Μπορεί να μην το συζητάμε ιδιαίτερα στη δημόσια σφαίρα, όμως η χώρα μας αρχίζει και αντιμετωπίζει μια στεγαστική κρίση. Οι παράγοντες που για δεκαετίες την είχαν αποτρέψει, κυρίως το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης που τροφοδοτήθηκε από τον συνδυασμό ανάμεσα στον κατακερματισμό της γαιοκτησίας, στην αντιπαροχή και τα αλλεπάλληλα κύματα αυθαίρετης δόμησης, δεν μπορούν πλέον να έχουν την ίδια λειτουργία.
Η εκ νέου στροφή στην τουριστική ανάπτυξη δεν αυξάνει μόνο τη ζήτηση για τουριστικά καταλύματα, με ιδιαίτερη έμφαση στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, αλλά και διαμορφώνει συνθήκες σχεδόν βίαιης αλλαγής χαρακτήρα σε περιοχές που παραδοσιακά θεωρούνταν «κατοικίας», ενώ τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα σε όσες περιοχές συνδυάζουν την ιδιότητα του τουριστικού προορισμού, της ύπαρξης πανεπιστημιακών σχολών και της ζήτησης για μόνιμη κατοικία. Ουσιαστικά, σημαντικό μέρος των αλλαγών που συμβαίνουν στο αναπτυξιακό υπόδειγμα με τη νέα στροφή στην τουριστική ανάπτυξη και τη στροφή στο real estate αποτελεί ταυτόχρονα και τον πυρήνα των μηχανισμών που πυροδοτούν τη στεγαστική κρίση.
Την ίδια ώρα αυτό που για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αποτελεί σημαντική οικονομική επιβάρυνση ή ακόμα και λόγο ακύρωσης επιλογών λόγω αδυναμίας εύρεσης κατοικίας σε λογικό ενοίκιο, για ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας αποτελεί την πηγή ενός επιπλέον εισοδήματος, διαμορφώνοντας όρους μιας αντίφασης, δυνάμει εκρηκτικής, ανάμεσα σε ανταγωνιστικές προσδοκίες.
Σε αυτό το φόντο η απλή προώθηση μορφών επιδότησης της απόκτησης κατοικίας μπορεί να φαντάζει ως η λύση που απαντάει ταυτόχρονα στην ανάγκη κατοικίας και την τόνωση της αγοράς ακινήτων, όμως δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί συνολική λύση για το ζήτημα της στέγης.
Γιατί αυτό που αναδεικνύεται σταδιακά ως το βασικό επίδικο είναι ακριβώς το πώς μπορούμε να στοχαστούμε ξανά την κατοικία ως δικαίωμα που απαιτεί παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα: από εκτεταμένες δημόσιες επενδύσεις για την αύξηση των διαθέσιμων κατοικιών για όσους τις έχουν ανάγκη έως την ανάγκη «διοικητικών» παρεμβάσεων στο ύψος των ενοικίων.