Πέπλο μυστηρίου καλύπτει τη βίαιη δολοφονία μίας Γαλλίδας κινηματογραφικής παραγωγού πριν από σχεδόν 30 χρόνια και η οποία έχει σημαδέψει τη μικρή πόλη Σκαλ στη νοτιοδυτική ακτή της Ιρλανδίας.
H Σοφί Τοσκάν ντι Πλαντιέ βρέθηκε ξυλοκοπημένη μέχρι θανάτου έξω από το εξοχικό της κοντά στο Σκαλ, στην κομητεία Κορκ στην Ιρλανδία, τον Δεκέμβριο του 1996, δύο ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα.
Η 39χρονη ήταν παντρεμένη με τον διάσημο Γάλλο κινηματογραφικό παραγωγό, Ντανιέλ Τοσκάν ντι Πλαντιέ, στις ταινίες του οποίου περιλαμβάνεται η επιτυχία του 1989, «Ο Μάγειρας, ο Κλέφτης, η Γυναίκα του και ο Εραστής της».
Ο υποψήφιος για Όσκαρ σκηνοθέτης, Τζιμ Σέρινταν πέρασε αρκετά χρόνια ερευνώντας την υπόθεση και όπως είπε αποτέλεσε ένα έξτρα κίνητρο για τον ίδιο, το γεγονός ότι κανένας δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτή την υπόθεση.
«Αυτό ήταν που μου κίνησε το ενδιαφέρον – το γεγονός ότι κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτό», δήλωσε ο σκηνοθέτης στο Sky News.
«Ήταν το μόνο πράγμα για το οποίο οι άνθρωποι μιλούσαν – αλλά όχι επίσημα και αποτελούσε μία ‘πληγή’ για το Σκαλ και το Δυτικό Κορκ», προσέθεσε.
Ο βασικός ύποπτος
Ο βασικός ύποπτος για τη δολοφονία, ο Άγγλος δημοσιογράφος Ίαν Μπέιλι, ο οποίος ζούσε λίγα χιλιόμετρα μακριά και ήταν ο πρώτος δημοσιογράφος που βρέθηκε στη σκηνή και ανακρίθηκε για πρώτη φορά για τη δολοφονία τον Φεβρουάριο του 1997, προτού αφεθεί ελεύθερος χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες.
Τον Ιανουάριο του 1998 συνελήφθη για δεύτερη φορά και ανακρίθηκε και πάλι για τη δολοφονία, αλλά αφέθηκε και πάλι ελεύθερος χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες και ο φάκελος της υπόθεσης στάλθηκε στον Διευθυντή Δημόσιας Δίωξης (DPP).
Το 2001, ένας δικηγόρος του γραφείου του DPP, ο Ρόμπερτ Σίχαν πραγματοποίησε επανεξέταση του φακέλου και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για την άσκηση δίωξης κατά του Μπέιλι.
Το 2019, ο Μπέιλι καταδικάστηκε ερήμην στο Παρίσι για την ανθρωποκτονία της Σοφί Τοσκάν ντι Πλαντιέ βάσει του γαλλικού δικαίου, το οποίο επιτρέπει σε υπόπτους να δικάζονται για εγκλήματα κατά Γάλλων πολιτών στο εξωτερικό.
Καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλάκιση και οι γαλλικές Αρχές ζήτησαν την έκδοσή του με ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο του Δουβλίνου αρνήθηκε να επιτρέψει την έκδοσή του.
Η απόφαση σήμαινε ουσιαστικά ότι ο Μπέιλι μπορούσε να ταξιδεύει ελεύθερα εντός της Ιρλανδίας, αλλά δεν μπορούσε να ταξιδέψει στο εξωτερικό, καθώς κινδύνευε να συλληφθεί και να εκδοθεί στη Γαλλία για να εκτίσει την ποινή του.
