Με το «Κλέφτικο» πριν από έντεκα χρόνια ο ποιητής Γιώργος Πρεβεδουράκης μετέγραψε ένα μέρος του περίφημου «Ουρλιαχτού» του Αλεν Γκίνσμπεργκ ως κραυγή της τότε Ελλάδας, που εκταμίευε όλες τις παθογένειες πάνω στα Μνημόνια και ανασκοπούσε τον εαυτό της με πικρό τρόπο και με πικρές νέες ανισότητες. Αν ο ρόλος της ποίησης είναι ενίοτε και το τσίγκλισμα ή η εγρήγορση ή η υπενθύμιση – μαζί με δεκάδες βέβαια άλλες λειτουργίες της –, ο Πρεβεδουράκης το πέτυχε έξοχα και αμέσως και χωρίς τον λυρισμό ή μια άκοπη δραματοποίηση. Ανθρωπος της πόλης, των κοινωνικών δικτύων, των πολλαπλών ερεθισμάτων από τη γύρω καθημερινότητα, ήδη ο Πρέβε (για τους φίλους) έχει εγγραφεί ως μία από τις πιο δυνατές ποιητικές φωνές του καιρού μας και σχεδόν αταξινόμητος σε γενιές, τρόπους, είδη. Η γλώσσα του Πρεβεδουράκη είναι το μεγάλο κλειδί της γραφής του. Η άρθρωση μιας ανθρώπινης απορίας σε συνδυασμό με μια εναντίωση.
Θεωρείτε πως η σημερινή νεότερη ποιητική σκηνή αρθρώνει έναν νέο λόγο ή παρατηρούμε και ένα φαινόμενο διάχυσης της ιντερνετικής γλώσσας; Συχνά βλέπω ποιήματα που θυμίζουν ποστ ή έξοχα ποστ που θα μπορούσαν να είναι ποιήματα εκδομένα…
Δεν με απασχολεί τόσο η διάχυση της γλώσσας, όσο της συνείδησης. Μοιάζουμε, ακόμα κι όταν περπατάμε στον δρόμο, ανέμελοι ή βιαστικοί, και καλά επιφορτισμένοι με τη σωτηρία της ανθρωπότητας, σαν να έχουμε 46 καρτέλες ανοιχτές στο πίσω μέρος του μυαλού, 34 υποβολείς που τσακώνονται σε κάποιον μυστικό υποθάλαμο του διαδικτυακού θεάτρου, όπου κοινό, πρωταγωνιστές και σκηνοθέτες είμαστε, υποτίθεται, οι ίδιοι και οι υπέροχες ψηφιακές μας εκδοχές. Πάσχουμε από διάσπαση συνειδησιακής προσοχής, ωστόσο, για να έρθω στο ερώτημά σας: δεν πρέπει να μας τρομάζει οτιδήποτε θεωρούμε πως κλονίζει τα γλωσσικά θεμέλια. Κατά τη γνώμη μου, το τελευταίο που πρέπει να μας απασχολεί είναι άλλο ένα χάσμα γλωσσικών γενεών. Η γλώσσα ριζώνει και σπέρνει. Ο,τι συμβαίνει σε εμάς δεν συμβαίνει απαραίτητα και σε εκείνη. Θα διαχέεται, είναι οντότητα εκ φύσεως ρευστή, αυτόφωτη και τόσο ζωντανή που καθίσταται αδύνατο να οριοθετηθεί απ’ οτιδήποτε. Τα ρινίσματα που προσκολλώνται πάνω της στην πορεία είναι εξίσου ικανή να τα μετουσιώσει ή να τα αποτινάξει. Υπό προϋποθέσεις κάθε λέξη μπορεί να αποτελέσει ποιητικό εργαλείο. Δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει ο τόπος της γέννησής της, είτε είναι το Διαδίκτυο είτε ο έξω χώρος των λεξικών. Θεωρώ πως οι νεότεροι ποιητές κατέχουν και υπερασπίζονται το φαινόμενο αυτό όχι μόνο ως εκφραστικό εργαλείο αλλά κι ως ιστορικό γεγονός.
