«Ησασταν έτοιμος να αναλάβετε τον ρόλο;». Αυτή ήταν η ερώτηση που έγινε οδηγός για μια συζήτηση με τον Γιάννη Νταλιάνη. Ο καταξιωμένος ηθοποιός κλήθηκε να αντικαταστήσει τον Λεωνίδα Κακούρη, όταν ο τελευταίος αποσύρθηκε από την παράσταση που σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς. «Η πρόταση με αιφνιδίασε. Δεν περίμενα αυτή την εξέλιξη. Ο Λεωνίδας έφυγε τη στιγμή που η παράσταση πήγαινε όλο και καλύτερα. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να απολαύσει τους καρπούς της δουλειάς του. Αισθάνθηκε υπερκόπωση λόγω της μεγάλης πίεσης που δέχθηκε μέσα από τον ρόλο και από άλλα θέματα που γνωρίζει ο ίδιος. Αυτή η κούραση του βγήκε στο κενό που είχαμε, τις τέσσερις μέρες της Πρωτοχρονιάς, όπως συμβαίνει συνήθως. Είχε επίσης ένα πρόβλημα με τη φωνή του, έπαιρνε κορτιζόνη. Οταν μου έγινε λοιπόν η πρόταση, δεν είχα παρά να τη σκεφτώ σοβαρά».
Το πρώτο πράγμα που απασχόλησε τον καλό ηθοποιό ήταν ο λίγος χρόνος προετοιμασίας που είχε στη διάθεσή του. «Επρεπε να μάθω περισσότερες από 85 σελίδες, δηλαδή γύρω στους 500 στίχους. Ομως δεν μου αρκούσε μόνο να πω τα λόγια, να διεκπεραιώσω δηλαδή τον ρόλο. Η επιθυμία μου ήταν να καταθέσω κάτι. Ανήκω σε εκείνους που πιστεύουν ότι η πρόοδος σε μια παράσταση έρχεται μέρα με τη μέρα. Και τέσσερις μήνες περιθώριο να είχα, θα συνέχιζα να δουλεύω τον χαρακτήρα μέχρι και την τελευταία παράσταση».
Καινούργια ερμηνεία
Σε αυτό το σημείο ξεκαθαρίζει ότι δεν αποδέχθηκε τον ρόλο κατόπιν πιέσεως.
«Ο Γιάννης Χουβαρδάς και ο Γιάννης Μόσχος με ρώτησαν αν ήθελα, γιατί δυνάμει θα μπορούσα να τον αναλάβω έτσι κι αλλιώς. Δεν αισθάνθηκα ότι πρόκειται για μια αντικατάσταση. Θέλω να καταθέσω μια καινούργια ερμηνεία πάνω σε αυτόν τον ρόλο. Θα βάλω το δικό μου στοιχείο στην άψογα σχεδιασμένη σύλληψη που έχει ο Γιάννης Χουβαρδάς για τον “Βασιλιά Ληρ”. Το βασικό στοιχείο όμως που με έκανε να πω το “ναι” ήταν η επιθυμία μου να αναμετρηθώ με το συγκεκριμένο κείμενο. Δεν με ενδιαφέρει ούτε η δόξα, ούτε η επιβεβαίωση, ούτε να αποδείξω κάτι. Επίσης δεν με ενδιαφέρει να είμαι καλύτερος, αλλά διαφορετικός».
Ο Ληρ, για τον Γιάννη Νταλιάνη, δεν είναι απλώς ένας αυταρχικός βασιλιάς που τα θέλει όλα. Είναι ένας άνθρωπος που δεν επιθυμεί να αποσυρθεί. Αρνείται με νύχια και με δόντια να χάσει την εξουσία που έχει. Και αυτό υπάρχει στην ανθρώπινη φύση. Οσο πιο ισχυρή είναι η αρχική θέση και πιο ταπεινή η τελική του, τόσο πιο ακραίο είναι το παράδειγμα της εξέλιξης ενός ανθρώπου. «Ως μεγαλειώδης βασιλιάς είναι μωρός και όταν χάνει τον νου του και βρίσκεται γυμνός στην καταιγίδα γίνεται σοφός».
