Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία της 44χρονης αναισθησιολόγου Ιωάννας Δημητροπούλου που υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της 16ωρης εφημερίας που επιτελούσε, στο νοσοκομείο Παπανικολάου, στη Θεσσαλονίκη.
Όπως αναφέρει στο MEGA η 44χρονη, πριν το περιστατικό κοιμήθηκε στο εφημερείο, το οποίο δεν είχε επαρκή θέρμανση.
«Τελειώνοντας την εφημερία μου ένιωσα έντονη αδιαθεσία, μούδιασε το πρόσωπό μου. Αμέσως οι συνάδελφοι διαπίστωσαν ότι πρόκειται περί εγκεφαλικού. Ήμουν στο χειρουργείο από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις δέκα το βράδυ, κοιμήθηκα σε ένα εφημερείο, το οποίο δεν είχε επαρκή θέρμανση. Δεν ήταν μια καλή βάρδια, καμία βάρδια δεν είναι καλή», είπε χαρακτηριστικά η επιμελήτρια Β’ Αναισθησιολογίας Ιωάννα Δημητροπούλου.
Ακολούθως πρόσθεσε ότι οι συνθήκες εργασίας είναι εξαιρετικά δύσκολες και οι επαγγελματίες της Υγείας καταρρέουν
«Κάνουμε 10-12 εφημερίες ο καθένας, δύσκολες εφημερίες που χρειάζεται να είμαστε ατελείωτες ώρες μέσα στο χειρουργείο, έξω από το χειρουργείο. Τον Οκτώβριο φωνάζαμε ότι δεν μπορούμε άλλο. Μέσα Οκτώβρη μια συνάδελφος κόντεψε να χάσει το μάτι της από λοίμωξη. Τέλος Δεκέμβρη μια άλλη έπεσε μετά από βάρδια. Ένας ένας καταρρέουμε. Ήρθα να κάνω μια βάρδια και φεύγω με μπαστούνι», συμπλήρωσε η Ιωάννα Δημητροπούλου.
Σημειώνεται ότι μόλις εννέα αναισθησιολόγοι έχουν μείνει μόνο στο νοσοκομείο Παπανικολάου, ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της χώρας. Ο Άδωνις Γεωργιάδης χαρακτήρισε τη Θεσσαλονίκη ως την πόλη με τις μεγαλύτερες ελλείψεις σε αναισθησιολόγους.
Οι ελλείψεις εξαντλούν το νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, θέτουν όμως και σε κίνδυνο της ζωές ασθενών.
Κραυγή αγωνίας για την υποστελέχωση του νοσοκομείου
Η Ένωση Νοσοκομειακών Ιατρών Θεσσαλονίκης από την πλευρά της, καταγγέλλει την υπερεργασία και την εντατικοποίηση της εργασίας των υγειονομικών που ξεπερνούν σε πολλές περιπτώσεις τα ανθρώπινα όρια αντοχής.
Όπως σημειώνεται στην ανακοίνωση που εξέδωσε, «δεν έχουν περάσει ούτε 100 ημέρες από την κραυγή αγωνίας των αναισθησιολόγων του νοσοκομείου που είχαν φτάσει στα όρια τους λόγω της υποστελέχωσης».
Η ΕΝΙΘ υπενθυμίζει ότι σε συνέντευξη τύπου στις 27 Οκτωβρίου 2023 είχε αναδειχθεί η οριακή κατάσταση στελέχωσης του συγκεκριμένου τμήματος.
«Μόλις 8 αναισθησιολόγοι σε 26 οργανικές θέσεις (κενά της τάξης του 75%!), ενώ την ίδια ώρα οι αυξημένες ανάγκες του νοσοκομείου απαιτούν να υπάρχουν 40 αναισθησιολόγοι».
«Είχαν προειδοποιήσει πως η κάλυψη των έκτακτων και τακτικών χειρουργείων και των εφημεριών του νοσοκομείου γινόταν μόνο με το φιλότιμο και την υπερεργασία των εναπομεινάντων συναδέλφων, που ακόμα και αυτή επαρκούσε για την λειτουργία των 4 από τις 11 (ούτε 40%!) χειρουργικές αίθουσες του νοσοκομείου, εκτοξεύοντας τις λίστες αναμονής!! Γεγονός που η Διοίκηση του νοσοκομείου το γνωρίζει από τις συνεχείς εκκλήσεις των συναδέλφων που δεν σταμάτησαν μέχρι σήμερα».
Η Ένωση Νοσοκομειακών Γιατρών σημειώνει ότι η διοίκηση δεν έκανε απολύτως τίποτα γι΄ αυτό το θέμα. «Προχώρησε μόλις μια πρόσληψη ενός συντονιστή Διευθυντή, από την προκήρυξη του Απριλίου 2023, η οποία περιελάμβανε μόλις 4 θέσεις για τις 18(!) κενές οργανικές θέσεις».
Καταγγέλλει τη διοίκηση για κροκοδείλια δάκρυα ότι «δήθεν δεν υπάρχει ενδιαφέρον από γιατρούς να καλύψουν τις υπόλοιπες 3 θέσεις της προκήρυξης, όταν οι συνάδελφοι γνώριζαν ότι θα βρεθούν να καλύπτουν τουλάχιστον τα κενά των υπολοίπων 14(!) οργανικών θέσεων που θα παρέμεναν εκ των πραγμάτων κενές».
Η ΕΝΙΘ προειδοποιεί ότι «η κατάσταση θα επιδεινωθεί με τη μακροχρόνια άδεια 2 συναδέλφων, θέτοντας εν αμφιβόλω την συνολική λειτουργία των τακτικών χειρουργείων». Παράλληλα υπογραμμίζει ότι η κατάσταση είναι κρίσιμη και πως κινδυνεύουν καθημερινά ανθρώπινες ζωές.
Οι υγειονομικοί και εργαζόμενοι διεκδικούν, όπως σημειώνουν:
«Μαζικές προσλήψεις μόνιμων γιατρών στις Δημόσιες δομές Υγείας. Ταυτόχρονη προκήρυξη του συνόλου των κενών οργανικών θέσεων και διορισμούς με κατεπείγουσες διαδικασίες και με μοναδική προϋπόθεση το πτυχίο και τον τίτλο ειδικότητας. Μονιμοποίηση όλων των επικουρικών γιατρών, χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
Διπλασιασμός των απολαβών όλων των υγειονομικών.
Πραγματική ενίσχυση του ΕΣΥ σε προσωπικό και υποδομές με γενναία αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για την Υγεία».