Είμαστε δύο ομάδες ανθρώπων: οι ψηφιακοί και οι αναλογικοί. Του εικοστού αιώνα οι γεννημένοι και του 2000+ οι millenials. Οι αναλογικοί κρατούν την αφή τους σε εγρήγορση για να ανακρίνει την ύλη και να τη γνωρίσει, αλλά και για να νιώσουν τη σάρκα τους και «την εμπειρία του εαυτού τους» όπως γράφει στη φιλοσοφία της επαφής ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν. Οι ψηφιακοί νέοι άνθρωποι βυθίζονται στο κέλυφος των ακουστικών τους για να απομονωθούν νοερά σε έναν άηχο κλωβό ώστε να ακούσουν το βουητό του εγκεφάλου τους που επεξεργάζεται δεδομένα και pixels από εικόνες τις οποίες σκρολάρουν αενάως στα δάχτυλά τους για να προηγηθούν όλων μας στην «ψηφιακή καπατσοσύνη».
Αυτό που εκλείπει από τους ψηφιακούς είναι αυτό που πλεονάζει στους αναλογικούς: θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε «τέχνη κοινωνικής συναναστροφής». Και μας την έμαθε το πρόσωπο στο πλήθος. Ενας περιπατητής, ο ζωγράφος της μοντέρνας ζωής, για τον οποίο έγραφε ο Μπωντλαίρ τον δέκατο ένατο αιώνα. Ο γάλλος ποιητής χρησιμοποίησε την ιδέα της flânerie (περιδιάβαση) για να περιγράψει τους επαναστατικούς γάλλους ιμπρεσιονιστές, οι οποίοι περιπλανιόντουσαν στους δρόμους των πόλεων και της υπαίθρου παρατηρώντας ανθρώπους και μέρη και στη συνέχεια ζωγράφιζαν σκηνές που χαρακτήριζαν τη φύση της σύγχρονης εμπειρίας. Αυτό ήταν ριζοσπαστικό για την εποχή του. Σήμερα οι ψηφιακοί κάνουν το ίδιο με τις κάμερες των έξυπνων τηλεφώνων που στρέφονται παντού και πουθενά. Δεν υπάρχει όμως ριζοσπαστικό στοιχείο αλλά συστροφή στον εαυτό.
Και αν η περιδιάβασή μας τελείωσε; Αν η σύγχρονη πόλη –έξυπνη και φιλική στους ψηφιακούς χρήστες της– δεν επιτρέπει το ελεύθερο περπάτημα αφού υποτάσσεται στη σκοπιμότητα των τροχοφόρων; Τότε η σκέψη δεν αναβλύζει όπως μετά από μία μέρα περιδιάβασης και αδυνατεί να περιπλέξει τους συλλογισμούς και να τους φτάσει σε διαπιστώσεις, εκτιμήσεις, κριτικές παρατηρήσεις, συμπερασματικές προτάσεις. Η flânerie, αυτός ο μεγάλος αναλογικός περίπατος εκεί έξω, μακριά από εφαρμογές γνωριμιών και διαδικτυακές διαμάχες επιτρέπει στις ιδέες να βγουν από τον λήθαργο. Ας περιδιαβούμε λοιπόν. Πάλι.