Διάβαζα το εμπεριστατωμένο άρθρο της Εφης Φαλίδα για το πώς η ακαδημαϊκή κοινότητα των ΗΠΑ «αγκαλιάζει» και προβάλει την Τέιλορ Σουίφτ. Η ποπ σταρ έχει, ούτως ή άλλως αναδειχθεί από το «Time» ως Πρόσωπο της Χρονιάς και τον τελευταίο καιρό πληθαίνουν τα δημοσιεύματα και οι αναλύσεις που βγάζουν τη Σουίφτ από το κάδρο της σόου μπιζ και τη βάζουν σε ακαδημαϊκά συμπόσια και συνέδρια. Για την επιδραστικότητά της, για το ότι μπορεί να φέρει περισσότερους σπουδαστές στα πανεπιστημία – κάτι που επαληθεύεται από την αύξηση των συμμετοχών στα τμήματα όπου οι στίχοι της διδάσκονται ως λογοτεχνικό είδος – για το πώς μπορεί να επηρεάσει τους θαυμαστές της οι οποίοι δεν την αποθεώνουν απλώς αλλά τη μιμούνται.
Τι μου λέτε; Ανακάλυψε η ακαδημαϊκή κοινότητα την ποπ κουλτούρα και τη δυναμική της; Και θέλει να την αναδείξει σε μοχλό κίνησης την εποχή που οι οικείοι της «τροχοί» έχουν, σχεδόν, ακινητοποιηθεί; Μπορεί να ακούγεται ως κάτι το καινούργιο αλλά, όπως επισημαίνει και η Εφη Φαλίδα, είναι μάλλον παλιό, ήδη τριάντα χρόνων. Από τότε δηλαδή που κυκλοφόρησε τόμος ακαδημαϊκών δοκιμίων για τη Μαντόνα. Οντως, εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι επιστήμονες των ανθρωπιστικών σπουδών άρχισαν να ασχολούνται με την καταγραφή του εκτοπίσματος ποπ σταρ όπως η Μαντόνα και ο Μάικλ Τζάκσον, να αναλύουν αυτά τα φαινόμενα, να μελετούν τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζουν την κοινωνία και καλλιεργούν πρότυπα. Σήμερα, βέβαια, έχουν προχωρήσει, όπως διαβάζω, ένα βήμα παραπέρα. Η (κάθε) Τέιλορ Σουίφτ δεν αποτελεί πλέον αντικείμενο μελέτης αλλά το μέσον για να γίνουν πιο προσιτές οι ακαδημαϊκές σπουδές στο μεγάλο, νεανικό κοινό.
Καλώς ήρθατε στην πραγματικότητα. Που μπορεί κάθε τόσο να αλλάζει «φόρεμα» αλλά, ως προς τη λεγόμενη ποπ κουλτούρα, το «σώμα» παραμένει ίδιο και απαράλλαχτο. Διότι πριν από την Τέιλορ Σουίφτ, πριν από τη Μαντόνα, πριν από τον Μάικλ Τζάκσον, πριν από τη δεκαετία του 1990, από τότε δηλαδή που μάθαμε να διαβάζουμε (και να αναζητάμε) κοινωνιολογικές αναγωγές για το οτιδήποτε, από το σούσι έως το μπότοξ, υπήρχαν ποπ είδωλα ίσως και μεγαλύτερου βεληνεκούς από τα σημερινά ή τα προπέρσινα. Αλλά ακόμη και αυτά τα είδωλα περασμένων δεκαετιών, σήμερα αναλύονται από ειδικούς, μπαίνουν στο κρεβάτι του ψυχαναλυτή ή του Προκρούστη, ερμηνεύονται με μέσα του σήμερα οι εικόνες του χθες. Σόρι κιόλας αλλά όσο κι αν «νεκροτομηθεί» η Μέριλιν Μονρόε, ή ίδια ή η σεξουαλικότητά της, η «ταυτότητά» της στη συνείδηση του κοινού θα είναι εκείνη η φιγούρα με το λευκό πλισέ φόρεμα που ανασηκώνει ο αέρας για να φανούν τα πόδια της.
Επιτέλους, λοιπόν, οι «σοβαροί» ανακαλύπτουν το βάρος της ελαφρότητας της ποπ κουλτούρας. Και πολύ καλά κάνουν που την επιστρατεύουν για ακαδημαϊκούς σκοπούς. Φτάνει να μην αρχίσουν οι αναλύσεις. Διότι όταν προσπαθείς να αναλύσεις ένα φαινόμενο, σημαίνει ότι δεν το αντιμετωπίζεις ως φαινόμενο. Τα φαινόμενα δεν αναλύονται. Και, καμιά φορά, εκδικούνται.
Στα δικά μας
Αναμφισβήτητα, το μεγαλύτερο ποπ είδωλο στην Ελλάδα ήταν (και ίσως είναι ακόμη) η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Και ήμουν παρούσα σ’ ένα περιστατικό που αποδεικνύει ότι πίσω από αυτού του μεγέθους σταρ υπάρχει ένα άλλο είδος «επιστήμης», ανεξάρτητα από το πόσο συνειδητά ή ασυνείδητα την «υπηρετούν» οι ενδιαφερόμενοι.
Hταν λοιπόν καλεσμένη στα εγκαίνια ενός μεγάλου κλαμπ της παραλιακής (μιλάμε για δεκαετία του ’80). Εμφανίστηκε ντυμένη, χτενισμένη και μακιγιαρισμένη εντελώς «μικροαστικά». Με ένα σεμιζιέ, εμπριμέ φορεματάκι και διαφανές καλσόν με πέδιλο. Μόλις την είδε ο Βλάσης Μπονάτσος, της έβαλε τις φωνές, σχολιάζοντας το συντηρητικό της εμφάνισής της. Η απάντησή της; «Μια χαρά τα ξέρω τα μοντέρνα και τα προχωρημένα. Αλλά εκεί που θα πάμε θα υπάρχουν φωτογράφοι. Και σε μία εβδομάδα που θα βγουν οι φωτογραφίες στα περιοδικά, θα πρέπει τουλάχιστον πεντακόσιες γυναίκες, από τον Εβρο έως την Κρήτη, να πάνε στη μοδίστρα τους με το περιοδικό στα χέρια και να της πουν ότι θέλουν να ξεπατικώσουν το φόρεμα της Βουγιουκλάκη». Αυτό.