Σε ένα επερχόμενο βιβλίο του, ο αποφυλακισμένος Γερμανοκολομβιανός πρώην βαρόνος ναρκωτικών, Κάρλος Λέντερ, πραγματεύεται το βρώμικο χρήμα στις πολιτικές εκστρατείες, τις συμφωνίες που έγιναν μεταξύ του καρτέλ του Μεντεγίν και των ανταρτών, καθώς και τη συνενοχή των κυβερνήσεων της Νικαράγουας, της Κούβας και του Παναμά στο εμπόριο ναρκωτικών.
Ο Κάρλος Λέντερ, 74 ετών, ήταν ένας από τους ιδρυτές του καρτέλ του Μεντεγίν. Απέκτησε φήμη για κάθε λογής ακρότητες, δημιουργώντας μια εικόνα γυναικά, μεθύστακα, παρανοϊκού και φασίστα. Στην αλλόκοτη εγκληματική του καριέρα, ίδρυσε ακόμη και πολιτικό κόμμα: το Εθνικό Λατινικό Κίνημα Πολιτών, μια αντικομμουνιστική «συμμορία».
Πάνω απ’ όλα, πολέμησε λυσσαλέα τη συνθήκη έκδοσης που διαπραγματεύτηκαν και υπέγραψαν οι κυβερνήσεις της Κολομβίας και των Ηνωμένων Πολιτειών τη δεκαετία του 1980. Την περίοδο αυτή δήλωσε ότι θεωρούσε τη διακίνηση ναρκωτικών «επαναστατικό όπλο κατά του ιμπεριαλισμού» ή «ατομική βόμβα» της Λατινικής Αμερικής.
«Ήμουν γκάνγκστερ»
Ο Λέντερ συνελήφθη στις 4 Φεβρουαρίου 1987 σε µια φάρμα κοντά στο Μεντεγίν. Αφού εκδόθηκε στις ΗΠΑ, αρχικά καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη συν 135 χρόνια. Όμως, κατάφερε να εξασφαλίσει μια σημαντική μείωση της ποινής του, καθώς έγινε προστατευόμενος μάρτυρας στην υπόθεση εναντίον του δικτάτορα του Παναμά, Μανουέλ Αντόνιο Νοριέγκα. Αφού πέρασε 33 χρόνια στη φυλακή στις Ηνωμένες Πολιτείες, απελευθερώθηκε το 2020. Σήμερα ζει στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας, που είναι η χώρα καταγωγής του πατέρα του.
Ο πρώην συνεργάτης του Πάμπλο Εσκομπάρ – ο οποίος υποστηρίζει ότι ο Πάμπλο τον κατέδωσε στις αρχές – έδωσε τέλος στη μυστικότητα που σημάδευε επί μακρόν τη ζωή του. Το βιβλίο του «Η ζωή και ο θάνατος του καρτέλ του Μεντεγίν» αναμένεται να εκδοθεί τον Φεβρουάριο από τον εκδοτικό οίκο Penguin Random House.
Στις σελίδες των απομνημονευμάτων του αναφέρεται στη χρηματοδότηση πολιτικών εκστρατειών με χρήματα από τα ναρκωτικά, στη σχέση μεταξύ των εμπόρων και των ανταρτών της εποχής, καθώς και στην διπλωματία που ώθησε τα μέλη του καρτέλ να συνεργαστούν με τις κυβερνήσεις των Μπαχάμες, της Νικαράγουας, της Κούβας και του Παναμά, καθώς διακινούσαν κοκαΐνη μέσω της Καραϊβικής.
Εκείνα ήταν τα χρόνια κατά τα οποία η διακίνηση ναρκωτικών διείσδυσε στην κολομβιανή κοινωνία – ένα πρελούδιο για τον πόλεμο, στα πλαίσια του οποίου ο Εσκομπάρ δήλωσε ότι προτιμούσε έναν τάφο στην Κολομβία από μια φυλακή στις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Ήμουν γκάνγκστερ», παραδέχτηκε ο Λέντερ, σε μια πρόσφατη και άκρως σπάνια συνέντευξη στο W Radio, έναν κολομβιανό σταθμό. «Οι αποφάσεις που πήρα εξακολουθούν να είναι γρίφος», απάντησε στον δημοσιογράφο Julio Sánchez Cristo. »
«Αφού επέζησα από όλες αυτές τις κακουχίες, αποφάσισα, [ως ελεύθερος άνθρωπος], να γράψω τη βιογραφία μου, το βιβλίο μου, την ιστορία μου, τις εμπειρίες μου. Να τις μοιραστώ με τους συμπατριώτες μου, ώστε να μην μπουν στον πειρασμό στο μέλλον -και στο παρόν- να κυνηγήσουν το εύκολο χρήμα της διακίνησης ναρκωτικών».
Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο López διέψευδε μονίμως τους δεσμούς του με το καρτέλ του Μεντεγίν, κάτι που επανέλαβε στη δίκη κατά του Noriega
«Οι άνθρωποι θα πρέπει να αποφεύγουν τη μόλυνση», συνέχισε, «επειδή το δικαστικό σύστημα είναι ήδη τόσο προηγμένο που όποιος εμπλέκεται καταλήγει στη φυλακή. Θα χάσεις την οικογένεια σου και την περιουσία σου ή θα σε σκοτώσουν οι ίδιες οι μαφίες». Αναφέρθηκε επίσης στο γεγονός ότι έφερε 50 τόνους κοκαΐνης στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της θητείας του στο καρτέλ.
Η προεκλογική εκστρατεία του 1982 στην Κολομβία
Μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε και στους πρώην προέδρους Alfonso López Michelsen (1974-1978) και Belisario Betancur (1982-1986), οι οποίοι απεβίωσαν. Διαβεβαιώνει τους αναγνώστες ότι, στην προεδρική εκστρατεία του 1982, ο López – ο οποίος είχε ήδη διατελέσει πρόεδρος και ήταν υποψήφιος με το Φιλελεύθερο Κόμμα – έλαβε δωρεές από τον Πάμπλο Εσκομπάρ και άλλους επτά εμπόρους ναρκωτικών, οι οποίοι έδωσαν στον υποψήφιο 100.000 δολάρια (περίπου 350.000 δολάρια σε σημερινά χρήματα) και συναντήθηκαν μαζί του.
Σύμφωνα με τον Λέντερ, αυτές οι φερόμενες συνεισφορές αποτελούσαν κομμάτι της στρατηγικής για να αποτραπεί η υπογραφή της περιβόητης συνθήκης έκδοσης.
Εκείνη την εποχή, ο ίδιος ο Λέντερ γνωστοποίησε αυτές τις φερόμενες συνεισφορές στον Τύπο, κατόπιν οδηγιών του Εσκομπάρ (όταν ακόμα παρουσιάζονταν ως «νόμιμοι επιχειρηματίες»). Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο López διέψευδε μονίμως τους δεσμούς του με το καρτέλ του Μεντεγίν, κάτι που επανέλαβε στη δίκη κατά του Noriega.
Ο πρώην πρόεδρος υποστήριζε ότι η αμφιλεγόμενη συνάντηση που είχε με τους βαρόνους των ναρκωτικών ήταν ασήμαντη. «Βιαζόμουν. Ήρθα για μια στιγμή και δεν κάθισα καν. Έκανα χειραψία με κάποιους τύπους που δεν ήξερα», είχε δηλώσει στον δημοσιογράφο Ενρίκε Σάντος.
Ο Λέντερ γράφει επίσης ότι ο βαρόνος των ναρκωτικών Γκονζάλο Ροντρίγκεζ Γκάτσα, γνωστός και ως El Mexicano, δεν ήθελε να συνδράμει, επειδή θεωρούσε τον εαυτό του συντηρητικό. Αντ’ αυτού, μαζί με κάποιους άλλους διακινητές, έδωσε σχεδόν ένα εκατομμύριο δολάρια στο Συντηρητικό Κόμμα του Betancur, τον τελικό νικητή των εκλογών του 1982.
Ο τρίτος υποψήφιος σε εκείνη την εκστρατεία ήταν ο Luis Carlos Galán, από το κίνημα του Νέου Φιλελευθερισμού. Ο Λέντερ επιβεβαιώνει ότι ο Εσκομπάρ -που κόλλησε το πολιτικό μικρόβιο- προσπάθησε να εμπλακεί ακόμη περισσότερο στην πολιτική.
Ωστόσο, ο Galán – δολοφονήθηκε με εντολή του Εσκομπάρ το 1989 – «αποφάσισε να αποβάλει [τον Εσκομπάρ από το κόμμα του], ως απάντηση στις φήμες που κυκλοφορούσαν σχετικά με το τι πραγματικά έκανε ο Πάμπλο για να ζήσει».
«Έβραζε από οργή»
Στα απομνημονεύματα του, ο Λέντερ αναφέρεται στην υπόθεση του υπουργού Δικαιοσύνης Ροντρίγκο Λάρα Μπονίγια, ο οποίος πρωτοστάτησε σε μια προσπάθεια κατά των μαφιών διακίνησης ναρκωτικών πριν δολοφονηθεί στην Μπογκοτά.
«Ο Πάμπλο Εσκομπάρ ήταν ήδη αλλεργικός στο να προφέρεται το όνομα του Λάρα Μπονίγια μπροστά του.«Έβραζε από οργή», θυμάται. Παρόλα αυτά, ο Λέντερ επισημαίνει ότι δεν γνώριζε ότι ο Εσκομπάρ σχεδίαζε να δολοφονήσει τον πολιτικό. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι η πρώτη του αντίδραση όταν έμαθε για το έγκλημα στις 20 Απριλίου 1984, μετά από μια κουραστική μέρα που πετούσε φορτία, ήταν «Τι κρίμα, αυτό δεν θα μας ωφελήσει».
«Χρόνια αργότερα, στη δίκη του Νοριέγκα, ομολόγησα ότι και εγώ είχα συγχαρεί τον Πάμπλο», παραδέχεται. «Αλλά, σε αντίθεση με τον Εσκομπάρ, δεν πήρα τον δρόμο της κήρυξης πολέμου στο κράτος και την κοινωνία. Αντιθέτως, προτίμησα να κρυφτώ στη ζούγκλα.
Σήμερα, πιστεύω ότι ο Πάμπλο δεν ήξερε πώς να διαβάσει την κατάσταση- θα έπρεπε να είχε βγάλει μια δήλωση στην οποία να εξηγεί τι τον είχε οδηγήσει σε αυτό. Με το να μην το κάνει αυτό, άφησε τους υπόλοιπους από εμάς στον αέρα. Είμαι σίγουρος ότι δεν είχε συνειδητοποιήσει όλα όσα θα επεφύλασσε αυτό το έγκλημα για τον ίδιο και τους συνεργάτες του».
Παραδόθηκε από τον Πάμπλο Εσκομπάρ
Στο τέλος του βιβλίου – όταν αφηγείται λεπτομέρειες της δίκης του στις Ηνωμένες Πολιτείες – ο Λέντερ επιβεβαιώνει ότι ήταν ο συνεργάτης του που είχε αποκαλύψει τη διεύθυνσή του, χωρίς να στέκεται στους λόγους αυτής της προδοσίας.
«Μεταξύ των εκατοντάδων εγγράφων που παρέδιδε το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα στους δικηγόρους μου πριν από την έναρξη της δίκης μου, ένα έγγραφο [συμπεριλήφθηκε] κατά λάθος. Με αυτόν τον τρόπο, ο δικηγόρος μου έμαθε απόρρητες υπηρεσιακές πληροφορίες. Παρόλο που αρκετές γραμμές του κειμένου ήταν σβησμένες με μαύρο μαρκαδόρο στο έγγραφο, ήταν δυνατόν να δει κανείς ότι ο Πάμπλο Εσκομπάρ ήταν το πρόσωπο που είχε παραδώσει τον Κάρλος Λέντερ στην αστυνομία του Μεντεγίν».
*Με πληροφορίες από: ElPais | Κεντρική φωτογραφία θέματος: Ο Κάρλος Λέντερ, δεξιά, με τον Πάμπλο Εσκομπάρ κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στις αρχές της δεκαετίας του 1980. American Heroes Channel