Τρία μεγάλα μέτωπα που συνδέονται με ανθρώπινα δικαιώματα, άρα με το Σύνταγμα, άνοιξε συγχρόνως η κυβέρνηση: γάμος και «τεκνοθεσία» (όπως, στο λεξιλόγιο της πολιτικής ορθότητας, αποκαλείται η υιοθεσία) ομοφύλων, «μη κρατικά» (για να αποφευχθεί ο πιο αιχμηρός αλλά και πιο ακριβής όρος ιδιωτικά) πανεπιστήμια, επιστολική (εκτός αλλά και εντός συνόρων) ψήφος.
Και τα τρία έχει νόημα να συζητηθούν.
Και στα τρία η κυβερνητική προσέγγιση παρουσιάζει προβληματικά στοιχεία. Και στα τρία ο δημόσιος διάλογος είναι αποπροσανατολιστικός και οι αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης μη παραγωγικές: δεν συμβάλουν σε θεσμική βελτίωση, ενώ, έστω και εξ αντανακλάσεως, ενισχύουν το «μεταρρυθμιστικό προφίλ» μιας κυβέρνησης που δεν κάνει, ολοκληρωμένες τουλάχιστον, μεταρρυθμίσεις.
Με τη μετάβαση από το σύμφωνο συμβίωσης στον γάμο και την τεκνοθεσία ομοφύλων, η κυβέρνηση, προς τιμήν της, τόλμησε. Το ότι είναι «Κεντροδεξιά», δηλαδή ελληνικού τύπου Δεξιά με ολίγη από ευρωπαϊκό Κέντρο, προσθέτει στην αξία του διαβήματός της και εξηγεί ίσως το νέρωμά του.
Η «κόκκινη γραμμή» που μπήκε στην κατά τα άλλα νόμιμη στην Ελλάδα παρένθετη μητρότητα είναι εξηγήσιμη μόνο με όρους εσωτερικών ισορροπιών: να δείξουμε στο εκλογικό μας ακροατήριο και κυρίως στους βουλευτές μας ότι δεν «υποχωρούμε» σε όλα. Από πλευράς ουσίας δεν στέκει: εφόσον πρόκειται για ζήτημα δικαιώματος –του δικαιώματος ισότητας στη σχετική με τη σεξουαλική και οικογενειακή ζωή έκφανσή του–, δεν χωρούν συμψηφισμοί.
Η «ιδεολογική» αντίδραση μέρους των ψηφοφόρων και των στελεχών ενός συντηρητικού κόμματος, που δεν θέλουν η δική τους κυβέρνηση να φέρνει ρυθμίσεις που ανατρέπουν τον «παραδοσιακό» τρόπο ζωής και σχέσεων –όσο και αν οι κοινωνίες αλλάζουν, η ελευθερία (πρέπει να) είναι πάντα η πυξίδα και η επιστήμη ΔΕΝ στηρίζει κανένα από τα κοινωνιολογικά επιχειρήματά τους– είναι, με πολιτικούς όρους, κατανοητή.
Πολύ λιγότερο κατανοητή είναι η στάση των θεωρητικά προοδευτικών κομμάτων, τα οποία, ενώ θα έπρεπε να πρωτοστατούν και να αισθάνονται δικαιωμένα με μέτρα υπέρ της ελευθερίας και της ισότητας, μπλέκουν τα πόδια και τα κορδόνια τους.
Μη επαρκής είναι, πιστεύω, η αντίδραση και στις άλλες δύο πρωτοβουλίες. Στη σχετική με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, που παρουσιάζει σαφώς τα μεγαλύτερα νομικά προβλήματα, η ορθή, επιστημονικά και πολιτικά, στάση, είναι, στα μάτια μου, απλή: συζήτηση χωρίς ταμπού –κι εδώ οι καιροί αλλάζουν– αλλά με αταλάντευτη επιμονή να προηγηθεί η αναγκαία συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 16, το οποίο απαγορεύει τη σύσταση ιδιωτικών πανεπιστημίων και δεν μπορεί να παραμερισθεί με κανενός είδους ερμηνεία.
Αν η κυβέρνηση επιμείνει να προτάξει τον νόμο και να επιφυλαχθεί για την αναθεώρηση, η μεν αναθεώρηση χάνει το όποιο νόημά της, το δε Σύνταγμα, και η δημοκρατική του νομιμοποίηση, καταρρακώνονται – και δεν βλέπω πώς μπορούν να συμπράξουν σε αυτό άλλα κόμματα.
Στο ζήτημα της επιστολικής ψήφου, τα πράγματα είναι αντίθετα: η εισαγωγή αυτής της μεθόδου ψηφοφορίας υλοποιεί μια ήδη υπάρχουσα, ανενεργό ως σήμερα, συνταγματική επιταγή, έτσι ώστε να μη δικαιολογούνται αντιρρήσεις επί της αρχής.
Ο έλεγχος που απαιτείται, στη Βουλή και στην πράξη, έχει να κάνει αφενός με τη διασφάλιση εγκυρότητας και ακεραιότητας της διαδικασίας και αφετέρου με τη μάλλον αδικαιολόγητη διάκριση ανάμεσα στην υποχρεωτικότητα της επιστολικής ψήφου, στις ευρωεκλογές, και την απλή δυνατότητα, στις εθνικές εκλογές.
Το αίτημα για μεταρρυθμίσεις ουσίας χωρίς συνταγματικές υποχωρήσεις δεν συνιστά μάχη οπισθοφυλακής αλλά δημοκρατική υποχρέωση.