Υπάρχει ένα μεγάλο ερώτημα αυτή την περίοδο στην ελληνική κοινωνία. Μια μεγάλη αντίφαση. Γκρίνια από τη μια για το υψηλό κόστος ζωής, αλλά από την άλλη κατανάλωση και τρόπος ζωής δυσανάλογος της… γκρίνιας, αλλά και των επίσημων στοιχείων. Σε περιβάλλον ακρίβειας και κατά κεφαλήν εισοδημάτων που μας κατατάσσουν στην προτελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είναι λογικό να υπάρχει μια απορία: από πού βρίσκονται όλα αυτά τα λεφτά που κυκλοφορούν στην αγορά; Από πού προκύπτουν; Και βέβαια αν η ψαλίδα μεταξύ των φανερών και των κρυφών εισοδημάτων έχει ανοίξει τόσο πολύ, μήπως πρέπει να κάνουμε κάτι πιο δραστικό ώστε όλα αυτά τα χρήματα να φανερωθούν.
Ο απλός υπολογισμός, που πρώτος τον έκανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, δείχνει μια απόκλιση της τάξεως των 50 δισ. ευρώ. Πρόκειται για τη σύγκριση μεταξύ των εισοδημάτων που δηλώνουν τα νοικοκυριά στις φορολογικές τους δηλώσεις και της κατανάλωσης που υπολογίζει βάσει των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Είναι το πρώτο καμπανάκι που χτύπησε για το θέμα, καθώς φέρνει σε αντιπαραβολή τα επίσημα στοιχείων δύο φορέων του κράτους, των φορολογικών Αρχών και της στατιστικής Αρχής. Η διαφορά των 50 δισ. θα θεωρούνταν αμελητέα, αν η χώρα είχε το ΑΕΠ των 500 δισ. της Ιρλανδίας. Αλλά εμείς έχουμε λιγότερο από το μισό. Και δεν μπορούμε παρά να το μελετήσουμε και να αναζητήσουμε τις αιτίες.
Σε μια μελέτη της πριν από μερικούς μήνες η Eurobank επιχείρησε να μελετήσει διεξοδικότερα το θέμα, καταρρίπτοντας κάποιους μύθους και βάζοντας και νέα δεδομένα στη δημόσια συζήτηση. Για παράδειγμα, πολλοί ισχυρίζονται ότι η κατανάλωση είναι μεγάλη λόγω των τουριστών, η οποία δεν καταγράφεται σωστά. Αλλοι ισχυρίζονται ότι κυκλοφορεί μεγάλο ποσοστό μετρητών. Ωστόσο το κυκλοφορούν μετρητό σε χαρτονομίσματα είναι λιγότερο στη χώρα μας από ό,τι πριν από την κρίση.
Η Eurobank βάζει άλλες παραμέτρους για το μέγεθος της παραοικονομίας. Από τα στοιχεία της αγοράς εργασίας, για παράδειγμα, προκύπτει μια σημαντική διαφορά της τάξεως του 17% μεταξύ του ύψους της απασχόλησης όπως αποτυπώνεται στην έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ και της απασχόλησης που θα ήταν συνεπής με τα στοιχεία για το ΑΕΠ. Αρα έχουμε μια σαφή ένδειξη «μαύρης εργασίας», γεγονός που εξηγεί και τα μόνιμα υψηλά ποσοστά ανεργίας ακόμα και σε περιόδους όπως η σημερινή που δεν βρίσκει κανείς εργαζόμενο.
Οι οικονομολόγοι της τράπεζας λένε ακόμα ότι στους κατά καιρούς υπολογισμούς της παραοικονομίας δεν περιλαμβάνεται η φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή των νομικών προσώπων. Ενδείξεις γι’ αυτά τα μεγέθη παρέχονται και από την αύξηση των καταθέσεων των επιχειρήσεων συγκριτικά με τα καθαρά κέρδη που δηλώνουν. Και η αύξηση των καταθέσεων των επιχειρήσεων την τελευταία τετραετία είναι εντυπωσιακή. Αναφέρει και άλλες αιτίες για ένα πρόβλημα που αποκτά ξανά ρίζες στη χώρα.
Η κυβέρνηση έστω και καθυστερημένα ξεκίνησε μια προσπάθεια με την τεκμαρτή φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών και των ατομικών επιχειρήσεων. Πρόκειται ωστόσο μάλλον για χάδι και όχι για σημαντική παρέμβαση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη μείωση της παραοικονομίας.
Εδώ είναι σαφές ότι χρειάζεται δουλειά και σχέδιο. Η κατάσταση έχει ξεφύγει. Η αρχική ανάγκη, μετά τα μνημόνια, να πάρει ανάσα η οικονομία έχει ξεπεραστεί. Πλέον χρειάζεται για πολλούς λόγους, μεταξύ άλλων και κοινωνικούς, να μαζευτεί η κατάσταση. Χρειάζονται μέτρα και έξυπνες ιδέες, προκειμένου να αποκαλυφθούν εισοδήματα και να «ασπρίσει» το μεγαλύτερο κομμάτι της οικονομίας.