Χρειαζόταν να κατατεθεί τώρα η τροπολογία του υπουργείου Εσωτερικών για την επιστολική ψήφο των αποδήμων και στις βουλευτικές εκλογές; Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, αφού βρέθηκε η πλειοψηφία των 200 βουλευτών που απαιτείται, δεν έπρεπε να χαθεί η ευκαιρία. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης όμως καταγγέλλουν τον αιφνιδιασμό και όπως έδειξε η χθεσινή ημέρα στη Βουλή, θα αναθεωρήσουν τη στάση τους, επομένως η πλειοψηφία που βρέθηκε μπορεί να χαθεί. Και, πάντως, σε ψυχολογικό επίπεδο η συναίνεση χάθηκε, διότι προκύπτει (αν προκύψει) εκβιαστικά.
Είναι πράγματι μια μορφή εκβιασμού προς την αντιπολίτευση η εισαγωγή της τροπολογίας, διότι υποχρεώνεται να εξηγήσει για ποιους λόγους συναινεί με την επιστολική ψήφο των αποδήμων στις ευρωεκλογές, αλλά όχι στις βουλευτικές. Είναι δεύτερης κατηγορίας ψηφοφόροι οι απόδημοι ή μήπως οι ευρωεκλογές είναι δεύτερης κατηγορίας εκλογές; Επομένως, αν αναγνωρίζεις την ισότητα των ψηφοφόρων, προκύπτει ως σχεδόν αυτονόητη η επέκταση της επιστολικής ψήφου των αποδήμων και για τις βουλευτικές. Αυτή είναι η ουσία του θέματος και, επ’ αυτού, η κυβέρνηση έχει δίκιο. Ωστόσο, κινδυνεύει να το χάσει, επειδή εξίσου σημαντική με την ουσία είναι και η διαδικασία. Δεν είναι παρτίδα πόκερ η υπόθεση για να κρύβει το χαρτί της η κυβέρνηση.
Και τι θέλετε, λέει η κυβέρνηση από την πλευρά της, να περιμένουμε και άλλα 50 χρόνια μέχρι να θεσμοθετήσουμε την επιστολική και για τις βουλευτικές; Φυσικά, όχι – αυτό μας έλειπε. Θα μπορούσε, όμως, η κυβέρνηση να περιμένει μερικούς μήνες και, αφού γίνουν οι ευρωεκλογές, τότε να φέρει στη Βουλή την επέκταση του δικαιώματος. Σε αυτή την περίπτωση, η αντιπολίτευση θα βρισκόταν πολύ χειρότερα στριμωγμένη, διότι θα είχε ήδη δεσμευτεί με την ψήφο της και, επιπλέον, η κυβέρνηση θα διατηρούσε το ηθικό πλεονέκτημα. Κανείς δεν θα μπορούσε να την κατηγορήσει ότι αιφνιδιάζει, ότι εξαπατά ή ό,τι άλλο της καταλογίζουν σήμερα, και όλη η πίεση θα συγκεντρωνόταν στην αντιπολίτευση. Θα ήταν αδύνατον, πιστεύω, να βρει η αντιπολίτευση τα επιχειρήματα για να αρνηθεί την επέκταση της δυνατότητας αυτής, αν μάλιστα όλα γίνονταν σε ένα κλίμα διαλλακτικότητας, διαφάνειας και συνεννόησης.
Είναι κρίμα ότι πήρε τέτοια τροπή η υπόθεση, διότι δεν ήταν πρόθεση της κυβέρνησης να ξεγελάσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Η τροπολογία προέκυψε ως προϊόν της μεγάλης πίεσης των ομογενών προς την κυβέρνηση, στο περιθώριο των ακροάσεών τους από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή. Οι περισσότεροι θεωρούν υποτιμητικό, αν όχι προσβλητικό, ότι διευκολύνεται μεν η ψήφος τους στις ευρωεκλογές, αλλά όχι στις βουλευτικές. Εχουν απόλυτο δίκιο να παραπονιούνται, διότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν ούτως ή άλλως πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Δεν μιλάμε, δηλαδή, για κάποιους στους οποίους παραχωρείται τώρα το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι· το είχαν ήδη, απλώς με το νομοσχέδιο διευκολύνεται η άσκησή του. Ωραία το έθεσε ο Πρόεδρος της Βουλής, ο οποίος μιλώντας ως βουλευτής επί του νομοσχεδίου προέτρεψε την αντιπολίτευση να μην το εκλάβει ως εκμετάλλευση της αδυναμίας της, αλλά ως αξιοποίηση της υπευθυνότητάς της. Σύμφωνοι, για να το νιώσουν όμως με αυτόν τον τρόπο και οι αντιπολιτευόμενοι, χρειάζονται και οι ανάλογοι χειρισμοί.
Φοβάμαι ότι η κυβέρνηση μάλλον βιάστηκε στο συγκεκριμένο θέμα και, όπως ξέρουμε, όποιος βιάζεται σκοντάφτει. Ελπίζω ειλικρινά να μη σκοντάψει και το θέμα της επιστολικής ψήφου των αποδήμων και χαθεί η ευκαιρία. Αυτό κι αν θα ήταν κρίμα.
Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ
Η θαλασσοφίλητη και μαρτυρική Κύπρος είναι τέταρτη στην κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών με τα περισσότερα αυτοκίνητα ανά κάτοικο, βάσει των στοιχείων της Eurostat. Με μικρή διαφορά από την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και τη Φινλανδία, που προηγούνται στην κατάταξη, στην Κύπρο αναλογούν 658 αυτοκίνητα ανά 1.000 κατοίκους. Αν δηλαδή αφαιρέσουμε τους ανήλικους, προκύπτει ότι κάθε ενήλικος στην Κύπρο έχει το αυτοκίνητό του. Η έρευνα δεν αφορά τα Κατεχόμενα, δεν χωρεί αμφιβολία όμως ότι η διαφορά πρέπει να είναι μεγάλη. Αν είχαμε τα στοιχεία και μπορούσαμε να τα συγκρίνουμε, θα βλέπαμε τι είναι αυτό που εμποδίζει την ενοποίηση της νήσου, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή. Είναι πολύ απλά ότι κανείς δεν δέχεται να μοιραστεί την ευημερία του και το υψηλό βιοτικό επίπεδό του με τους άλλους, πολύ περισσότερο δε αν ανήκουν σε διαφορετικές εθνοτικές ομάδες.
Στην περίπτωση της Γερμανίας κατέστη δυνατό, ακριβώς επειδή και οι μεν και οι δε είχαν τη συνείδηση ότι ανήκουν στο ίδιο έθνος. Μπορούμε άραγε να πούμε το ίδιο για τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους έπειτα από μισό αιώνα που ζουν χωριστά;