Ενας νεαρός άνδρας, μόλις 18 ετών, είναι πρόθυμος να παρατήσει τα πάντα για να γίνει μισθοφόρος, προστατεύοντας εμπορικά πλοία από πειρατές. Ενας άλλος, πιο μεγάλος, γύρω στα 30, στο απόγειο της καριέρας του εν πλω, βρίσκεται αντιμέτωπος με τη ρουτίνα. Τέλος, ένας τρίτος, που βαδίζει στα 60, θέλει να ξεμπαρκάρει, κλείνοντας πίσω του το κεφάλαιο της μισθοφορίας.
Οι τρεις αυτές ιστορίες βρίσκονται στον πυρήνα της «Βάρδιας», της πρώτης ταινίας μεγάλου μήκους του Γρηγόρη Ρέντη που αυτές τις ημέρες προβάλλεται σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο του προγράμματος CineDoc, έχοντας διαγράψει αξιόλογη πορεία σε μεγάλα φεστιβάλ του κόσμου, όπως τα Visions du Réel, True/False, Raindance και DocPoint Helsinki, κι έχοντας αποσπάσει το Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Μόσχας και τον Αργυρό Αλέξανδρο στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 2023.
Το ντοκιμαντέρ αυτό είναι εξαιρετικά επίκαιρο, αφού ακολουθεί τρεις ένοπλους φρουρούς, καθένας σε διαφορετικά στάδια της καριέρας του, που προστατεύουν πλοία τα οποία διαπερνούν στενά στα ανοιχτά της Σομαλίας, από πειρατικές επιθέσεις.
«Εγώ μπήκα σε αυτόν τον κόσμο μέσα από τον θείο μου, ο οποίος ήταν ένας από τους πρώτους μισθοφόρους που δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή, σε μια περίοδο μάλιστα που δεν επιτρέπονταν ακόμα τα όπλα. Πάντα επέστρεφε με διηγήσεις και ιστορίες από έναν αθέατο κόσμο, από έναν άγνωστο κόσμο, ο οποίος ήταν και εξωτικός αλλά και γεμάτος περιπέτεια, οπότε μου κίνησε την περιέργεια. Αρχισα να κάνω έρευνα και να ψάχνω το θέμα, νιώθοντας ότι κάπου εκεί πέρα βρίσκεται και μια ταινία», αναφέρει ο Γρηγόρης Ρέντης στα «ΝΕΑ».
Τρεις ήρωες, τρεις διαφορετικές ιστορίες
Η «Βάρδια» ξεδιπλώνεται σε τρία κεφάλαια, μέσα από τις διαφορετικές ιστορίες, ωστόσο οι τρεις ήρωες ενσαρκώνουν τον ίδιο χαρακτήρα: έναν φρουρό που περνάει τη ζωή του σε βάρδιες, προσδοκώντας τη στιγμή που θα έρθει σε επαφή με τον εχθρό. «Η ταινία επικεντρώνεται πάρα πολύ στις διαδικασίες, στην επιφυλακή. Εχει να κάνει λίγο με μια φράση που λένε πάρα πολύ και στον Στρατό, “να είσαι έτοιμος και να περιμένεις”. Οπότε αυτή η κατάσταση μόνιμης επιφυλακής των μισθοφόρων με προετοιμασία, ασκήσεις, διαδικασίες είναι κάπως πυρήνας της», τονίζει ο σκηνοθέτης.
