Πίστευαν ότι έχουν διαπράξει το τέλειο έγκλημα και ότι δεν θα καταδικαστούν… Ωστόσο όπως μας έχει δείξει η ιστορία δολοφόνοι μπορεί να καταδικαστούν χωρίς να βρεθεί ποτέ το πτώμα.
Ενδεικτικές είναι τρεις χαρακτηριστικές υποθέσεις που έχουν συγκλονίσει την κοινή γνώμη στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Οι δράστες των δολοφονιών έχουν οδηγηθεί στην φυλακή κάποιοι έχουν αποφυλακιστεί. Το ιδιαίτερο στοιχείο και στις τρεις υποθέσεις είναι ότι οι σοροί των θυμάτων δεν έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα παρατείνοντας έτσι το μαρτύριο των οικογενειών.
Υπόθεση Αλεξ
Ο 11χρονος μαθητής Άλεξ Μεσχισβίλι από τη Γεωργία, που ζούσε με τη μητέρα και τον πατριό του στη Βέροια, εξαφανίστηκε την Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2006 μεταξύ 7-8 το απόγευμα, από την περιοχή Ελιάς – Ανοίξεως Βέροιας. Εκεί τον είδαν για τελευταία φορά φίλοι και συμμαθητές. Έφυγε από την προπόνηση του μπάσκετ στο κλειστό γυμναστήριο της Ελιάς και στη συνέχεια, θα πήγαινε στο μάθημα ζωγραφικής στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Οι έρευνες της εκπομπής «Φως στο Τούνελ» έδειξαν ότι ο 11χρονος εκείνη την χρονική περίοδο ήταν προβληματισμένος από την απόρριψη κάποιων συμμαθητών, που έφτανε πολλές φορές και στον ξυλοδαρμό του. Ήταν στην ουσία μία από τις πρώτες υποθέσεις παιδικού bullying που έγινε γνωστή με τα πλέον τραγικά αποτελέσματα.
Σαράντα μέρες μετά την εξαφάνιση, η Αγγελική Νικολούλη σε έρευνά της στη Βέροια, εδραίωσε με μαρτυρίες την δράση παρέας αδίστακτων ανηλίκων εναντίον άλλων αδύναμων. Εντόπισε τον ένα από τους πέντε «σκληρούς» μαθητές και κατάλαβε από το διάλογο που είχαν, ότι τα παιδιά ευθύνονται για την εξαφάνιση του άτυχου Άλεξ. Ενημέρωσε αμέσως την Ασφάλεια της πόλης, αλλά η εκδοχή της δημοσιογράφου θεωρήθηκε ακραία, με αποτέλεσμα να μην ερευνηθεί και να χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Την ομάδα της βίας αποτελούσαν δύο Ελληνόπουλα αδέλφια, ένας Αλβανός, ένας Βορειοηπειρώτης και ένας Ρουμάνος. Οι ηλικίες τους τότε, από 11 έως 13 χρόνων. Τα πέντε παιδιά αργότερα ομολόγησαν τον θανάσιμο τραυματισμό του μαθητή. Το δεύτερο καίριο λάθος των Αρχών ήταν ότι δεν τα κράτησαν μακριά από το περιβάλλον τους, με τη βοήθεια του Εισαγγελέα ανηλίκων και ειδικών ψυχολόγων, μέχρι να βρεθεί η σορός του μικρού Άλεξ.
Αποτέλεσμα το δασκάλεμά τους από γονείς και νομικούς. Το ένα μετά το άλλο, τα τρία από τα πέντε παιδιά ανακάλεσαν τις καταθέσεις τους και ισχυρίστηκαν ότι είπαν ψέματα στις Αρχές.
Άπλετο φως
Η δημοσιογράφος Αγγελική Νικολούλη είχε μιλήσει με κατοίκους, εκπαιδευτικούς, με φίλους και συμμαθητές του Άλεξ και είχε ακολουθήσει όλες τις πιθανές διαδρομές του μαθητή εκείνη τη μοιραία νύχτα. Πραγματοποίησε έρευνα στη Γερμανία και στην Γεωργία όπου πίστευαν οι αστυνομικοί ότι έχει οδηγηθεί ο Άλεξ. Βρήκε τον θείο του στη Γερμανία, τη γιαγιά και τον πατέρα στη Γεωργία και απέδειξε ότι το παιδί δεν είχε μεταφερθεί στις συγκεκριμένες χώρες. Μετά από αυτήν την εξέλιξη οδήγησε πάλι την έρευνα στην πλατεία της Βέροιας όπου εθεάθη για τελευταία φορά ο Άλεξ και τότε βρέθηκε η άκρη.
