H αρχή ήταν όπως την περίμενα. Μπήκε στην αίθουσα, ευθυτενής, χαμογελαστός, ντυμένος με τα καλά του, αμήχανος όπως πάντα, πιο σέξι από ποτέ. Κάθισε, έφτιαξε το μικρόφωνο, μας κοίταξε κι άρχισε να λέει την αγαπημένη του ιστορία, την ίδια που χρησιμοποιούν και οι μικρονοϊκοί για να δείξουν ότι δήθεν άλλαξε, δήθεν συμβιβάστηκε, δήθεν έγινε από επαναστάτης μικροαστός. Για τον μύθο του κότσυφα κυρ Σταύρου πρόκειται, βέβαια, που ο Διονύσης τού έχει αλλάξει το τέλος και το έχει κάνει «Μόνο Νιόνιο με λένε, μόνο Νιόνιο».
Για τη συνέχεια ονειρευόμουν κάτι. Ηθελα καπάκι στον γερασμένο κότσυφα να παίξει η ορχήστρα του Μουσικού Σχολείου Βόλου «Τον χειμώνα ετούτο» και στην κρίσιμη στροφή να φωνάξουν οι μαθητές της χορωδίας «Είμαι δεκαεξάρης / σας γαμώ τα λύκεια» και να απαντήσει ο Διονύσης «Είμαι ογδοντάρης / σας γαμώ τα λύκεια», κι ας έχει δρόμο ακόμη για να κλείσει τα ογδόντα, και να πάρουν εκείνοι λίγη από τη σοφία του, και να πάρει εκείνος λίγη από την ορμή τους, και να γίνει ένας διάλογος ανατρεπτικός και δαιμόνιος και να μας απογειώσει όλους.
Αντί γι’αυτό, είπε το «Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά / μα ούτε και στους μεγάλους», κι ας είναι ψέμα, γιατί παίζει αυτά ακριβώς που θέλουν να ακούσουν και τα παιδιά και οι μεγάλοι, κι αν ο ίδιος είναι μεγάλος και ασχημοπαπαγάλος, τα τραγούδια του είναι νεανικά, και διαχρονικά κι αθάνατα. Και είναι γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο που ο διάλογος που λαχταρούσα έγινε πράγματι προχθές το βράδυ στο Μέγαρο, αλλά με τρόπο πιο υπόγειο, πιο διακριτικό, και εξίσου συγκινητικό, το ένιωθες όταν ο Διονύσης και τα παιδιά τραγουδούσαν μαζί «Ποιος στ’αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω», γιατί η άσκηση αυτογνωσίας δεν έχει ηλικία, μόνο οι εικόνες στο μυαλό πληθαίνουν όσο μεγαλώνεις.
Ηξερα ότι ο Διονύσης επικοινωνεί με τα παιδιά, το είχα διαπιστώσει σε μια από τις ωραιότερες συναυλίες του που έχω παρακολουθήσει, στο σχολείο όπου φοιτούσαν τα εγγόνια του. Αλλά εκεί το περίμενε κανείς, οι δεσμοί ήταν συναισθηματικοί, εδώ δεν ήταν δεδομένο, ο σκοπός της συναυλίας ήταν φιλανθρωπικός, τα παιδιά μιας πληγωμένης πόλης, του Βόλου, τραγούδησαν για τα παιδιά της Αμυμώνης, ενός ιδρύματος που εδώ και τριάντα χρόνια παρέχει εκπαιδευτικά και θεραπευτικά προγράμματα σε παιδιά και ενήλικες με προβλήματα όρασης και πρόσθετες αναπηρίες.
Κι ήταν όλα γλυκά και τρυφερά, κι οι μαθητές κι οι μαθήτριες ήταν άψογοι, κι ο Θηβαίος με την Πασπαλά σπουδαίοι, και το παραμύθι με το τυφλό παιδάκι που αφηγήθηκε ο Διονύσης είχε χάπι εντ, και η πρόεδρος της Αμυμώνης δεν μπορούσε να κρύψει τη συγκίνησή της, και η συναυλία έκλεισε βέβαια με το «Ας κρατήσουν οι χοροί», και υποσχεθήκαμε πάντα να ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε, και πήγαμε σπίτι μας καλύτεροι άνθρωποι.