«Η επιτυχημένη επίθεση φέρνει νίκη. Η επιτυχημένη άμυνα τώρα μπορεί μόνο να περιορίσει την ήττα» έλεγε πριν πολλά χρόνια το μεγαλύτερο ίσως πολεμικό «γεράκι» των ΗΠΑ, ο στρατηγός Κέρτις ΛεΜέι.

Τη δεκαετία του 1950 κάποιες αμερικανικές υπηρεσίες, έχοντας μπροστάρη τον ΛεΜέι, ενημέρωναν τους πολιτικούς ότι οι Σοβιετικοί υπερτερούσαν στα εξοπλιστικά, ειδικά τους πυραύλους, ήταν η περίφημη θεωρία «Missile Gap» (Χάσμα Πυραύλων). Σύντομα αποδείχτηκε ότι έκαναν τραγικό λάθος.

Η ιστορία όμως επαναλαμβάνεται ΗΠΑ.

Τον Αύγουστο του 2023, η αν. υπουργός Άμυνας Κάθλιν Χικς, σε μια πύρινη ομιλία της ανακοίνωσε πως «για να παραμείνουμε μπροστά [από τη Κίνα], θα δημιουργήσουμε μια νέα αιχμή… αξιοποιώντας αξιόπιστα, αυτόνομα συστήματα σε όλους τους τομείς—τα οποία είναι λιγότερο ακριβά, βάζουν λιγότερους ανθρώπους στη γραμμή πυρός και μπορούν να αναβαθμίζονται γρήγορα […] Θα αντιμετωπίσουμε τη μάζα του Κινεζικού Στρατού με δική μας μάζα, αλλά η δική μας θα είναι πιο δύσκολο πιο δύσκολο να τη νικήσουνε».

Λίγο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2023, ο Αμερικανός γερουσιαστής Νταν Σάλιβαν αποκάλυψε ότι οι εκτιμήσεις της αμερικανικής κυβέρνησης ανέβαζαν τον ετήσιο αμυντικό προϋπολογισμό της Κίνας σε περίπου 700 δισ. δολάρια.. Δηλαδή, κόντευε να φτάσει αυτό των ΗΠΑ, ο οποίος ξεπερνά τα 800 δισ. δολ!

«Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η ηγεσία της Κίνας θα ξυπνά κάθε μέρα, θα εξετάζει τους κινδύνους της επιθετικότητας και θα καταλήγει, «σήμερα δεν είναι η κατάλληλη μέρα [για να χτυπήσουμε]» τόνισε η Κάθλιν Χικς .

Έτσι, όπως αναφέρει στο αμερικανικό Foreign Policy ο ερευνητής του Ινστιτούτου Κουίνσι Άνταμς, Γουίλιαμ Χάρτουνγκ, «το Πεντάγωνο φαίνεται να βρίσκεται σε ένα νέο κύμα τεχνοενθουσιασμού, πεπεισμένο ότι μπορεί να βρει θαυματουργά όπλα που θα βοηθούσαν να κερδίσει έναν πόλεμο με την Κίνα, ή ακόμα και να αποτρέψει την κινεζική επιθετικότητα».

Οι υπερβολές και οι πραγματικοί αριθμοί

Είναι όμως πράγματι τόσο επικίνδυνη η Κίνα όσο θέλουν να διαφημίζουν τα «γεράκια» στις ΗΠΑ;

Ορισμένοι Αμερικανοί ειδικοί υποστήριξαν ότι οι στρατιωτικές δαπάνες της Κίνας είναι πολύ υψηλότερες από ό,τι θα υποδείκνυαν οι επίσημες αναφορές, εφόσον ληφθούν υπόψη οι διαφορές στην αγοραστική δύναμη και το πλήρες φάσμα των στρατιωτικών δραστηριοτήτων της Κίνας.

