Μια εξέταση αίματος με σκοπό τη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ μπορεί να αποδειχθεί στον ίδιο βαθμό ακριβής με τις επώδυνες και επεμβατικές οσφυϊκές παρακεντήσεις, οδηγώντας σε μια επανάσταση σε αυτόν τον τομέα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους ειδικούς, η μέτρηση του επιπέδου της πρωτεΐνης p-tau217 στο αίμα δύναται να αποτελεί εξίσου καλή μέθοδο για τον εντοπισμό των πρώτων ενδείξεων της Αλτσχάιμερ και καλύτερη σε σύγκριση με άλλα τεστ που βρίσκονται στη φάση της ανάπτυξης. Σημειώνεται πως η πρωτεΐνη αυτή αποτυπώνει τις βιολογικές αλλαγές που συντελούνται στον εγκέφαλο εξαιτίας της νόσου.
Σε έρευνα η οποία διεξήχθη σε 786 ανθρώπους, οι επιστήμονες κατόρθωσαν να ταυτοποιήσουν τους ασθενείς που είναι πολύ πιθανό, λιγότερο πιθανό ή απίθανο να νοσήσουν μελλοντικά από Αλτσχάιμερ. «Αυτή η μελέτη αποτελεί ένα ιδιαιτέρως καλοδεχούμενο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση καθώς δείχνει ότι οι εξετάσεις αίματος μπορούν να είναι εξίσου ακριβείς με πιο επεμβατικές και δαπανηρές μεθόδους», δήλωσε ο δρ Ρίτσαρντ Οκλεϊ, διευθυντικό στέλεχος της Altzheimer Society. «Παρ’ όλα αυτά, έχουμε ακόμη ανάγκη από περαιτέρω έρευνες σε διαφορετικές ομάδες προκειμένου να κατανοήσουμε πόσο αποτελεσματικές μπορούν να είναι αυτές οι εξετάσεις για όλους όσοι ζουν με τη νόσο Αλτσχάιμερ», πρόσθεσε ο ίδιος.
Παρακέντηση ή PET scan
Σημειώνεται πως σήμερα ο μοναδικός τρόπος που υπάρχει προκειμένου να αποδειχθεί ότι κάποιος εμφανίζει συγκέντρωση πρωτεϊνών στον εγκέφαλό του είναι να υποβληθεί είτε σε οσφυϊκή παρακέντηση, με μια βελόνα η οποία εισάγεται ανάμεσα στα οστά στο κάτω μέρος της σπονδυλικής στήλης, είτε σε ένα PET scan για την απεικόνιση των φορτίων αμυλοειδούς στον εγκέφαλο.
Από την πλευρά της, η δρ Σεόνα Σκέιλς, διευθύντρια ερευνών στο Alzheimer’s Research UK, επεσήμανε πως χρειάζεται να υπάρξει μια καλύτερη εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο αποδίδουν αυτές οι εξετάσεις αίματος στα συστήματα υγείας τα οποία υπάρχουν στον πραγματικό κόσμο.
Ο δε Ντέιβιντ Κέρτις, καθηγητής στο UCL GeneticsInstitute στο University College του Λονδίνου, τόνισε πως «όλοι όσοι είναι άνω των 50 ετών θα μπορούν να υποβάλλονται σε μια εξέταση ρουτίνας κάθε λίγα χρόνια, με τον ίδιο πρακτικά τρόπο που ελέγχουν τα επίπεδα της χοληστερίνης στο αίμα τους». «Είναι πιθανό οι διαθέσιμες μέθοδοι αντιμετώπισης της νόσου Αλτσχάιμερ να λειτουργούν καλύτερα σε εκείνους οι οποίοι διαγιγνώσκονται εγκαίρως με την παραπάνω μέθοδο. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω πως η πραγματική ελπίδα έγκειται στην ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών θεραπευτικών μεθόδων. Ο συνδυασμός ενός απλού διαγνωστικού τεστ με μια αποτελεσματική θεραπεία θα μπορούσε να έχει εντυπωσιακές συνέπειες τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο», σημείωσε επίσης.
Η συγκεκριμένη έρευνα εκπονήθηκε από τον δρα Νίκολας Αστον του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ και τους συνεργάτες του και δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Jama Neurology».