Ήταν 26 Ιανουαρίου του 1970, όταν η 4χρονη τότε Καλλιόπη Αθανασιάδη, μαζί με 8 συμμαθητές της, κινδύνευσαν να χάσουν τη ζωή τους, αφού το σχολικό λεωφορείο στο οποίο επέβαιναν έπιασε φωτιά. Ευτυχώς, τα παιδιά σώθηκαν έχοντας υποστεί, όμως, σοβαρά εγκαύματα.

Σήμερα η Καλλιόπη Αθανασιάδη είναι πλέον πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Χειρουργών Θώρακος Καρδίας Αγγείων και υπεύθυνη του Θωρακοχειρουργικού Τμήματος στον «Ευαγγελισμό». Με αφορμή την 54η επέτειο από το ατύχημα έκανε μια ανάρτηση στο Facebook για τη διαφορετικότητα του καθενός μας και τη σημασία της αποδοχής του εαυτού μας:

«26 Ιανουαρίου 1970, 54 χρόνια μετά!

»ΔΗΛΩΣΗ…

»Είμαι μοναδική, είμαι διαφορετική και είμαι συμφιλιωμένη με τον εαυτό μου.

»Διαφορετικότητα (νεολογισμός)! Μια λέξη που ακούμε διαρκώς τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς αναφερόμαστε σε αυτήν όταν μιλάμε για διάφορες κοινωνικές ομάδες ανθρώπων οι οποίοι διαφοροποιούνται σε ένα βασικό στοιχείο (πχ. σεξουαλικός προσανατολισμός, ύπαρξη κάποιας πάθησης ή αναπηρία). Αναφερόμαστε στην ανοχή και τον σεβασμό και στην προσπάθεια αποδόμησης των στερεοτύπων, που αφορούν οποιονδήποτε αποκλίνει της πλειοψηφίας…

»Μήπως όμως η διαφορετικότητα αφορά τον καθένα από εμάς και αφορά πρώτα την αποδοχή του εαυτού μας και μετά των άλλων;

»Αποδέχομαι λοιπόν τη διαφορετικότητα μου, είμαι ένας διαφορετικός άνθρωπος με διαφορετική εμφάνιση, με έναν διαφορετικό τρόπο αντίληψης και έκφρασης, με διαφορετικά βιώματα, εμπειρίες και ανάγκες, διαφορετικές κλίσεις και ταλέντα και διαφορετικό ψυχισμό. Μόνο αν καταλάβουμε ότι είμαστε διαφορετικοί εμείς οι ίδιοι θα αποδεχθούμε τους γύρω μας και θα τους προσφέρουμε ισότητα ευκαιριών αποκλειστικά βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων.

»Πώς θα μπορούσε μέσα σε μια κοινωνία να είμαστε όλοι ίδιοι, αφού ο καθένας από εμάς είναι μοναδικός;

»Το γεγονός ότι έχουμε διαφορετικές ικανότητες είναι αυτό που μπορεί να μας δώσει το έναυσμα να πλουτίσουμε πνευματικά τον κόσμο και να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον.

»Κι όπως είπε και η Μητέρα Τερέζα, “Ποτέ δεν πρέπει να φοβόμαστε να είμαστε ένα σημάδι αντίφασης στον κόσμο”.

»ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΝΑ ΜΕ ΑΠΟΔΕΧΘΟΥΝ, ΑΠΑΙΤΩ ΝΑ ΜΕ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ ΩΣ ΙΣΗ!