Υπάλληλος φροντιστηρίου αποκάλυψε ότι το βράδυ εκείνο η παιδική συμμορία την είχε ενοχλήσει και απειλήσει. Προέκυψε δηλαδή ότι τα παιδιά της βίαιης ομάδας είχαν κινηθεί εκείνη την μοιραία νύχτα στον δρόμο που θα ακολουθούσε ο Άλεξ. Και όμως το γεγονός αυτό το είχε αποκρύψει το ένα ελληνόπουλο από την Αγγελική Νικολούλη που τον ρώτησε σχετικά. Μετά την μαρτυρία της υπαλλήλου η δημοσιογράφος επέμενε στην έρευνά της. Ταξίδευε αιφνιδιαστικά στη Βέροια και έβρισκε τα παιδιά και μάρτυρες.
Σοκ προκάλεσε η αποκάλυψη φίλης της οικογένειας των Ελλήνων. Η γυναίκα τη νύχτα που χτυπήθηκε θανάσιμα ο Άλεξ από την παιδική συμμορία, βρέθηκε στο σπίτι των Ελλήνων και άκουσε το παραμιλητό του μικρότερου. Φώναζε «πέθανε το παιδί, πέθανε. Φωνάξτε τον παππού μου…» Η μητέρα και η γιαγιά των Ελλήνων που βρίσκονταν στο σπίτι, αδιαφόρησαν και δεν ανησύχησαν ούτε όταν την άλλη μέρα δημοσιοποιήθηκε ο χαμός του μικρού Άλεξ. Θεωρείται σίγουρο από το περιβάλλον τους, ότι ενημέρωσαν την ίδια νύχτα και τον παππού τους που βοήθησε τα εγγόνια του, αφού ήταν ο κηδεμόνας τους.
Αποτέλεσμα η ομάδα των «σκληρών» να χωριστεί στα δύο και ο μικρός Βορειοηπειρώτης να αποκαλύψει στην Αγγελική Νικολούλη όλα όσα συνέβησαν τη νύχτα που ο Άλεξ έχασε τη ζωή του. Το παιδί με τη βοήθεια και της δημοσιογράφου, μετοίκησε στην Αθήνα μακριά από τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας που τον τρομοκρατούσαν για να πάρει πίσω τα όσα κατέθεσε και στις Αρχές.
Όπως αποκάλυψε ο βορειοηπειρώτης, ο Άλεξ τραυματίστηκε θανάσιμα μετά από ένα τσακωμό με την «παρέα» στο κέντρο της πόλης, κοντά στο Δημαρχείο.
Τα παιδιά που προσπάθησαν να καλύψουν το έγκλημα, τον μετέφεραν σε ένα ακατοίκητο σπίτι και τον άφησαν αβοήθητο να πεθάνει μες στον χιονιά. Δύο μέρες μετά έβαλαν το νεκρό παιδί σε ένα καρότσι, το κάλυψαν και το μετέφεραν στο ποτάμι της Μπαρμπούτας όπου τον άφησαν. Πιθανότατα να εξαφάνισαν το πτώμα του ενήλικες από το περιβάλλον τους. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν ήταν καταιγιστικές.
Η Δίκη
Τα παιδιά κρίθηκαν ένοχα από το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων της Θεσσαλονίκης και σύμφωνα με το νόμο περί ανηλίκων, τους επιβλήθηκαν αναμορφωτικά μέτρα. Το αδίκημα που τους βάραινε ήταν το κακούργημα της μη σκοπούμενης, θανατηφόρου σωματικής βλάβης και η περιύβριση νεκρού.
Το 2011 ο παππούς των δύο Ελληνόπουλων της «σκληρής» παρέας που γνώριζε τότε τι είχε συμβεί, καταδικάστηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης σε φυλάκιση 4 ετών και 6 μηνών, για υπόθαλψη εγκληματία κατά συρροή και για ψευδορκία μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση. Οι γονείς των μελών της σκληρής παρέας καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών με αναστολή αφού κρίθηκαν ένοχοι από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης για το αδίκημα της παραμέλησης εποπτείας ανηλίκων. Μόνο η μητέρα του Ρουμάνου αθωώθηκε γιατί είχε ζητήσει τη βοήθεια των Αρχών για την παραβατικότητα του γιου της.
Τον Ιανουάριο του 2014, το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Βέροιας επιδίκασε στη μητέρα του Άλεξ Μεσχισβίλι , Νατέλα Ιτσουαϊτζε το χρηματικό ποσό των 150.000 ευρώ ως αποζημίωση για την ψυχική οδύνη που υπέστη από τον χαμό του μονάκριβου γιου της.