Τι ρόλο διαδραμάτισαν ως τώρα τα κοινωνικά δίκτυα στην πρόσληψη πραγμάτων, ιδεών από τους συγγραφείς ή ποιητές; Ρωτώ γιατί είστε άφοβα ενεργός στο FB και συχνά με σκωπτική διάθεση και ροπή…
Καθόλου άφοβος δεν είμαι, μιας και τις πλέον σκωπτικές αναρτήσεις συνήθως τις σβήνω εντός 5λέπτου. Η δε διαδικτυακή μου συμπεριφορά κρίνω πως είναι μάλλον απαράδεκτη κι αυτό γιατί ακόμα με χαρακτηρίζει η παρόρμηση του μαθητή που πετάει στον δάσκαλο σαΐτες απ’ το τελευταίο θρανίο. Τα social media εντούτοις, όπως τα αντιλαμβάνομαι, συγκροτούν μονάχα μια μικρή γωνιά του δωματίου μας, δηλαδή ούτε καν την κάτοψη του σπιτιού μας. Είναι παράλληλα προφανές πως βρισκόμαστε ακόμα στην προϊστορία του Διαδικτύου. Ενίοτε μεταμορφωνόμαστε σε σαρκοβόρα πιθηκοειδή με μια πινακίδα στο κούτελο που γράφει «ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΜΕ ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΣΑΣ ΦΑΩ». Αλλοτε πάλι έρχονται ώρες που το FB μετατρέπεται σε λογοτεχνικό περιοδικό υψηλών οκτανίων. Προχθές π.χ. ξαναθυμήθηκα από αναρτήσεις φίλων αγαπημένα ποιήματα του Λυκιαρδόπουλου, του Θασίτη και της Σιμπόρσκα, πριν λίγο πληροφορήθηκα τον θάνατο του Γιώργου Λ. Οικονόμου που έφτιαξε ατόφια ποίηση με απλά υλικά και το έργο του οποίου σε μεγάλο βαθμό δυστυχώς αγνοούσα. Εδώ βέβαια ένας άλλος κίνδυνος μας γνέφει απ’ τη γωνιά: να νομίζεις πως διάβασες κάτι που κοίταξες αναρτημένο, είναι σαν να νομίζεις πως πήγες σε μια συναυλία ενώ στην πραγματικότητα την είδες στο YouTube. Καλλιεργείται ταυτόχρονα η ψευδαίσθηση ότι μ’ ένα γρήγορο σκρολάρισμα δύο τριών ποιημάτων μετέχεις ενός ολόκληρου έργου. Κάπως έτσι πετσοκόβεται η υπομονή, το χρησιμότερο εργαλείο του αναγνώστη. Πόση πληροφορία τέτοιας ταχύτητας μπορεί ν’ αντέξει και πόση σπίθα να συγκρατήσει ένα ανθρώπινο μυαλό; Εχουμε λοιπόν να κάνουμε και με μια ροπή προς το εφήμερο, την ευκολία, με άλλα λόγια: το ακριβώς αντίθετο της ποίησης.
Η ποίηση αλλάζει – εννοώ η γλώσσα της – ή πρέπει να αλλάζει μαζί με τη νέα ζωή;
Δεν υπάρχει «πρέπει» στην ποίηση και δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει «πρέπει» και στη νέα ζωή. Η ποίηση μετασχηματίζεται σε άλλη εντελώς ιδιοσυχνότητα από εκείνη των πεπερασμένων καταστάσεων. Εδώ πιθανότατα να χρειαζόμαστε τη συνδρομή των προσωκρατικών και του Ρασούλη για την επίλυση αυτού του γρίφου. Ολα τριγύρω (δεν) αλλάζουνε κι όλα τα ίδια (δεν) μένουν.