«Δεν ήθελαν να μιλήσουν»
Ένα ντοκιμαντέρ του Sky, «Murder At The Cottage: The Search For Justice For Sophie» (Φόνος στο εξοχικό: Η αναζήτηση δικαιοσύνης για τη Σοφί), εξέτασε εκ νέου τη δολοφονία, με υλικό που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά και συνεντεύξεις με μερικά από τα βασικά πρόσωπα της υπόθεσης – μεταξύ των οποίων και ο Μπέιλι.
Η παραγωγή, η σκηνοθεσία και η παρουσίαση της σειράς ντοκιμαντέρ που ήταν σε πέντε μέρη έγινε από τον Σέρινταν. Μιλώντας πριν από την προβολή του προγράμματος το 2021, δήλωσε ότι μόνο ένας ντόπιος από το Σκαλ, ένας ιδιοκτήτης ταβέρνας, δέχτηκε να του μιλήσει στην κάμερα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του ντοκιμαντέρ.
Οι υπόλοιποι άνθρωποι από τους οποίους πήρε συνέντευξη στην περιοχή ήταν «blow-ins», ένας τοπικός όρος που χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους που δεν είναι ντόπιοι.
«Η γυναίκα που ανακάλυψε το πτώμα ήταν Αγγλίδα, ο σύζυγός της ήταν Άγγλος», δήλωσε ο Σέρινταν. «Όλοι οι άνθρωποι που είχαν κάτι να πουν ήταν ως επί το πλείστον blow-ins. Κατέληξα να μιλάω με έναν εφημέριο που ήταν τόσο πνευματικά συνδεδεμένος με τη Σοφί, που δάκρυζε όταν μου μιλούσε», είπε ακόμα.
«Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος, εκτός από το να μιλήσω στην οικογένεια, να προσπαθήσω να συνδεθώ με το πνεύμα της. Σίγουρα η σχέση της με τον σύζυγό της ήταν γεμάτη δυσκολίες και κανείς δεν την έχει θίξει ιδιαίτερα», προσέθεσε.
«Πολλά καλύπτονται από μυστήριο»
Ο Σέρινταν δήλωσε ότι καθώς «γνώρισε τη Σοφί και το παρελθόν της» μιλώντας με μέλη της οικογένειάς της, κατέστη σαφές ότι «πολλά από αυτά καλύπτονται από μυστήριο».
«Σίγουρα η σχέση της με τον σύζυγό της ήταν γεμάτη δυσκολίες και κανείς δεν την έχει θίξει ιδιαίτερα», είπε. Ο σύζυγος της Σοφί, Ντανιέλ, πέθανε το 2003.
Ο Σέρινταν ανέφερε ακόμα ότι πήρε συνέντευξη από τον γιο της Σοφί, τον Πιερ-Λουί Μποντέ-Βινιό, ο οποίος ήταν 15 ετών όταν πέθανε η μητέρα του και ο οποίος ήταν «100% πεπεισμένος» ότι ο Μπέιλι ήταν δολοφόνος.
«Κρύβονται κι άλλα άτομα πίσω από τη δολοφονία»
Ωστόσο, ο Ιρλανδός σκηνοθέτης πιστεύει ότι κανείς δεν έχει οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη για τη δολοφονία της Σοφί επειδή η αστυνομία «επικεντρώθηκε μόνο στον Ίαν Μπέιλι» και ότι πίσω από τη δολοφονία μπορεί να κρύβονται και άλλα άτομα.
«Νομίζω ότι οι περισσότεροι από τους εμπλεκόμενους – με όλη τους την καρδιά και την ψυχή – προσπαθούσαν να βρουν την αλήθεια. Αλλά βιάστηκαν να κρίνουν», δήλωσε.
Ο Σέρινταν δήλωσε ότι πιστεύει ότι ο Μπέιλι θα έπρεπε είτε να δικαστεί στην Ιρλανδία είτε να υπάρξει «επανέναρξη» της έρευνας για τη δολοφονία.