Καταδίκασε συνολικά τους 11 από τους 13 εναγόμενους, γονείς και κηδεμόνες των πέντε ανηλίκων που κρίθηκαν ένοχοι για τον θάνατο του 11χρονου Άλεξ στις 3 Φεβρουαρίου του 2006, οι οποίοι κλήθηκαν να καταβάλλουν το συγκεκριμένο ποσό.
Ωστόσο απέρριψε την αγωγή για τη μητέρα του Ρουμάνου και για έναν από τους τρεις αδελφούς αναφέροντας ότι δεν έχουν αντικειμενική ευθύνη.
Οι εμπλεκόμενοι σε αυτό το έγκλημα ανήλικοι και ενήλικες, δεν αποκάλυψαν που εξαφάνισαν την σορό του άτυχου παιδιού.
Υπόθεση Μάριου Παπαγεωργίου
Ο Μάριος Παπαγεωργίου εξαφανίστηκε στις 9 Αυγούστου 2012. Είχε αναχωρήσει με το αυτοκίνητό του από το Διακοπτό Αχαΐας, όπου έκανε διακοπές με τη μητέρα του, με προορισμό το Αίγιο.
Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας η μητέρα του δέχτηκε τηλεφώνημα από τους απαγωγείς του, οι οποίοι της ζήτησαν λύτρα 620.000 ευρώ για να τον απελευθερώσουν. Η μητέρα του Μάριου αρχικά δεν επικοινώνησε με την Αστυνομία, αλλά στράφηκε στο κοντινό της περιβάλλον.
Τον Οκτώβριο του 2012, αφού η μητέρα του Μάριου είχε απευθυνθεί και στην εκπομπή «Φως στο Τούνελ», η Αστυνομία εντόπισε στο αυτοκίνητο του άτυχου 26χρονου μια μεγάλη κηλίδα αίματος και από τις εργαστηριακές εξετάσεις αποδείχθηκε πως ανήκε στον ίδιο.
Το πτώμα του, όμως, μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί. Η εξαφάνιση του Μάριου δηλώθηκε στην Αστυνομία στις 17 Αυγούστου. Όλο αυτό το διάστημα οι απαγωγείς διαβεβαίωναν τη μητέρα πως ο γιος της ζούσε και πως θα τον απελευθέρωναν μόνο εφόσον τους κατέβαλε τα χρήματα που είχαν ζητήσει ως λύτρα. Οι απαγωγείς επέμεναν ότι ο Μάριος είναι ζωντανός, η μητέρα του όμως δεν τους πίστευε πια. Υπέκυψε όμως στον εκβιασμό και έδωσε 350.000 ευρώ.
Στη συνέχεια η Αστυνομία επεμβαίνει και συλλαμβάνει επτά απαγωγείς. Τα αρχεία από τις τηλεφωνικές συνομιλίες του Μάριου αποκαλύπτουν ότι ο τελευταίος που μίλησε με τον 26χρονο ήταν ένας 72χρονος φίλος της οικογένειας. Ο ίδιος που μέρες νωρίτερα είχε προσπαθήσει να αποτρέψει τη μητέρα να ενημερώσει την Αστυνομία.
Τελικά, ο επί χρόνια οικογενειακός φίλος Πέτρος Μιχαλεάκος συλλαμβάνεται και καταδικάζεται πρωτόδικα σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση και σε 23 χρόνια για σύσταση συμμορίας, διάπραξη κακουργήματος, αρπαγή κατά συναυτουργία και απόπειρα εκβίασης.
Μαζί του συλλαμβάνεται και η σύζυγός του Βούλα Σιούταλου, στην οποία επεβλήθη ποινή 18 χρόνων για αρπαγή από κοινού, απλή συνέργεια σε απόπειρα εκβίασης και σύσταση συμμορίας για διάπραξη κακουργήματος. Για την υπόθεση έχουν καταδικαστεί άλλα τέσσερα άτομα, ενώ δύο αθωώθηκαν.
Η μητέρα του Μάριου αναζητά ακόμα το πτώμα του γιου της…
Υπόθεση Χαριτοπούλου
Η Σουλτάνα (Τάνια) Χαριτοπούλου δολοφονήθηκε από τον σύντροφό της Σπύρο Καββαδία, τη νύχτα της 22ας Αυγούστου του 1998.
Ο ίδιος εξαφάνισε και το πτώμα της το οποίο δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Η 27χρονη τότε Τάνια ζούσε στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης με τον κατά 15 χρόνια μεγαλύτερό της Σπύρο Καββαδία και το τρίχρονο κοριτσάκι τους την Βασιλική.