Με το «Κλέφτικο» πριν από έντεκα χρόνια μεταγράψατε τη φωνή μιας γενιάς, με όχημα ένα μέρος της σύνθεσης του «Ουρλιαχτού» του Γκίνσμπεργκ. Ηταν και η αιτία να σας μάθει ένα ευρύ κοινό. Συχνά ανατρέχω στην ανάγνωση μέρους του «Κλέφτικου» από τον εκδότη Δεσποινιάδη και αναρωτιέμαι αν τελικά κυριαρχεί σε αυτό η κραυγή αγωνίας, κριτικής επιθετικής σε μια χώρα δανείων τότε, ή μια αυτοϋπονόμευση του κυρίαρχου λόγου και άρα του κυρίαρχου τρόπου.
Το «Κλέφτικο» υπήρξε το προσωπικό μου πειραματικό εργαστήρι δημιουργικής γραφής. Ξεκίνησε δηλαδή ως μια άσκηση εκφραστική και κατέληξε να είναι το ανατρεπόμενο όχημα μέσα στο οποίο θα μπορούσα να ακουμπήσω ένα σωρό φορτία, τόσο δικά μου όσο και των φίλων μου, κυρίαρχα αντλώντας από το συνειδησιακό και βιωματικό περιβάλλον των 90s. Ως ιδέα προέκυψε ύστερα από ένα «γράμμα σε νέο ποιητή» που είχα συντάξει αρκετά χρόνια πριν (στα πλαίσια μιας παρουσίασης του φίλου ποιητή Μιχάλη Παπαντωνόπουλου), οικειοποιούμενος το ύφος και το πνεύμα των γνωστών γραμμάτων του Ρίλκε.
Ακολούθησαν διάφορα χρονοβόρα πειράματα και φλύαρες δοκιμές, μέχρι να διαβάσω τη μετεγγραφή που είχε κάνει ο Λάγιος στην «Ερημη χώρα» του Ελιοτ. Αυτή η σύνθεση «νομιμοποίησε» κατά έναν τρόπο μέσα μου την εκ πρώτης όψεως βέβηλη διαδικασία της μετεγγραφής.
Εύλογα εντοπίζεται μια τάση υπονόμευσης του κυρίαρχου τρόπου, μιας και μεταξύ άλλων είχα και το θράσος να κοινοποιήσω τις σημειώσεις του βιβλίου (ένα πρόχειρο, καθ’ όλα αντιποιητικό υπό μια έννοια σημειωματάριο, με τίτλο «Πατάρι»), χειρονομία που από μόνη της συνετέλεσε στον αμφιλεγόμενο ίσως χαρακτήρα του όλου εγχειρήματος. Το «Κλέφτικο» όντως ήταν (και) μια κραυγή αγωνίας, τα περισσότερα βιβλία αυτό δεν είναι άλλωστε;
Σήμερα θα επιχειρούσατε να προβείτε σε αντίστοιχο ποιητικό διάβημα και αν τότε στο κέντρο της κριτικής σας ήταν μια επίπλαστη ευμάρεια, σήμερα τι θα σας απασχολούσε;
Αντίστοιχο με την έννοια της μετεγγραφής ενός άλλου έργου, θα έλεγα «όχι», γιατί θα μου κρεμούσα ο ίδιος κουδούνια πριν προλάβουν να το κάνουν οι αναγνώστες. Δεν είναι δα και για χόρταση οι μετεγγραφές ούτε κι εγώ καμιά φάμπρικα παραγωγής κειμένων που πατάνε σε ράγες άλλων. Αντίστοιχο όμως με την έννοια της εκτενούς σύνθεσης, το έπραξα στην «Οδό Ρόδων» το ’18 και το συνεχίζω με το «Δίστομο».