»“Έχω εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου,

»αντιμετωπίζω τους φόβους μου,

»ενθουσιάζομαι με τη ζωή,

»ζητώ βοήθεια, όταν τη χρειάζομαι,

»παίρνω τις δικές μου αποφάσεις,

»υπερασπίζομαι τις επιλογές μου,

»είμαι φίλη του εαυτού μου,

»δεν φοβάμαι μήπως γελοιοποιηθώ,

»ξέρω πως αξίζω να με αγαπάνε,

»θέλω να αποκτώ φήμη για τα επιτεύγματά μου,

»δεν εξαρτώμαι από την επιδοκιμασία των άλλων,

»δεν θέλω να επωμίζομαι τις ευθύνες όλων,

»συνειδητοποιώ τα συναισθήματά μου και πράττω ανάλογα,

»δεν κυνηγώ το χειροκρότημα αλλά τη δική μου ικανοποίηση απ’ αυτό που κάνω,

»δίνω γιατί θέλω,

»δεν επιβάλλω τα κριτήριά μου, αλλά ούτε επιτρέπω να μου επιβάλλουν οι άλλοι τα δικά τους,

»λέω ναι, μονάχα όταν το θέλω,

»ζω το σήμερα,

»ρισκάρω,

»προσπαθώ να γιατρέψω τις παλιές και τις πρόσφατες πληγές μου,

»φέρομαι και απαιτώ να μου φέρονται με σεβασμό,

»σχεδιάζω το μέλλον, αλλά ζω και το παρόν,

»εμπιστεύομαι τη διαίσθησή μου,

»καλλιεργώ σχέσεις υγιείς, όπου ο ένας στηρίζει τον άλλον,

»δέχομαι τον εαυτό μου όπως είναι και

»δεν θεοποιώ κανέναν!”

»J. Bucay (2011, El camino de la Felicidad)».

Δείτε την ανάρτηση:

Τα «καμμένα παιδιά» και ο δικαστικός αγώνας

Το τραγικό ατύχημα που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία συνέβη στις 26 Ιανουαρίου του 1970 όταν το σχολικό λεωφορείο επέστρεφε τα παιδιά του νηπιαγωγείου και του δημοτικού στα σπίτια τους

Μόλις ξεκίνησε το δρομολόγιο, 600 μέτρα περίπου μακριά από το σχολείο, τα παιδιά που επέβαιναν σε αυτό, ειδοποίησαν τον οδηγό για μια περίεργη μυρωδιά στο εσωτερικό του. Εκείνος σταμάτησε το όχημα στην συμβολή των οδών Κεραμεικού και Περικλέους στον Χολαργό. Δεν έσβησε όμως τη μηχανή και  άνοιξε το καπό για να δει τι συνέβαινε.

Όπως αναφέρει η Μηχανή του Χρόνου, η μηχανή άρπαξε αμέσως φωτιά και οι φλόγες μέσα σε δευτερόλεπτα άρχισαν να εξαπλώνονται σε όλο το όχημα . Όπως αναφέρουν τα δημοσιεύματα της εποχής, επικράτησε πανικός. Τα παιδιά προσπαθούσαν έντρομα να βγουν από την πόρτα ενώ τα τύλιγαν οι φλόγες. Τα παιδιά μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο Παίδων όπου νοσηλεύτηκαν. Οι γιατροί ανακοίνωσαν ότι βρίσκονταν εκτός κινδύνου, αλλά ότι χρειαζόταν επιμελής νοσηλεία για την αντιμετώπιση των εγκαυμάτων. Οκτώ από τα δεκατρία παιδιά είχαν υποστεί σοβαρές βλάβες και οι ουλές δεν επρόκειτο να αποκατασταθούν χωρίς πλαστικές επεμβάσεις.

Αμέσως μετά το τραγικό συμβάν ξεκίνησαν οι ανακρίσεις για να βρεθούν τα αίτια του ατυχήματος και να εξακριβωθεί η ασφάλεια του σχολικού λεωφορείου.

Στο εδώλιο κάθισαν πέντε κατηγορούμενοι. Ο ιδιοκτήτης του σχολείου, ο οδηγός του λεωφορείου, ένας μηχανικός του Υπουργείου μεταφορών και δύο ιδιοκτήτες συνεργείων αυτοκινήτων, στους οποίους είχε ανατεθεί η συντήρηση του λεωφορείου.