Το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών Ειρήνης της Στοκχόλμης (SIPRI), όμως, μάλλον διαφωνεί εκτιμώντας τις στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ στο τριπλάσιο από ό,τι ξοδεύει η Κίνα – 877 δισεκατομμύρια δολάρια έναντι 292 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το 2022. Ακόμα και οι αναλύσεις όπως που υπερεκτιμούν το κινεζικό οπλοστάσιο, τοποθετούν τις δαπάνες του Πεκίνου σε λίγο περισσότερο από το ήμισυ των δαπανών της Ουάσιγκτον, περίπου 59%, σύμφωνα με μελέτη του καθηγητή Οικονομικών Πήτερ Ρόμπερτσον.

Σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου Γουότσον του Πανεπιστημίου Μπράουν στις ΗΠΑ, οι αριθμοί δαπανών από μόνες τους δεν είναι το καλύτερο μέτρο στρατιωτικής ισχύος.

Τα στοιχεία για τις δαπάνες δεν υπολογίζουν ένα σωρό από βασικούς παράγοντες στρατιωτικής ισχύος: όπως το σχετικό μέγεθος των στρατιωτικών δυνάμεων που παράγονται από τις εν λόγω δαπάνες, εάν τα συστήματα που παράγονται είναι υψηλής ποιότητας, την ποιότητα της εκπαίδευσης του προσωπικού, εάν οι δαπάνες εξυπηρετούν μια συνεκτική στρατηγική ή σε ποια γεωγραφική περιοχή επικεντρώνονται αυτές οι δυνάμεις.

Σε όλους λοιπόν αυτούς του παράγοντες, λοιπόν, όπως αναφέρει το Ινστιτούτο Γουότσον, οι ΗΠΑ ξεπερνούν την Κίνα.

Συμπυκνώνοντας ο Χάρτουνγκ τη σύγκριση των οπλοστασίων των δύο υπερδυνάμεων καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα. Οι ΗΠΑ ξεπερνούν σημαντικά την Κίνα σε αριθμούς και πολυπλοκότητα παραδοσιακών στρατιωτικών πλατφορμών όπως μεγάλα αεροπλανοφόρα (11 αμερικανικά έναντι 3 Κινεζικών), πυρηνικά όπλα (με αναλογία 10 προς 1) και προηγμένα αεροσκάφη (σχεδόν 3 προς 1). Προσθέτει δε ότι οι ανησυχίες για τον μεγαλύτερο αριθμό πλοίων της Κίνας αντισταθμίζονται από το γεγονός ότι το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ έχει υπερδιπλάσια χωρητικότητα, γεγονός που αντανακλά την κατοχή μεγαλύτερων πλοίων με μεγαλύτερη εμβέλεια και μεγαλύτερη ισχύ πυρός.

Συνεπώς, η Κίνα δεν αποτελεί άμεση στρατιωτική απειλή για τις ΗΠΑ. «Η Κίνα επί του παρόντος αντιπροσωπεύει μικρή ή καθόλου άμεση απειλή για τις ΗΠΑ. Η στρατιωτική στρατηγική της Κίνας είναι εγγενώς αμυντική και έχει περιορισμένη ικανότητα προβολής ισχύος εκτός της περιοχής της. Επιπλέον, η Κίνα έχει ιστορικό στρατιωτικής αυτοσυγκράτησης, καθώς δεν έχει πολεμήσει σε μεγάλο πόλεμο για περισσότερα από 40 χρόνια. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Κίνας θα ήταν ένας πόλεμος για την Ταϊβάν» αναφέρει η έρευνα του Ινστιτούτου Γιουότσον.

Οι ακριβές πλατφόρμες δεν φέρνουν τη νίκη

Και πάλι όμως, είναι άραγε αυτές οι μαζικές επενδύσεις δισεκατομμυριούχων τόσο αναγκαίες για να εξασφαλίσουν οι ΗΠΑ την ασφάλεια που τόσο επιζητούν; Αυτή η εξοπλιστική φρενίτιδα ενδεχομένως να γυρίσει μπούμερανγκ στην Ουάσινγκτον και τους φορολογούμενους.

