Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα και από τηλεπαράθυρο σε τηλεπαράθυρο μια «υπέροχη» ιδέα: η ακρίβεια αντιμετωπίζεται με αύξηση των μισθών. Κάποιοι πιο «προχωρημένοι» αποδίδουν το πρόβλημα της ακρίβειας στους χαμηλούς μισθούς. Ισχυρίζονται ότι αν είχαμε πολύ υψηλούς μισθούς δεν θα μας ενδιέφερε η ακρίβεια. Οι τιμές θα ανέβαιναν και, σύμφωνα με αυτούς, εμείς θα αδιαφορούσαμε. Προφανώς δεν έχουν ρωτήσει τους Γερμανούς που έχουν κατά πολύ υψηλότερους από την Ελλάδα μισθούς, αλλά βρίσκονται στους δρόμους λόγω της ακρίβειας.
Στην περίπτωσή μας, είναι αυτό που πολλοί με στόμφο καταθέτουν στον δημόσιο διάλογο, ότι η λύση στην ακρίβεια είναι «να πέσουν λεφτά στην αγορά». Ομως για να πέσουν λεφτά στην αγορά, πρέπει πρώτα να υπάρχουν. Και αυτό παραμένει το βασικό μας πρόβλημα. Το άλλο είναι ότι ακόμα και να είχαμε πολλά λεφτά, αυτά θα γίνονταν ακόμα μεγαλύτερος πληθωρισμός και θα εξαϋλώνονταν. Αρα η «υπέροχη» ιδέα έχει προβλήματα.
Υπάρχει και μια άλλη μερίδα θεωρητικών, με πιο ξεκάθαρα ιδεολογικά χαρακτηριστικά, οπαδών του Τζον Μέιναρντ Κέινς, που υποστηρίζουν ότι αυτό που λείπει είναι η αυξημένη κρατική χρηματοδότηση. Επί της ουσίας επικαλούνται μια αριστερή συνταγή, την οποία όμως εφάρμοσε επί σχεδόν μία τετραετία όλη η Ευρώπη και βέβαια η κυβέρνηση Μητσοτάκη, βοηθώντας τη να κερδίσει τις τελευταίες εκλογές. Ηταν η περίοδος των αυξημένων επιδομάτων και των συνεχών αυξήσεων. Είδε, όμως, κανείς μια συσχέτιση αυτών των πολιτικών με το πληθωριστικό φαινόμενο; Το πραγματικό εισόδημα των πολιτών πράγματι στηρίχτηκε σε έναν σημαντικό βαθμό, αλλά ο πληθωρισμός – στο ποσοστό που μειώθηκε – δεν μειώθηκε λόγω αυτής της πολιτικής. Αντίθετα κάποιοι θεωρούν ότι μπορεί και να ενισχύθηκε σε έναν βαθμό. Αρα δεν πρέπει να μπερδεύουμε τα δύο.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια διαφορετική φάση. Πετυχαίνει κάτι σπάνιο, μοναδικό στην ιστορία της από το 1974 και μετά, συνδυάζοντας θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης με δημοσιονομικό πλεόνασμα. Κάνει πράξη αυτό που έχει συστήσει επίσης ως ιδανική συνταγή ο ηγέτης των κρατιστών Κέινς. Ο βρετανός οικονομολόγος είχε πει ότι σε περίοδο ανάπτυξης της οικονομίας το κράτος πρέπει να ακολουθεί περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Πρέπει να μειώνει το δημόσιο χρέος, έτσι ώστε να έχει τα περιθώρια να αντιμετωπίσει μια πιθανή κρίση στο μέλλον. Μια προφανώς κανονική οικονομική κρίση σαν αυτή που ζήσαμε την προηγούμενη δεκαετία και όχι τη δυσάρεστη αλλά μικρής εμβέλειας πληθωριστική κρίση που τώρα ζούμε. Φανταστείτε πόσα θα είχαμε αποφύγει εάν το είχαν κάνει οι κυβερνήσεις της δεκαετίας του 2000.
Αντί, λοιπόν, να εγκαλούμε την κυβέρνηση γιατί δεν ξοδεύει, είναι πολύ πιο σημαντικό να την ελέγξουμε γιατί και πού ξοδεύει. Να δούμε, για παράδειγμα, αν το μέγεθος των προσλήψεων στο Δημόσιο είναι αυτό που μπορεί να αντέξει σήμερα η χώρα. Αν οι πόροι των επενδύσεων πιάνουν τόπο. Επίσης, αντί να ανησυχούμε για την κατανάλωση και αν θα ενισχυθεί από το κράτος, είναι πιο σημαντικό να προβληματιζόμαστε για την παραγωγή. Αν δεν φροντίσουμε ειδικά το δεύτερο, όσο και να ενισχύσουμε την κατανάλωση με κρατικό χρήμα, τότε το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας θα γίνει ακόμα πιο ελλειμματικό και μια νέα κρίση θα βρίσκεται ξανά στις πόρτες μας. Κυρίως με την πείρα που έχουμε αποκτήσει τις δύο τελευταίες δεκαετίες των απανωτών κρίσεων, χρειάζεται λίγη απλή λογική.