Σκέφτομαι πως εκείνοι που επινοούν σατιρικά κείμενα για το θέατρο, όταν έχουν δυσκοίλια έμπνευσης σπεύδουν να γράψουν για τον νέο «αριστερό» πρόεδρο, μιας και ο νεοφερμένος δίνει ανάλογες ευκαιρίες αφειδώς. Βέβαια το να σατιρίζεις τον Κασσελάκη είναι εύκολο, σαν να κλέβεις εκκλησία – αλλά, και πάλι, είναι εκείνος που τραβάει συνέχεια την ουρά του διαβόλου. Πολλοί θέλουνε να αγιάσουν και δεν τους αφήνει.
Τώρα, ας πούμε, αυτή η ιστορία με τις Σπέτσες – τι την ήθελε; Θυμάμαι πως στη δεκαετία του ’60 παρακολουθώντας ταινίες του ένδοξου ελληνικού σινεμά, ιδίως κωμωδίες, βλέπαμε σενάρια για υποτίθεται μεσοαστικές, ή μεγαλοαστικές αθηναϊκές οικογένειες που πηγαίνανε στις Σπέτσες για χαρωπές διακοπές, με τις υπηρέτριές τους, τις αμαξάρες τους, τα ωραία κορίτσια, τις ακρογιαλιές κ.λπ. Διότι τότε το νησί αυτό ήτανε in, θεωρούνταν πως εκεί οφείλει να κάνει τις διακοπές του κάθε πλούσιος Αθηναίος που σέβεται τον εαυτό του και έκτοτε οι Σπέτσες φέρουν αυτή τη μυθολογία, είναι φορτισμένες με αυτό το συμβολικό, μεγαλοαστικό φορτίο. Η Μύκονος δεν είχε ακόμα ξεβλαχέψει, τα γκαραζοτεκνά δεν σύχναζαν σε αυτήν, και οι πλούσιοι αλλά και τα ξέκωλα της εποχής αυτοδοξάζονταν στο νησί της Μπουμπουλίνας και στην Αίγινα, που κι εκείνη κουβαλάει κάποια ανάλογη δόξα – πρωτοπήγα εκεί πριν λίγα χρόνια αλλά μου φάνηκε αισθητικώς πολύ ΠΑΣΟΚ. Καμία σχέση.
Σε κάθε περίπτωση, τι τις ήθελε τις Σπέτσες ο αρχηγός για να κάνει εκεί ΚΟ του κόμματος και να συσφιχθούν οι λυκοφιλίες των βουλευτών; Δεν ήξερε τη μυθολογία της νήσου, την αστική παρασημαντική της – είναι περίπου σαν να μάζευε ο Μητσοτάκης τους βουλευτές του για ΚΟ στα Γιούρα, ή στη Μακρόνησο. Κάθε τόπος έχει και το δικό του ψευδο-φωτοστέφανο, τη δική του συμβολική και κομματική αναφορά και ο δραίος στρατηγός του Εγγονόπουλου σπανίως επισκέπτεται τη Λάρισα. Γενικώς άλλο δρα κι άλλο Λερναία Υδρα, άλλο θα πει Χαλκιδική, μωρό μου, κι άλλο θα πει Χαλκίδα. Εξάλλου, αν του αρχηγού του άρεσε ντε και καλά το σπετσοφάι, μπορούσε να το φάει και στο Πήλιο, εφόσον, παρά το όνομα, το σπετσοφάι δεν έχει καταγωγή από τις Σπέτσες.