Ο Χάρτουνγκ εντοπίζει την αβεβαιότητα σχετικά με τα ναυπηγικά σχέδια του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, η ευπάθεια των μεγάλων αερομεταφορέων στους σύγχρονους πυραύλους και τα χρήματα που σπαταλούνται σε πλοία όπως το δυσλειτουργικό Littoral Combat Ship.

«Συνδυαστικά όλα αυτά θα μπορούσαν να διαβρώσουν τα πλεονεκτήματα των ΗΠΑ στη ναυτική δύναμη πυρός με την πάροδο του χρόνου. Επιπλέον, η κινεζική πρόοδος στα συστήματα κατά της πρόσβασης/άρνησης περιοχής θα μπορούσε να περιπλέξει την ικανότητα των ΗΠΑ να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά επιθετικά συστήματα σε μια σύγκρουση» αναφέρει.

Πέραν των βασικών οπλικών συστημάτων, οι Αμερικανοί δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται το ζήτημα της σχετικής στρατιωτικής ισχύος στον Δυτικό Ειρηνικό, όπου η Κίνα κατέχει γεωγραφικό πλεονέκτημα και έχει αυξήσει σημαντικά τις δυνατότητές της σε σύγκριση με πριν από μερικές δεκαετίες.

Επίσης, η ανταγωνιστική πρεμούρα των Αμερικανών για όπλα που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη θα αύξανε τον κίνδυνο δυσλειτουργιών που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ακούσια επεισόδια μαζικής σφαγής ή ακόμη και να πυροδοτήσουν έναν τυχαίο πυρηνικό πόλεμο, όπως έχει περιγράψει ο ειδικός σε θέματα παγκόσμιας ασφάλειας Michael Klare σε περσινή έρευνά του.

Έτσι τα εξοπλιστικά δεν θα είναι πανάκεια, λέει ο Χάρτουνγκ. Η ιδέα της εμπιστοσύνης στην τεχνολογία ως αποφασιστικού παράγοντα στον πόλεμο απέχει από το εθνική ασφάλεια που χρειάζονται οι ΗΠΑ, όπως απέδειξαν προηγούμενες αποτυχίες των ΗΠΑ σε Βιετνάμ, Αφγανιστάν και Ιράκ.

Αλλά ακόμα και όταν τα συστήματα που επέτρεπαν τη δικτυωμένη πολεμική μάχη και τα πιο ακριβή πυρομαχικά λειτούργησαν, σε μια σειρά από βασικές συγκρούσεις, δεν ήταν σε θέση να βοηθήσουν την Ουάσιγκτον να επιτύχει τους δηλωμένους στόχους της, επειδή δεν ήταν κατάλληλα για τη φύση των πολέμων που διεξάγονταν. Αυτό ίσχυε στο Βιετνάμ καθώς και στους πολέμους δεκαετιών στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Τα κίνητρα, η τοπική γνώση, η εθνικιστική αντίδραση ενάντια σε μια ξένη στρατιωτική παρουσία και η δημιουργία φθηνών αντιόπλων, όπως αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών, υπονόμευσαν την αξία της εξελιγμένης τεχνολογίας των ΗΠΑ.

Πάντως, όπως και να έχει μάλλον θα πρέπει να συμφωνήσουν όλοι με τον Χάρτουνγκ στο εξής: Η αξιολόγηση της πιθανής στρατιωτικής απειλής από την Κίνα είναι τέχνη, όχι επιστήμη, καθώς σχετικές πληροφορίες είναι δύσκολο να συγκεντρωθούν τόσο λόγω της έλλειψης διαφάνειας όσο και των εγγενών δυσκολιών που συνεπάγεται η πρόβλεψη του ρυθμού της τεχνολογικής ανάπτυξης.