«Είναι σαν να βλέπεις έναν άνθρωπο, έναν χαρακτήρα ο οποίος μεγαλώνει μέσα σε ένα περιβάλλον που μένει κάπως στάσιμο. Υπάρχει πάντα ένας κίνδυνος, υπάρχει όμως και μια καθημερινότητα στην οποία πρέπει να πας, στην οποία πρέπει να είσαι πάντα έτοιμος. Αυτή με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο σε φθείρει. Δεν με ενδιέφερε να κάνω μια ταινία, να προσεγγίσω το θέμα δημοσιογραφικά ή να κάνουμε την πειρατεία ως διεθνές πρόβλημα που είναι. Αλλά με αυτό το φόντο να μιλήσω κάπως για πιο ταπεινά πράγματα, που έχουν να κάνουν με το πώς μεγαλώνουμε, πώς κυνηγώντας μια μεγάλη αναμέτρηση η ζωή σε προλαβαίνει και σε προσπερνά και μπορεί τελικά να χάνεις πράγματα που είναι πιο σημαντικά», συνεχίζει ο ίδιος.
Αυτόπτης μάρτυρας στο επικίνδυνο ταξίδι
Η προετοιμασία της ταινίας διήρκεσε επτά χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ο Γρηγόρης Ρέντης χρειάστηκε να παρακολουθήσει ειδικά σεμινάρια, να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο και να ακολουθήσει από κοντά ένα πλοίο στο επικίνδυνο ταξίδι του στα νερά της Σομαλίας, βιώνοντας από κοντά την καθημερινότητα των μισθοφόρων. «Υπήρξαν πολλές ύποπτες προσεγγίσεις. Γιατί οι πειρατές καμουφλάρονται ως ψαράδες και δεν γνωρίζεις μέχρι τελευταία στιγμή αν είναι ψαράδες ή όχι. Αποκαλύπτονται όταν πλησιάζουν και αν βλέπουν φρουρούς, συνήθως αυτοί δρουν αποτρεπτικά. Οι φρουροί δείχνουν τα όπλα τους, ακολουθούν συγκεκριμένες διαδικασίες και οι πειρατές πολύ συχνά επιλέγουν να μην επιτεθούν», λέει ο σκηνοθέτης και εξηγεί πώς δουλεύουν οι μισθοφόροι.
«Συνήθως είναι σε ομάδες τριών, τεσσάρων ατόμων μόνο. Υπάρχει μια 24ωρη περιπολία, με βάρδιες αλλεπάλληλες. Βοηθάει και το πλήρωμα σε αυτό. Αλλά είναι σύντομες οι διαδρομές τους στο πλοίο. Το επικίνδυνο κομμάτι είναι 10 με 15 μέρες, δεν είναι σ’ όλο το ταξίδι πάνω στο πλοίο. Είναι μόνο για αυτό το κομμάτι τα συμβόλαιά τους. Στη συνέχεια θα κατέβουν, για παράδειγμα στο Σουέζ, και θα περιμένουν το επόμενο συμβόλαιο, δηλαδή ένα άλλο καράβι για να πάνε κάπου αλλού».
Για τα χρήματα και την περιπέτεια
Λόγω των γεγονότων στα στενά του Αντεν και την Ερυθρά Θάλασσα με τα χτυπήματα εμπορικών πλοίων από τους αντάρτες Χούθι, η μισθοφορία επανήλθε στην επικαιρότητα, αλλά είναι στην πραγματικότητα ένα επάγγελμα που ανθεί ήδη σχεδόν δύο δεκαετίες. «Η πειρατεία στη Σομαλία και η ανάγκη για ένοπλους φρουρούς μπορεί να συνδυαστούν με την ελληνική κρίση το 2008. Κάπου εκεί ξεκίνησαν τα πράγματα και πολλοί άνθρωποι που είχαν χάσει τις δουλειές τους ή είχαν δει αισθητή μείωση στον μισθό τους επέλεξαν να πάνε προς τα εκεί. Είναι άνθρωποι της ασφάλειας, κάποιοι είναι στρατιωτικοί, αλλά και πολλοί που έκαναν εντελώς διαφορετικές δουλειές και κάπως το επέλεξαν για τα χρήματα αλλά και για την αίσθηση της περιπέτειας», υπογραμμίζει ο Γρηγόρης Ρέντης.