«Μπορούν να λένε ότι η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά δεν είναι τόσο σε εξέλιξη ώστε να παρατηρήσω κάτι που να βρίσκεται σε εξέλιξη», είπε.
«Δεν υπάρχει μεγάλη αστυνομική δραστηριότητα γύρω από αυτό. Φυσικά, όποια στοιχεία έβρισκα, θα τα έδινα στην αστυνομία και θα είχα καθήκον να μην τα αποκαλύψω (δημόσια), διότι θα παρενέβαινα σε μια έρευνα για φόνο», ανέφερε ακόμα.
Ο Σέρινταν δήλωσε ότι το ζήτημα του κατά πόσον ο Μπέιλι έπρεπε να εκδοθεί στη Γαλλία ήταν ένα «ακανθώδες ζήτημα», καθώς η υπόθεση είχε «αποκαλύψει την αδυναμία της ευρωπαϊκής δομής όσον αφορά τη διασυνοριακή συνεργασία». Ο σκηνοθέτης είπε ότι το 2021, ο Μπέιλι θα έπρεπε να είχε εκδοθεί «εάν η γαλλική αστυνομία επέτρεπε στην ιρλανδική αστυνομία να διεξάγει έρευνα στη Γαλλία».
«Αλλά αν η γαλλική αστυνομία αποκλείσει την ιρλανδική αστυνομία από την έρευνα, τότε πώς θα μπορούσατε να τον εκδώσετε;», πρόσθεσε. «Η ευρωπαϊκή κοινότητα πρέπει να λειτουργεί και προς τις δύο κατευθύνσεις. Αυτό είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα», κατέληξε.
Ο θάνατος του βασικού υπόπτου
Έχοντας αντιμετωπίσει επανειλημμένα τα αιτήματα έκδοσης από τις γαλλικές Αρχές, ο Μπέιλι διέμενε στο Δυτικό Κορκ μέχρι τον θάνατό του την Κυριακή 21 Ιανουαρίου του 2024 και πάντα υποστήριζε την αθωότητά του.
Ο Μπέιλι συνέχισε να δηλώνει αθώος μέχρι το τέλος της ζωής του και εξακολουθούσε να ελπίζει σε εξιχνίαση της υπόθεσης πιστεύοντας ότι θα καθαρίσει το όνομά του.
«Τα τελευταία 27 χρόνια η ζωή μου έχει πληγεί από μια ψευδή κατηγορία ότι ήμουν ο δολοφόνος της Σοφί. Η ψευδής κατηγορία είχε ως αποτέλεσμα να χάσω την καριέρα μου, τη σύντροφό μου και την υγεία μου», δήλωσε στην Irish Sun τον Δεκέμβριο.
«Τώρα βρίσκεται σε εξέλιξη μια επανεξέταση ανεξιχνίαστης υπόθεσης, στην οποία περιμένω να συνδράμω, και η ελπίδα μου και η προσευχή μου είναι να αποκαλυφθεί η αλήθεια πριν πεθάνω. Το άγχος και οι πιέσεις που μου επιβλήθηκαν είχαν τελικά ως αποτέλεσμα ένα διπλό καρδιακό επεισόδιο από το οποίο τώρα αναρρώνω», είχε προσθέσει.
Δεν ακόμα σαφές από τι πέθανε ο Ίαν Μπέιλι, ωστόσο η πιο πιθανή αιτία είναι η καρδιακή προσβολή, καθώς σύμφωνα με το ιατρικό του ιστορικό είχε υποστεί δύο καρδιακές προσβολές που προκάλεσαν σημαντική βλάβη στην καρδιά του.
Μιλώντας στους Irish Times τις προηγούμενες ημέρες του περασμένου έτους, λίγο πριν από την επέτειο της δολοφονίας στις 23 Δεκεμβρίου ο Μπέιλι δήλωσε ότι οι δύο καρδιακές προσβολές του είχαν προκαλέσει σοβαρή βλάβη.