Οι δίκη ορίστηκε τον Μάρτιο του 1973. Οι γονείς και τα παιδιά προήλθαν στο δικαστήριο και ζήτησαν την τιμωρία των ενόχων του τραγικού ατυχήματος. Δημοσιεύματα εκείνης της εποχής περιγράφουν την εικόνα των παιδιών που ήταν τρομακτική: συρρικνωμένα πρόσωπα, φαλακρά κεφάλια, βαθιές ουλές στην σάρκα, κλειστά μάτια, κομμένα αυτιά και καμένα χεράκια. Όπως ήταν φυσικό κανένα από τα παιδιά δεν ήταν σε θέση να καταθέσει και τον ρόλο του μάρτυρα κατηγορίας ανέλαβαν οι γονείς του.

Πηγή: Μηχανή του Χρόνου

Κατήγγειλαν την κατάσταση και τον έλεγχο του οχήματος ως πλημμελή και κατέθεσαν ότι επρόκειτο για  «ένα κινούμενο φέρετρο». Μάλιστα αναφερόμενοι στην στάση του οδηγού  είπαν ότι «το ένα παιδί έσωζε το άλλο, ενώ ο οδηγός αδρανούσε».

Η δοκιμασία των παιδιών ήταν μεγάλη γιατί εκτός από την τρομακτική εμπειρία της φωτιάς, χρειάστηκαν να υποβληθούν σε συνεχείς  επανορθωτικές επεμβάσεις για να αποκαταστήσουν τις βλάβες που είχαν υποστεί. Προς επιβεβαίωση της δύσκολης κατάστασής τους παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο φωτογραφίες τους πριν από το ατύχημα.

Ο σωλήνας του καρμπιρατέρ βρέθηκε ότι είχε δεθεί με σπάγκο…

Οι κατηγορούμενοι επέρριπταν τις ευθύνες ένας στον άλλον και προέβαλλαν όλοι ότι ήταν αθώοι.

Οι αρμόδιοι των συνεργείων και του Υπουργείου Μεταφορών προσπαθούσαν να πείσουν το δικαστήριο ότι ο έλεγχος στο σχολικό λεωφορείο γινόταν κάθε χρόνο, παρόλο που η καρτέλα ελέγχου του συγκεκριμένου λεωφορείου δεν βρέθηκε.

Υποστήριξαν ότι ελέγχονταν όλες οι βασικές λειτουργίες και ότι «τα κρυμμένα ελαττώματα δεν ήταν δική τους ευθύνη».

Ο ιδιοκτήτης του σχολείου, όπως ανέφερε στην κατάθεση του, είχε ευθύνη μόνο να πηγαίνει το λεωφορείο προς έλεγχο από εκεί και πέρα ήταν δουλειά του τεχνικού να κάνει την σωστή συντήρηση.

Ωστόσο η έρευνα που διενεργήθηκε μετά το ατύχημα έδειξε ότι το λεωφορείο ήταν προς απόσυρση, αλλά δόθηκε τελικά παράταση 3 ετών!

Επίσης, διαπιστώθηκε ότι ο πλαστικός σωλήνας του καρμπιρατέρ της μηχανής που ήταν η εστία της φωτιάς βρέθηκε ότι είχε δεθεί με ένα σπάγκο.

Ποινές μόνο για τον ιδιοκτήτη και τον οδηγό

Ο εισαγγελέας Ιωάννης Καρατζάς στην αγόρευση του χαρακτήρισε την ανάφλεξη του λεωφορείου ως ένα «δραματικό ατύχημα», το οποίο οδήγησε σε δυσμορφία τα πρόσωπα των παιδιών και σε ατροφία τα άκρα τους λόγω των εγκαυμάτων.

Το Τριμελές πλημμελειοδικείο έκρινε ένοχους τον ιδιοκτήτη του σχολείου και τον οδηγό του λεωφορείου στους οποίους υπεβλήθη ποινή φυλάκισης ενός έτους και έξι μηνών και ενός έτους και δύο μηνών αντίστοιχα, ενώ απήλλαξε από τις κατηγορίες του άλλους τρεις εμπλεκόμενους.