Σύμφωνα με την μαρτυρία της μικρής, οι γονείς της «καβγάδισαν έντονα και ο μπαμπάς άρχισε να τραβάει από τα μαλλιά τη μαμά. Εκείνη άρχισε να κλαίει και να φωνάζει. Μετά την έβαλε στο κρεβάτι, της έβαλε στο πρόσωπο δύο μαξιλάρια και η μαμά κοιμήθηκε». Ο ίδιος δήλωσε την εξαφάνισή της και ισχυριζόταν ότι τον εγκατέλειψε για κάποιον άλλο άνδρα. Στο «Φως στο Τούνελ» έφτασαν οι συγγενείς της άτυχης κοπέλας, οι γονείς της, ο αδελφός της και η νύφη της, ανήσυχοι από το χαμό της. Η έρευνα της Αγγελικής Νικολούλη στο νοικιασμένο σπίτι που χάθηκε η Τάνια, ήταν αποκαλυπτική.
Στην μπανιέρα του άδειου σπιτιού, η δημοσιογράφος βρήκε ίχνη αίματος και κάτω από το καπάκι της τουαλέτας, κάποια ίχνη σάρκας που ο ιδιοκτήτης χαρακτήρισε «σκουριά». Τα εγκληματολογικά εργαστήρια που η εκπομπή παρέδωσε τα ευρήματα, αποφάνθηκαν ότι ήταν κομμάτια από το σώμα της άτυχης γυναίκας…Από το σπίτι είχαν περάσει δύο φορές άνδρες της Σήμανσης, αλλά δεν τα είχαν εντοπίσει. Το στοιχείο αυτό και όλα όσα η εκπομπή αποκάλυψε για τη δράση του Καββαδία, ήταν καθοριστικά για τη σύλληψη και την καταδίκη του χωρίς ποτέ να ‘χει βρεθεί το πτώμα της άτυχης γυναίκας. Οι μάρτυρες στη γειτονιά είχαν ακούσει εκείνη τη μοιραία νύχτα τις κραυγές της Τάνιας που καλούσε σε βοήθεια. Την άλλη μέρα είδαν το δράστη να φεύγει κουβαλώντας στο αυτοκίνητο σακούλες, πιθανότατα με τα μέλη του σώματος της Τάνιας. Επισκέφτηκε την αδελφή του, άφησε το παιδί εκεί και της αποκάλυψε ότι σκότωσε την Τάνια γιατί τη ζήλευε και φοβόταν ότι θα τον εγκατέλειπε παίρνοντας και τη μικρή .Της είπε χαρακτηριστικά ότι «και 200 χρόνια κι αν περάσουν δεν θα τη βρουν».
Eίχε δολοφονήσει και την πρώην σύντροφό του
Το «Τούνελ» αποκάλυψε και τον προηγούμενο φόνο που είχε διαπράξει στην Ελβετία με θύμα την πρώην σύντροφό του. Οι Ελβετοί αστυνομικοί είπαν στην εκπομπή ότι κακοποιούσε την Νικόλ Κίρχνερ με την οποία συζούσε επτά χρόνια. Η Νικόλ αρχικά είχε βρει καταφύγιο σε κέντρο κακοποιημένων γυναικών στη Βασιλεία. Μετά νοίκιασε ένα διαμέρισμα στην ίδια πόλη και ο Καββαδίας κατάφερε να την εντοπίσει και να την σκοτώσει. Με ψεύτικα στοιχεία, πλαστές ταυτότητες και περούκες, έφτασε στην Ελλάδα σαν πλούσιος επιχειρηματίας και γνώρισε την Τάνια. Η Αγγελική Νικολούλη κατάφερε να του μιλήσει μέσα στις φυλακές της Θεσσαλονίκης. Οι αντιφάσεις, το εγκληματικό του προφίλ και η έλλειψη συμπόνιας για τις δύο γυναίκες που σκότωσε, προκάλεσαν εντύπωση. Το πρώτο δικαστήριο τον αθώωσε αλλά το δεύτερο που οδηγήθηκε μετά από έφεση του Εισαγγελέα, τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Είχε καταδικαστεί στην Ελλάδα και για το φόνο της Ελβετίδας φίλης του.
Η αποφυλάκιση
Ο Σπύρος Καββαδίας αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους από το Κέντρο Κράτησης της Κέρκυρας το 2020 με την υποχρέωση να μην φύγει από το νησί που είναι άλλωστε και η γενέτειρά του.