Τελικά, η Εκκλησία αποφάσισε να ξαναπαίξει την ιστορία με τις ταυτότητες, αποφάσισε δηλαδή να ηττηθεί ακόμα μια φορά από την κοινωνική δυναμική και στο θέμα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών. Δική της η επιλογή, δική της και η επιλογή του ρόλου μιας σκληροπυρηνικής θρησκευτικής σέχτας που θέλει να εμποδίσει το δικαίωμα του κράτους να νομοθετεί.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δεν είναι Χριστόδουλος. Είναι μετριοπαθής προσωπικότητα. Η ηγεσία του περιέβαλλε με κύρος την Εκκλησία, ενίσχυσε τον πνευματικό και τον κοινωνικό ρόλο της, χωρίς να αποκοπεί από το δημοκρατικό πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας και χωρίς να συγκρουστεί με την Πολιτεία. Ενσωμάτωσε τις κοινωνικές εξελίξεις και κατάφερε να διακριθεί ως θρησκεία της ανοχής και της καταλλαγής. Σε μια εποχή παγκόσμιας έξαρσης του φονταμενταλισμού, με το πολιτικό Ισλάμ να υποκινεί έξαλλες αντιστάσεις σε βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ισότητας, η ελληνική ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε φάρος δημοκρατικότητας και ενσωμάτωσης στον λόγο της τής κοινωνικής εξέλιξης.
Το αποτέλεσμα ήταν σημαντικό: η Εκκλησία σεβόταν τον ρόλο της Πολιτείας. Και οι πολίτες, είτε διαφωνούσαν είτε διαφωνούσαν, είτε αισθάνονταν τμήμα του ποιμνίου είτε ήταν ξένοι, δεν διανοήθηκαν να αμφισβητήσουν τη θέση της Εκκλησίας. Περιβαλλόταν με σοβαρότητα και με κύρος – που δεν τα έχασε ούτε το διάστημα της πανδημίας, όταν διάφοροι κοντόθωροι καλούσαν το ποίμνιο να πάει κόντρα στη λογική ρισκάροντας τη ζωή του.
Αλλά, όπως φαίνεται, οι κύκλοι εντός της Εκκλησίας που ενδιαφέρονται να επηρεάσουν τους θεσμούς έχουν αποβεί κυρίαρχοι. Και θεώρησαν ότι ελήλυθεν η ώρα να συμμετάσχουν στο πολιτικό παιχνίδι, ουσιαστικά συντονιζόμενοι με την περιθωριακή Ακροδεξιά – και εκμεταλλευόμενοι ένα συντηρητικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που σοκάρεται μπροστά σε αλλαγές τις οποίες αδυνατεί να κατανοήσει ή κατανοεί στρεβλά.
Με άλλα λόγια, δηλαδή, θεώρησαν ότι η εποχή είναι κατάλληλη να διεκδικήσουν μέρος του ρόλου που παίζουν οι αγιατολάχ του Ιράν. Αρχίζοντας από τα ήθη: από το πώς ορίζουν οι πολίτες το σώμα τους, από τις συμβιώσεις και τον γάμο τους, από τον τρόπο που αποκτούν κι ανατρέφουν τα παιδιά τους.
Η αλήθεια είναι ότι, σε σχέση με μερικές δεκαετίες πριν, η Εκκλησία έχει απολέσει μεγάλο μέρος του ρόλου της στη διαπαιδαγώγηση των νεότερων. Οφείλεται στην αδυναμία της να δει τις αλλαγές στις κοινωνίες, στην αμηχανία της από τις αλλαγές όχι μόνο στις κοινωνίες αλλά και στην τεχνολογία και στην επικοινωνία, στην απόλυτη αποτυχία της να ενσωματώσει στην εσωτερική ζωή της τη δυτική πνευματικότητα. Η Εκκλησία επιμένει στις αναχρονιστικές εφαρμογές της μεταφυσικής της. Κι όσο η κοινωνία αλλάζει, γίνεται εξωστρεφής, ενσωματώνοντας ήθη και ιδέες που έρχονται από αλλού, τόσο η Εκκλησία γίνεται ξένη. Απόμακρη.
Αντί λοιπόν οι ιεράρχες να αντιμετωπίσουν την αδυναμία του λόγου τους να εμπνεύσει, επιταχύνουν την πορεία προς την αλλοτρίωση του ποιμνίου, φέροντας στο προσκήνιο έναν αχρείαστο διχασμό της ελληνικής κοινωνίας. Επιδιώκοντας να κάνουν αιτία διχασμού ένα κοινωνικό δικαίωμα που, διά της νομοθεσίας, διευρύνεται, συμπεριλαμβάνοντας κοινωνικές ομάδες που έως τώρα ήταν εκτός. Αν έβλεπαν ποδόσφαιρο, θα έλεγα ότι βάζουν αυτογκόλ.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι οργανωμένη η κοινωνία, οι νόμοι, δεν είναι υπόθεση του Υψίστου ούτε των εκπροσώπων Του επί Γης. Ο Χριστός ο ίδιος είχε εξηγήσει τη διαφορά του Θεού από τον Μαμμωνά. Τι θέλουν οι ιεράρχες, τόσα χρόνια μετά, και φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν;