Τις προάλλες κάποιος αναρωτιόταν: «Πώς νιώθουν άραγε σήμερα όσοι ήταν αντίθετοι το 1982 στον πολιτικό γάμο; Πώς νιώθουν όσοι το 1956 ήταν αντίθετοι στην ψήφο των γυναικών, αν ζουν ακομα;». Η απάντηση είναι απλή. Αισθάνονται μια χαρά. Σαν να μη συνέβη ποτέ. Αξίζει να αναζητήσετε στο YouTube αποσπάσματα από παλιές εκπομπές και τη Βουλή, από συζητήσεις και ρεπορτάζ για θέματα που είχαν ξεσηκώσει την ελληνική κοινωνία. Να θυμηθείτε τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες επί κυβερνήσεως Σημίτη, τότε που το νυν κυβερνών κόμμα κατέβαινε στα συλλαλητήρια του Χριστόδουλου και βουλευτές του προειδοποιούσαν για το χάραγμα του Αντίχριστου. Ή τις αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο και την επέκταση των γυναικείων δικαιωμάτων επί Ανδρέα Παπανδρέου. Για να διαπιστώσετε πόσο φυσιολογική ακουγόταν τότε η άποψη ότι οι γυναίκες δεν μπορεί να είναι ίσες με τους άντρες. Ή, για κάτι πιο πρόσφατο, ανατρέξτε και στην εσχατολογία που ξεχύθηκε επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης και της αναδοχής και τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου των τρανς συμπολιτών μας.
Οι τότε αντιδράσεις υπάρχουν πια μόνο ως φολκλόρ ιστορίες ελληνικής τρέλας, από τις οποίες δεν έπεσε ποτέ καμιά κυβέρνηση. Οπως δεν θα πέσει και τώρα με το νομοσχέδιο για την επέκταση των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων. Το όποιο «πολιτικό κόστος», εξάλλου, στην Ελλάδα είναι ένα ανέκδοτο και θα κρατήσει για 1-2 εβδομάδες ακόμη μετά την ψήφισή του, λίγο λιγότερο από όσο κράτησε η φθορά π.χ. μετά το πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών. Ετσι είναι ο αποτροπιασμός του Ελληνα, φωνακλάδικος μα περαστικός.
Κόστος, ψυχικό αν μη τι άλλο, θα υποστούν μόνο όσοι στοχοποιούνται από αυτό το καθημερινό ρεσιτάλ κακοποιητικού λόγου. Και όσοι γενικώς αγωνιούν για το γεγονός ότι, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ζούμε όλο και πιο συχνά τέτοια ηχηρά μπραφ της αντιδραστικής συντήρησης. Κι αυτή είναι η μόνη μα κρισιμότατη διαφορά από τις περασμένες δεκαετίες της μεταπολίτευσης. Οτι, τότε, συντηρητικές κοινωνικές δυνάμεις και θεσμοί αντιδρούσαν σε ένα προοδευτικό κύμα που έβλεπαν να καταλαμβάνει κεντρικό ρόλο στον πυρήνα της εξουσίας. Ενώ τώρα οι ρόλοι και οι ισορροπίες σ’ αυτό το power game, μοιάζουν να έχουν αντιστραφεί. Για τους κυνικούς της επαγγελματικής πολιτικής αυτό δεν είναι πρόβλημα. Περαστικά σ’ εμάς.