλλική συζήτηση για έναν νέο ρεπουμπλικανισμό, ο Σεβαστάκης δεν στέκεται μόνο στη φορτισμένη αντιπαράθεση γύρω από τις απειλές προς τη ρεπουμπλικανική ταυτότητα που – υποτίθεται ότι – φέρνει η αποθέωση της κουλτούρας των δικαιωμάτων, η έμφαση σε έναν «φυλετικό κοινοτισμό» εις βάρος των οικουμενικών αξιών ή ο ισλαμισμός ως ιδεολογία, συζήτηση που συχνά παραπέμπει σε έναν πολιτιστικό συντηρητισμό και που επιτρέπει ακόμη και σε εκπροσώπους της Ακροδεξιάς να εμφανίζονται ως υπερασπιστές της ρεπουμπλικανικής ταυτότητας.
Κυρίως στέκεται σε όσους, όπως ο Ζαν-Φαμπιέν Σπιτς, ορίζουν ως κεντρικά περιεχόμενα της ρεπουμπλικανικής σκέψης «τα ζητήματα δικαιοσύνης, ανισότητας και ελέγχου των ιδιωτικών μορφών κυριαρχίας» (σ. 161), ή όσους, όπως ο Σερζ Οντιέ, υποστηρίζουν μια ακόμη πιο ριζοσπαστική διεύρυνση του ρεπουμπλικανικού αιτήματος αφενός μέσα από την έμφαση στο κοινό αγαθό, την ιδέα του ενεργού πολίτη και την αλληλεγγύη, αφετέρου μέσα από τη συμπερίληψη του συνόλου των εμβίων όντων στην πολιτική κοινότητα, σε μια οικο-ρεπουμπλικανική προοπτική.
Τρεις ρεπουμπλικανισμοί
Για τον Σεβαστάκη ουσιαστικά τρεις ιδέες διαμορφώνονται για τη ρεπουμπλικανική ιδέα. Η πρώτη επιμένει κυρίως στην υπεράσπιση ενός ισχυρού πλαισίου πεποιθήσεων απέναντι στις αμφισβητήσεις του κεκτημένου του Διαφωτισμού. Η δεύτερη κυρίως στρέφεται στην απάντηση στις μορφές αυθαίρετης κυριαρχίας και σε μια πολιτική οικονομία της αλληλεγγύης. Στην τρίτη επιλογή μιλάμε για έναν κοινωνικό μετασχηματισμό συναφή με αυτό των αριστερών ριζοσπαστικών προτάσεων. Ο ίδιος ο Σεβαστάκης προκρίνει τη δεύτερη επιλογή, τον «ρεπουμπλικανισμό ΙΙ», οριζόμενο ως τη «διεύρυνση της ρεπουμπλικανικής ιδέας προς μια κοινωνική και οικολογική θεώρηση για το κοινό καλό» (σ. 177).
Eνας νέος ρεπουμπλικανισμός
Για τον Σεβαστάκη μια ρεπουμπλικανική οπτική σήμερα μπορεί να «διασώσει σημαντικές πλευρές της φιλελεύθερης και σοσιαλιστικής επαγγελίας», εμβαθύνοντας την έννοια της πολιτικής κοινότητας και φέρνοντας κοντά την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την απόρριψη της κρατικής αυθαιρεσίας. Ουσιαστικά «ενσαρκώνει μια εμπειρία πολιτικής χειραφέτησης που είναι εξ ορισμού ανοιχτή στην κοινωνική ελευθερία και σε αλλαγές στη σχέση των ανθρώπων με τα άλλα έμβια όντα και το φυσικό περιβάλλον».