«Στην αρχή οι μισθοφόροι πήγαιναν σύμβουλοι ασφάλειας του πλοίου μαζί με το πλήρωμα και τον καπετάνιο. Εκαναν διάφορες διαδικασίες. Εβαζαν συρματόπλεγμα γύρω γύρω, πίδακες νερού οι οποίοι θα στόχευαν προς τα έξω και με βάση τις τελευταίες πληροφορίες άλλαζαν λίγο τη διαδρομή. Αν καταληφθεί το πλοίο, όλο το πλήρωμα κατεβαίνει στο αμπάρι, στο λεγόμενο citadel, από όπου μπορεί να πλοηγηθεί το πλοίο, γίνονται οξυγονοκολλήσεις σε όλες τις εισόδους πλην μιας και έτσι λειτουργεί ως panic room. Οι μισθοφόροι κάνουν ασκήσεις για το πώς θα οδηγηθούν εκεί γρήγορα όλοι με ασφάλεια και δεν θα ξεχαστεί κάποιος», συμπληρώνει.
Πάνω από 200 πλοία τον χρόνο
Για περισσότερο από μία δεκαετία, πολλά από τα πλοία που διέσχιζαν τη ζώνη της Σομαλίας κινδύνευαν από τους πειρατές. Τώρα, ο κίνδυνος αυτός έχει μειωθεί αφού αναδεικνύονται άλλες εστίες πειρατείας. «Η πειρατεία στη Σομαλία σημείωσε ένα πικ, με πάνω από 200 πλοία τον χρόνο να δέχονται επιθέσεις. Με τα χρόνια αυτό έσβησε. Τώρα αυτό που συμβαίνει είναι αρκετά διαφορετικό. Ουσιαστικά είναι επιθέσεις οι οποίες έχουν μια τρομοκρατική φύση και ο στόχος τους είναι η αποσταθεροποίηση. Δεν είναι σαν την πειρατεία στη Σομαλία, όπου στόχος ήταν τα χρήματα, τα λύτρα. Τώρα είναι πολύ διαφορετικό το πρόβλημα και πιο ασύμμετρο. Οι άνθρωποι που είναι πάνω στο καράβι δεν μπορούν με τον ίδιο τρόπο να αποτρέψουν έναν πύραυλο που θα έρθει. Οι Σομαλοί είχαν μια οργάνωση, αλλά είχαν και πολύ πενιχρά μέσα. Επίσης όταν ένα καράβι είναι 10 μέτρα ψηλό, είναι πολύ δύσκολο να μπει μ’ ένα πλοιάριο ο πειρατής και να κάνει ζημιά, κι ας έχει κάποιο πιο δυνατό οπλισμό. Τώρα έχει αλλάξει εντελώς αυτό, είναι στρατιωτικές ουσιαστικά οι επιθέσεις», υπογραμμίζει ο δημιουργός του ντοκιμαντέρ.
«Τώρα είναι πιο έντονοι οι πειρατές στη Νιγηρία και υπάρχουν κι αυτά τα φαινόμενα, όπως βλέπουμε, στον κόλπο του Ομάν. Οταν κάναμε εμείς ταξίδι λόγω του πολέμου της Υεμένης, υπήρχαν και τότε επιθέσεις αλλά πιο αραιές βέβαια, από τη στεριά, με στόχο την αποσταθεροποίηση. Η πειρατεία ουσιαστικά υπάρχει από τότε που υπάρχει ναυτιλία. Μάλιστα σε εκείνα τα σημεία υπάρχουν αναφορές σε αρχαία κείμενα για πειρατές. Είναι ένα σημείο που εξυπηρετεί, είναι στενά, ρηχή θάλασσα. Τα γνωρίζουν καλά οι ντόπιοι προφανώς, οπότε όλο αυτό μπορεί να ευδοκιμήσει», καταλήγει ο Γρηγόρης Ρέντης, ο οποίος την περίοδο αυτή ετοιμάζει τη νέα του ταινία μυθοπλασίας «Sidney smile future perfect».