Αλλά είναι και το παιχνίδι της γλώσσας που μας παραπλανά. Ο νέος ηγέτης επιπλέον μπερδεύει το κάρο με το άλογο (caro amico) στη σχετική παροιμία – ίσως και στην άλλη που λέει στ’ αφτιά μου μπήκαν άλογα, παχιά και δυσανάλογα. Δηλαδή αν άκουγε το άσμα «Τ’ άλογο, τ’ άλογο, Ομέρ Βρυώνη», τι θα σκεπτότανε άραγε; Αλλά όταν δεν έχεις ιστορική γνώση των τόπων και αίσθηση της γλώσσας πας από γκάφα σε γκάφα και πώς να σε ανεχτούν οι αριστερούκλες δίπλα σου – μέχρι πότε; Αφότου στο κόμμα έτερος ανθ’ ετέρου βασιλεύς εγένετο, που λέει κι ο Μιχαήλ Ψελλός, έχουμε αυτά τα παρατράγουδα. Μια το Πακιστάν, μια το κάρο, μια οι Σπέτσες όπου ο αρχηγός πλερώνει και τα ξενοδοχεία των βουλευτών και καλεί τους «πλεμπαίους» στη βίλα του για ΚΟ και για να τραγουδήσουν επαναστατικά άσματα στις όχθες της πισίνας – αν υπάρχει πισίνα. Αστράφτει ο Ολυμπος, βογκούν οι Σπέτσες.
Και θα πέσει και μπάρμπεκιου στη αυλή και μπίρα που θα πίνεται κλαρίνο, δηλαδή απευθείας από το μπουκάλι, όπως στο Αμέρικα; Πάουερ πόιντ και μπέκιν πάουερ μαζί για σώσουμε τον λαό απ’ τον καταραμένο ιμπεριαλισμό. Θα πεις μήπως η βίλα, η ντάτσα του Χρουτσόφ στην Αμπχαζία, ήτανε λιγότερο προκλητική; Οχι, αλλά οι άλλοι έχουνε εθιστεί στην άποψη πως η ντάτσα έχει πάντα δίκιο. Ντάτσα, μπάτσα και φτώχεια στον ανήφορο. Τι δουλειά έχουνε με τις Σπέτσες και τη μαύρη αντίδραση;
Κάποιοι που δυσανασχέτησαν δεν καταλαβαίνουνε ίσως πως ο νέος πρόεδρος θέλει να τους έχει όλους μέσα στις προστατευτικές φτερούγες του, όπως η αηδών τα νεογνά της. Και πλερώνει. Είναι μια νέα εκδοχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού – τι σου είναι αυτές οι λέξεις, μπορούνε ακόμα και τη δικτατορία του ενός να την περιγράψουν ως δημοκρατική εκδοχή. Επιθυμεί να συσφιχθούν οι σχέσεις τους – σε λίγο ίσως ακούσουμε πως ενδέχεται να δίνει και επιπλέον χαρτζιλίκι σε όποιον έχει ανάγκη, εφόσον, όπως λέει και το έργο, ήσαν όλοι τους παιδιά μου.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, όσοι «μετέρχονται της ιλαρής μούσης», όσοι γράφουνε επιθεώρηση, ή σατιρικά κείμενα για το θέατρο, τη βγάζουνε ζάχαρη. Μια χαρά.
Οι γελοιογράφοι δεν ζορίζονται ιδιαιτέρως για το μεροκάματο. Και οι Σπέτσες, μετά τις ταινίες του ’60, τρέφουνε για άλλη μια φορά την ελληνική κωμωδία, αν όχι με σπετσοφάι, σίγουρα όμως με nouvelle cuisine και αμερικλάνικα χάμπουργκερς.
Αρα, δεν έχουμε κανέναν λόγο να παραπονιόμαστε. Γέλασε επιτέλους λίγο το χειλάκι μας, μετά από τόσες ζοφερές περιπέτειες, μνημόνια και πανδημίες. Κι αυτό είναι μια ευεργεσία για το έθνος, μια ανάταση. Ασε που σκέφτομαι να κλείσω κι εγώ από τώρα ένα αγωνιστικό δίκλινο για το καλοκαίρι στις Σπέτσες, αν και είναι πολύ δύσκολο να βρεις εκεί δωμάτιο, είναι ήδη όλα καπαρωμένα, λόγω της καταραμένης φτώχειας που μαστίζει τη χώρα.