Ξεκίνησε ως ευχάριστος περίπατος στην εξοχή η θέσπιση της επιστολικής ψήφου, κατέληξε να είναι ανώμαλος δρόμος μετ’ εμποδίων. Είναι λυπηρό ότι, στην επιπολαιότητα της κυβέρνησης να εκβιάσει και την επιστολική ψήφο στις βουλευτικές εκλογές, η αντιπολίτευση ανταποκρίθηκε εξίσου επιπόλαια, ενώ οι συνθήκες τής επέτρεπαν να βγει από πάνω. Δείτε, λ.χ., τις δύο προϋποθέσεις που έθεσε το ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να υπερψηφίσει την επιστολική στις ευρωεκλογές. Ζητεί να αποσυρθεί η τροπολογία για τις εθνικές εκλογές (εύλογο αίτημα, μετά την απόπειρα αιφνιδιασμού), ζητεί όμως και την καθιέρωση της επιστολικής μόνο για τους ανήμπορους να ασκήσουν το εκλογικό δικαίωμά τους διά της φυσικής παρουσίας τους, π.χ., τους ηλικιωμένους, τους απασχολούμενους σε εποχικές εργασίες κ.λπ. Με άλλα λόγια, στραγγαλίζει την επιστολική μέσω της γραφειοκρατίας, διότι όσοι αξιοποιήσουν τη δυνατότητα θα πρέπει να αποδείξουν την κατάστασή τους, δηλαδή ανοίγει την πόρτα στη γραφειοκρατία, οπότε χαίρετε και πάμε παρακάτω…
Το λάθος της κυβέρνησης ήταν μια ευκαιρία για την αντιπολίτευση και ειδικά για το ΠΑΣΟΚ, που είναι μετριοπαθέστερο του ΣΥΡΙΖΑ, να αναδειχθεί ως ηθικά ανώτερο της κυβέρνησης. Τη σπατάλησε όμως, επειδή στρέφει την οργή του (τη δικαιολογημένη μέχρις ενός βαθμού) εναντίον εκείνων που θα ευεργετηθούν από το μέτρο, εισάγοντας προσκόμματα με τη μορφή προϋποθέσεων. Γιατί δηλαδή την πονηριά της κυβέρνησης πρέπει τελικά να την πληρώσουν οι πολίτες που θα ψηφίσουν επιστολικά; Δεν τιμωρείται μόνο η κυβέρνηση με αυτόν τον τρόπο, τιμωρούνται και οι ψηφοφόροι.
Υστερόγραφο. Επειδή σε αυτή την κυβέρνηση όλα περνούν από το χέρια του Πρωθυπουργού, υποψιάζομαι ότι αν κάποιος ευθύνεται περισσότερο για το λάθος της κυβέρνησης πρέπει να είναι ο Η1Ν1. Δεν αστειεύομαι, αυτή η γρίπη αυτή δεν συγκρίνεται με τον Covid.
Η ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΒΛΑΠΤΕΙ;
Ο Τάκης Θεοδωρικάκος δεν διαφωνεί ακριβώς με τον πολιτικό γάμο των ομοφύλων, άλλου είδους είναι οι ενστάσεις του. Υποστηρίζει ότι η θέσπιση της δυνατότητας αυτής δίνει την ευκαιρία στους αντιπάλους της κυβέρνησης να εμφανιστούν ως μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, αφού το νομοσχέδιο χρειάζεται και τις ψήφους του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ για να εγκριθεί. Και λοιπόν πού είναι το κακό; Από πότε δηλαδή η συναίνεση βλάπτει;
Διότι αυτό υπονοεί ο κ. Θεοδωρικάκος με τους προβληματισμούς του. Παρακολουθώ τις αντιρρήσεις των βουλευτών της συμπολίτευσης και ομολογώ ότι πιο στενόμυαλη, πιο στενόκαρδη και πιο κυνική προσέγγιση στο ζήτημα από αυτή του κ. Θεοδωρικάκου δεν έχω ακούσει. Στη θέση του θα ντρεπόμουν να λέω τέτοια πράγματα, αλλά φυσικά δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι στη θέση του κ. Θεοδωρικάκου…
ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΜΠΑΡΟΥΦΑ
Ο Ντόναλντ Τραμπ – που δυστυχώς έρχεται, ας μην αυταπατώμεθα – έχει ως γνωστόν το προνόμιο στις μπαρούφες. Εντούτοις, την κορυφαία μπαρούφα των προκριματικών, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, την εκστόμισε η αντίπαλός του για το χρίσμα, η Νίκι Χέιλι. «Δεν είμαστε χώρα ρατσιστών», είπε στη διάρκεια συνέντευξής της και πρόσθεσε το ακόμη καλύτερο, για να κουφάνει τελείως όσους τη γλίτωσαν από την πρώτη μπαταριά: «Ποτέ δεν ήμασταν χώρα ρατσιστών» («racist country», στο πρωτότυπο). Είναι να το ακούς και να τρελαίνεσαι. Εδώ ολόκληρος εμφύλιος έγινε για το θέμα της δουλείας (1861 – 1865), με 620.000 νεκρούς και από τις δύο πλευρές.
Και το τραγικό στην υπόθεση είναι ότι το αίμα των νεκρών δεν ήταν αρκετό για να απελευθερωθούν πραγματικά οι μαύροι των Νοτίων Πολιτειών. Επρεπε να περάσουν αλλά 100 χρόνια σχεδόν, για να αποκτήσουν οι απόγονοι των δούλων τα στοιχειώδη ατομικά και πολιτικά δικαιώματα επί προεδρίας Λίντον Τζόνσον – ο αδικημένος πρόεδρος από τους συγχρόνους του, για την Ιστορία όμως τεράστιος. Οταν μάλιστα τον συγκεκριμένο ισχυρισμό τον εκστομίζει μία πρώην κυβερνήτης της Νότιας Καρολίνας, γίνεται ακόμη προκλητικότερος, διότι οι πάντες στην Αμερική γνωρίζουν ότι η Νότια Καρολίνα ήταν η Πολιτεία που έσπρωξε τα πράγματα προς την τελική σύγκρουση.
Οπως ήταν φυσικό, την αμέσως επομένη μέρα ο μοναδικός μαύρος γερουσιαστής των Ρεπουμπλικανών, ο Τιμ Σκοτ, ανακοίνωσε ότι υποστηρίζει τον Τραμπ. Η Χέιλι όμως επανήλθε για να επανορθώσει. Εξήγησε ότι μεγάλωσε σε μια πόλη στην οποία υπήρχε μεν ρατσισμός και τον έβλεπε, αλλά οι γονείς της τής τόνιζαν πάντα ότι «δεν είμαστε χώρα ρατσιστών». Το λάθος της Νίκι ήταν ότι τους πίστεψε…