Είχα ως κριτικός εδώ και 50 χρόνια τη μεγάλη χαρά να ενημερώνω τους αναγνώστες μου για μια γενναία φουρνιά θεατρικών συγγραφέων, μια ακμή χωρίς προηγούμενο της πνευματικής μας ιστορίας. Από τον Μανόλη Κορρέ ως τον Καμπανέλλη και από τον Σκούρτη ως τον Διαλεγμένο και παράλληλα τον Μουρσελά και άλλους δέκα θεατρικούς συγγραφείς που πλούτισαν και τη θεατρική μας εμπειρία, αλλά κυρίως δημιούργησαν μια περίοδο ακμής πρωτοφανή, όχι μόνο στην ελληνική πνευματική ζωή, αλλά και στην ευρωπαϊκή και την αμερικανική, ας μην αναφέρω την Ασία και την Αφρική.
Τι συνέβη ξαφνικά με δεκάδες θέατρα που αναζητούν ρεπερτόριο, και κυρίως ελληνικό, και δεν βρίσκουν; Γιατί, γνωρίζοντας από κοντά τα πράγματα, ξέρω πόσο οι ελληνικοί θίασοι, και βασικά στην επαρχία, αναζητούν ελληνικά έργα. Το μέγα πρόβλημα πάντως είναι πως ούτε τα παλαιότερα έργα ελλήνων μαστόρων παίζονται. Πόσο καιρό έχουμε να δούμε Ξενόπουλο, Παλαμά, Σικελιανό, Τερζάκη; Οταν στην Ευρώπη είναι τιμή ενός θιάσου, και υπάρχουν και κρατικές επιχορηγήσεις, να παρουσιάσει στο νεότερο κοινό τη θεατρική συγγραφική ιστορία. Εμείς βέβαια δεν έχουμε Γκαίτε ή Μολιέρο ή Ιψεν, αλλά έχουμε συγγραφείς αυθεντικούς θεατρικής γραφής, κυρίως στην έξοχη κρητική παραγωγή, τη μικρασιατική και του Ελληνισμού των Βαλκανίων.
Και ξέρουμε όλοι, όταν συνομιλούμε, πόσο μια λογοτεχνία απεικονίζει την πνευματική ακμή ενός λαού, αλλά κυρίως τον τρόπο που η θεατρική «ηθική» κατέγραψε τα μεγάλα υπαρξιακά, οικονομικά, ηθικά, επαγγελματικά προβλήματα της εποχής της. Ενας Χουρμούζης είναι μια έξοχη καταγραφή των προβλημάτων, των αδιεξόδων και των λύσεων της κοινωνίας της εποχής και των προβλημάτων της που, κακά τα ψέματα, πολλά απ΄ αυτά τα προβλήματα συνεχώς μας ταλανίζουν ως κοινωνία και ως έθνος. Ενας λαός που αγκάλιασε την επιθεώρηση, που στην Ελλάδα ξεπέρασε τη μόδα και δημιούργησε έναν καλλιτεχνικό θεσμό που έγινε ηθικοκριτικός παράγοντας της κοινωνικής και πνευματικής μας ζωής, πέρα από τον έξοχο και πολύτιμο για την παιδεία μας ρόλο που έπαιξε η αρχαία τραγωδία και κωμωδία στη χώρα μας, με έξοχους μεταφραστές, ηθοποιούς και μουσικούς.
Τόσοι ευρωπαϊκοί λαοί είχαν την τύχη να δούνε αρχαίους δραματικούς ποιητές μεταφρασμένους από τους σημαντικότερους συγγραφείς τους. Από τον Καλομοίρη ως τον Ξενάκη, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, για να μείνω σε μερικούς από τους δημοφιλέστερους που μελοποίησαν Αισχύλο και Αριστοφάνη και «Ερωτόκριτο» και τους έκαναν λαϊκά σουξέ, μόδα, περιουσία του διπλανού κατοίκου. Πού στην Ευρώπη λαϊκοί τραγουδιστές στην πίστα συνόδεψαν το γλέντι με μουσική πάνω σε στίχους του Ευριπίδη και του Χορτάτση, του Καζαντζάκη και του Πρεβελάκη; Εμεναν έκπληκτοι ξένοι συνέλληνες βλέποντας νέους και νέες να χορεύουν στην πίστα ζεϊμπέκικο και μαθαίνοντας πως οι στίχοι των τραγουδιών είναι μελοποιημένοι από τον Χατζιδάκι για τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη.
Τι συνέβη και τα τελευταία χρόνια ελληνικοί θίασοι αποφεύγουν να πειραματιστούν πάνω σε νέες φόρμες με τα έργα των αρχαίων ποιητών, των Βυζαντινών, των Κρητικών, των Μικρασιατών, ακόμη και μεταναστών στην Αμερική και στη Νότια Αφρική; Δίδαξα πριν από χρόνια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκανα εκτάκτως σεμινάρια στα αντίστοιχα τμήματα της Θεσσαλονίκης, της Κρήτης, των Ιωαννίνων και της Πάτρας για αρχαίους συγγραφείς μεταφρασμένους από σημαντικούς έλληνες ποιητές, από τον Παλαμά ως τον Ταχτσή. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν υπάρχουν αμφιθέατρα χιλιάδων θεατών, όπως η Επίδαυρος, η Ρόδος, η Δωδώνη, όπου η αρχαία δραματουργία είναι λαϊκό θέαμα και όχι εκδήλωση ενδιαφέροντος για περιορισμένο κοινό. Πού αλλού στον κόσμο ένας λαϊκός θεατρίνος, όπως ο Βέγγος ή ο Βουτσάς ή ο Μουστάκας, ερμήνευσε Αριστοφάνη στην Επίδαυρο;
Και ξαφνικά έπεσε μεγάλη σιωπή γύρω από το ελληνικό δραματολόγιο. Εδώ έγιναν λαϊκή μόδα ο Πλαύτος και ο Τερέντιος, άγνωστοι ακόμα και στους λαούς της γλώσσας τους. Πού αλλού στον κόσμο θα γέμιζε ένα Ηρώδειο από έναν συγγραφέα, όπως εδώ με τον Καμπανέλλη; Θυμάμαι τον αείμνηστο φίλο Ιάκωβο Καμπανέλλη να κλαίει με λυγμούς, όταν αξιώθηκε να δει έργο του στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού μία εβδομάδα ύστερα από μια παράσταση Σοφοκλή.
Και ξαφνικά η απόλυτη σιωπή, τουλάχιστον σε έργα της νεότερης δραματουργίας μας. Εχω στα χέρια μου μια εξαίρετη έκδοση της Κάπα Εκδοτικής με μερικά έργα του Γιάννη Οικονομίδη, που ζει μόνιμα στις Βρυξέλλες, με πρόλογο της καθηγήτριας του ΤΘΣ του ΕΚΠΑ Αικατερίνης Διακουμοπούλου και του θαυμάσιου συγγραφέα και προέδρου της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων Παναγιώτη Μέντη. Ο Γιάννης Οικονομίδης τιμά μια έξοχη νεοελληνική παράδοση της δραματουργίας μας. Και όπως θα έπρεπε να ελπίζει κανείς, να τα δει στη σκηνή σε μια εποχή δραματουργικής στέγνας, κυκλοφορούν σε βιβλίο.
Στο εκτεταμένο έργο «Τα αερόφυτα & Πέντε θεατρικά ταχυδράματα» ο Οικονομίδης καταγράφει τα σύγχρονα θεατρικά αδιέξοδα με τόση γνώση της θεατρικής γραφής. Γρήγοροι διάλογοι, καθημερινός ρυθμός, τρέχοντα λεξιλόγια για τα μείζονα αδιέξοδα του σημερινού μας βίου. Και με θέατρα που σιωπούν ακόμη, όπως παλιά με φάρσες του Ψαθά, του Σακελλάριου και άλλων μαστόρων του νεοελληνικού θεατρικού λόγου, τα θέατρά μας, και είναι πολλά σε αναζήτηση ρεπερτορίου, παραβλέπουν την ελληνική δραματουργία. Και ο Οικονομίδης είναι μια γενναία παρουσία που διψά για το σανίδι της σκηνής. Στην Ευρώπη δεν στεγνώνει το μελάνι ενός θεατρικού συγγραφέα και έχει ήδη αρχίσει η πρόβα του από ομάδες νέων ηθοποιών. Εδώ αναπαύονται στα έργα του Πίντερ που συχνά δεν είναι καλύτερα από του Καμπανέλλη.