Είπε ότι οι γιατροί του είχαν πει ότι είχε υποστεί 75% βλάβη στην καρδιά του και του έδιναν φάρμακα για να προσπαθήσουν να ενισχύσουν το όργανο ώστε να είναι αρκετά δυνατός για να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Είπε ότι ήλπιζε να κάνει την επέμβαση τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο, αν ανταποκρινόταν αρκετά καλά στη φαρμακευτική αγωγή.
Η είδηση προκάλεσε σοκ στη Γαλλία
Η είδηση του θανάτου του Μπέιλι έγινε δεκτή με σοκ στη Γαλλία. Ο θείος της Σοφί Τοσκάν ντε Πλαντιέ, Ζαν Πιερ Γκαζό μίλησε για τον αποτροπιασμό του για το τι μπορεί να σημαίνει ο θάνατος του βασικού υπόπτου για την αναζήτηση απαντήσεων από την οικογένεια.
«Ο Ίαν Μπέιλι καταδικάστηκε από τη γαλλική δικαιοσύνη, αλλά θέλαμε να παραμείνει ζωντανός, ώστε να μπορέσει και η ιρλανδική δικαιοσύνη να καταλήξει σε οριστικό πόρισμα ότι αυτός ήταν ο άνθρωπος που σκότωσε την ανιψιά μου», είπε αρχικά.
«Δεν είμαστε καθόλου ευτυχείς με αυτή την είδηση. Πρώτον, επειδή πέθανε ένας άνθρωπος, οπότε λυπούμαστε που το ακούμε αυτό, αλλά λυπούμαστε επίσης επειδή φοβόμαστε ότι η ομάδα εξέτασης ανεξιχνίαστων υποθέσεων μπορεί να μην ολοκληρώσει το έργο της», προσέθεσε.
«Δεν είχαμε ποτέ καμία αμφιβολία ότι ο Ίαν Μπέιλι ήταν ο δολοφόνος, αλλά ελπίζαμε ότι η ομάδα εξέτασης ανεξιχνίαστων υποθέσεων θα έβρισκε DNA και ιατροδικαστικά στοιχεία που θα το αποδείκνυαν πέραν πάσης αμφιβολίας. Τώρα, ο φόβος μας είναι ότι δεν θα φτάσουμε ποτέ στην πλήρη αλήθεια για το τι συνέβη, γι’ αυτό θα παρακαλούσα την ιρλανδική αστυνομία να συνεχίσει την έρευνά της για να είναι απολύτως σίγουρη ότι ο Μπέιλι ήταν ο ένοχος», κατέληξε.
«Ο Μπέιλι ήταν αθώος»
Ο δικηγόρος του Μπέιλι, Φράνκ Μπούτιμερ οποίος τον εκπροσώπησε κατά τη διάρκεια των γαλλικών προσπαθειών για την έκδοσή του, δήλωσε ότι πιστεύει ότι ο πελάτης του ήταν αθώος.
«Συνάντησα για πρώτη φορά τον Ίαν Μπέιλι τον Μάρτιο του 1997, όταν ήρθε στο γραφείο μου για να με ρωτήσει αν θα τον εκπροσωπούσα αν διωκόταν ποτέ για το έγκλημα που δεν διέπραξε – τη δολοφονία της Σοφί Τοσκάν ντε Πλαντιέ. Αμέσως θεώρησα ότι ήταν σαφές ότι δεν είχε διαπράξει το έγκλημα και ότι κατά την άποψή μου, όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια από τις πληροφορίες που απέκτησα, είχε πέσει θύμα κρατικής δίωξης», είπε αρχικά.
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία στο μυαλό μου παρά ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του πρόωρου θανάτου του και της πρόσφατης κακής υγείας του με αυτό που του έκανε το κράτος συνδέοντάς τον λανθασμένα με τη δολοφονία», προσέθεσε.