Η πρόκληση
Αυτή η αδυσώπητα σκληρή περιοχή στον ψυχισμό του σαιξπηρικού βασιλιά ήταν μια πρόκληση για τον ηθοποιό. Ο αυταρχισμός, η έπαρση και η σκληρότητα δεν είναι στοιχεία που, σε πρώτο τουλάχιστον επίπεδο, χαρακτηρίζουν τον Γ. Νταλιάνη.
«Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα πω στις κόρες μου, για παράδειγμα, “πείτε μου ποια μ’ αγαπάει περισσότερο για να της δώσω και το μεγαλύτερο μερίδιο από την περιουσία”. Ομως πρέπει να φανταστώ ότι μπορώ να το πω! Για να πας σε μια πραγματική σκληρότητα – και όχι να καμωθείς τον σκληρό – είναι ανάγκη να διερευνήσεις πολύ σκοτεινά σημεία του εαυτού σου. Αυτό ήταν ένα στοίχημα, να βρω δηλαδή τον πραγματικά σκληρό εαυτό μου. Το ψάχνω συνεχώς. Αναζητώ τη στιγμή που ήμουν άκαμπτος, που συμπεριφέρθηκα με σκληρότητα, για να αντλήσω στοιχεία και να πλουτίσω τον ρόλο».
Ο ελάχιστος χρόνος προετοιμασίας λειτούργησε θετικά διότι, όπως λέει, «δεν πρόλαβα να φοβηθώ. Δεν είχα περιθώρια ν’ αγχωθώ. Ηξερα τι ζητάει από τον ρόλο ο Γιάννης Χουβαρδάς. Απαιτούσε να φωτιστεί η σταδιακή κατάρρευση του Ληρ, την οποία δεν μπορεί ν’ αντέξει. Επρεπε να φανεί και σωματικά, και αυτό προϋποθέτει κάτι περισσότερο από τεχνική: να κατατεθεί το προσωπικό στοιχείο που θ’ αναδείξει σημεία τα οποία δεν γνωρίζω ούτε εγώ ακόμη. Θέλει ρίσκο και το παίρνω γιατί θέλω να το κάνω».
Υπάρχουν όμως ακόμη πολλά μέτωπα ανοιχτά σε αυτόν τον ρόλο για τον Γιάννη Νταλιάνη.
Μια σκηνή μοναδική
Το δεύτερο στοιχείο με το οποίο παλεύει είναι οι δύσκολες στιγμές όπου ο λόγος του Ληρ γίνεται αιχμηρός – οι στιγμές της απόγνωσης, της τρέλας. Σε αυτά τα σημεία ο Σαίξπηρ δόμησε με μεγαλοφυΐα τον ρόλο. «Θα αναφέρω ένα κομμάτι που το θεωρώ μοναδικό. Τη στιγμή που ο βασιλιάς πέφτει στο χώμα, μέσα στην καταιγίδα, βρεγμένος, και ο Κεντ τού δίνει ένα παλτό να σκεπαστεί. Σε αυτό το σημείο και ενώ ο Ληρ είναι έτοιμος ν’ αρχίσει τις κατάρες, βλέπει τον τρελό, τον λυπάται και του δίνει το ζεστό ρούχο λέγοντας τα εξής: “Ελα, μικρέ, προηγούνται οι άστεγοι. Εσείς οι άθλιοι της γης, όπου και αν είστε, φτωχοί, γυμνοί στην καταιγίδα που σας δέρνει αλύπητα […] Μεγαλειότατε, δείξε τη γύμνια σου κι εσύ, να αισθανθείς πώς νιώθουν οι εξαθλιωμένοι. Και δώσε το περίσσευμα σ’ αυτούς για να φανεί στα μάτια τους ο ουρανός λίγο πιο δίκαιος”».
Οση ώρα αφηγείται, τα μάτια του Γιάννη Νταλιάνη δεν σταματούν να τρέχουν.