Με προλάβατε. Ας μιλήσουμε για την προσεχή σας ποιητική δουλειά: Γιατί τη λέτε λοιπόν Δίστομο; Και ποια είναι κάθε φορά τα ερεθίσματα για να γράψετε και αυτό να συγκροτήσει αυτοτελή εργασία;
Σε αυτό το βιβλίο με απασχολεί η διάθλαση της βίας προς όλες τις κατευθύνσεις, ξεκινώντας από τα τρύπια κρασοβάρελα του Διστόμου, τις εκκλησίες των Καλαβρύτων, του Λίντιτσε και του Οραντούρ μέχρι τις σφαλιάρες που πέφτουν στα διαμερίσματα. Μπροστά στα παιδιά. Οποιος υπέθεσε πως το ιστορικό ημερολόγιο της βίας θα επιδρούσε κατευναστικά, συμμαζεύοντας κάπως τις ροπές μας, υπέθεσε λάθος. Θέλω να ψηλαφίσω αυτήν τη συλλογική αμνησία, το πόσο ακαριαία ξεθωριάζει το ρίγος με πρόσχημα τη χρονική και σωματική απόσταση από το ίδιο το γεγονός. Γιατί χαίρεται ο κόσμος / και χαμογελάει, πατέρα; Το ξέρω, ακούγονται εξαιρετικά αόριστα όλα αυτά αλλά σκοπεύω να γίνω, σας το υπόσχομαι, πιο συγκεκριμένος κάποια στιγμή.
Προσφάτως είχαμε μια δυσαρέσκεια από ένα μέρος του κοινού, και δικαίως πως, σε ενός είδους σάτιρα των «Αρβύλα» πάνω στον Αλισάνογλου. Μια σάτιρα στερεοτυπικού είδους πάνω στον ρόλο ή στη θέση του ποιητή στην ελληνική κοινωνία – αντίστοιχο στον κατά τα άλλα καλό παλιό ελληνικό κινηματογράφο ήταν ο Φανφάρας. Πώς τα βλέπετε όλα αυτά;
Η δυσαρέσκεια ήταν αναμενόμενη, σ’ έναν βαθμό διασκεδαστική και, κατά τη γνώμη μου, πηγαία, γιατί είχαμε να κάνουμε με τηλεοπτικό bullying κι όχι με σάτιρα. Στην τελική, αν το αστείο ήταν όντως αστείο, θα γελούσαμε και όλο αυτό θα είχε τελειώσει. Η ποίηση έχει υποστεί και ποδοπατήσει άρβυλα κάθε λογής, δεν χρειάζεται υπεράσπιση γιατί απλά δεν κινδυνεύει από κανέναν, απ’ τους «Αρβύλα» λέτε να σκονιστεί;
Από τη μία ζητάμε
από τους ποιητές να
είναι μέσα στη ζωή,
από την άλλη τους ιεροποιούμε και δεν δεχόμαστε να σχολιάζονται;
Ο,τι και να ζητάμε από τους ποιητές, αυτοί θα κάνουνε του κεφαλιού τους, αν όντως είναι ποιητές κι όχι τίποτα διακοσμητικοί ευνούχοι, διαρκώς υπόλογοι στα κατώτατα ή/και κυρίαρχα ένστικτα της εποχής.
Κι ό,τι και να ζητάμε από το κοινό (αναγνωστικό, διαδικτυακό, τηλεοπτικό – οι ιδιότητες, θα το ξέρετε, συγχρονίζονται κι όλες μαζί εκπέμπουν), εκείνο θα σχολιάζει. Ειδικά σήμερα που ο σχολιασμός μοιάζει να αποτελεί το δεύτερο επίσημο επάγγελμα του καθενός. Από την άλλη πιστεύω πως όποιος ιεροποιεί ή ηρωοποιεί τους ποιητές υποτιμά τον εαυτό του σε καταστροφικό βαθμό. Για να θυμηθούμε τον Νικανόρ Πάρα: «Ο ποιητής είναι ένας άνθρωπος κι αυτός / ένας χτίστης που χτίζει τον τοίχο του / ένας κατασκευαστής θυρών και παραθύρων».
Χειρότερη καταστροφή παθαίνει όμως κι όποιος υποτιμά την ποίηση. Μπορεί να μην πολεμάμε στο Χάρκοβο στους μείον σαράντα, όπως πιθανότατα άλλοι ευγενείς συμπολίτες μας, βρισκόμαστε εντούτοις σε κατάσταση διαρκούς πάλης, κάνουμε ένα άθλημα που απαιτεί αφάνταστο μόχθο, όντας εξ ορισμού έκθετο στο βλέμμα και στις ψυχές των άλλων. Οποιος αμφιβάλλει ας κοιτάξει το ταμπλό.