Στις 26 Ιανουαρίου 1977 πεθαίνει ο Φιλοποίμην Φίνος. Ο κινηματογραφικός παραγωγός που συνεβαλε τα μέγιστα για την ανάπτυξη του ελληνικού σινεμά.

Όπως γράφει ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» της 3ης Φεβρουαρίου 1977, «ο Φιλοποίμην Φίνος γεννήθηκε το 1908 στην Τιθορέα Βοιωτίας. Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες, χωρίς να τα χρησιμοποιήσει όμως ποτέ επαγγελματικά.

Πολυτεχνίτης

»Από πολύ νωρίς αγάπησε τον κινηματογράφο, δουλεύοντας σαν μηχανικός προβολής στην αίθουσα που είχε ο πατέρας του στην Αθήνα. Το 1939 ιδρύει μαζί με άλλους τα “Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο”.

»Τα πρώτα χρόνια κάνει ο ίδιος το σκηνοθέτη, τον οπερατατέρ, το μοντέρ…Παράλληλα φροντίζει να αποτυπώνει με τη μηχανή του τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής, δημιουργώντας ένα πολύτιμο κινηματογραφικό αρχείο.

O Φιλοιπήμων Φίνος

Φίνος Φίλμς

»Το 1942 ιδρύει την “Φίνος Φιλμ” που εξελίσσεται στη μεγαλύτερη κινηματογραφική μονάδα παραγωγής της Ελλάδας, με περισσότερες από 150 ταινίες στο ενεργητικό της.

»Πολλές από αυτές πήραν μέρος σε διεθνή φεστιβάλ ή κρίθηκαν υποψήφιες για Όσκαρ. Πριν λίγα χρόνια ο Φίνος κατασκεύασε στα Σπάτα της Αττικής καινούργια στούντιο, που είναι τα μεγαλύτερα των Βαλκανίων. Ήταν παντρεμένος από πολλά χρόνια αλλά δεν είχε παιδιά».

Η Έλενα Ακρίτα και ο Μπάμπης Κομνηνός παρουσιάζουν στον «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ» όσα είπαν για τον Φίνο στενοί του φίλοι και συνεργάτες.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» 3.2.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Το μαγικό κατσαβίδι

«Ήταν στα χρόνια της κατοχής. Οι Γερμανοί, για να κάνουν μιάν απογραφή είχαν φέρει ένα ηλεκτρονικό μηχάνημα που επεξεργαζόταν αποτελέσματα σε καρτέλα. Ήταν κάτι πολύ εντυπωσιακό για την επαρχιώτικη τότε Ελλάδα και ο Φίνος έστειλε το συνεργείο των επικαίρων να κινηματογραφήσει το γεγονός. Όμως το μηχάνημα δε δούλευε και περίμεναν ειδικό τεχνικό από τη Γερμανία για να δει τι έχει.

»“Μη φεύγετε, έρχομαι αμέσως” ήταν η αντίδραση του Φίνου όταν του τηλεφώνησαν τα νέα. Και πήγε. Το περιεργάστηκε για λίγο το μηχάνημα, που το έβλεπε για πρώτη φορά, καθησυχάζοντας τους ανήσυχους Γερμανούς ότι δεν πρόκειται να το πειράξει, και ξαφνικά…βγάζει από την τσέπη το κατσαβιδάκι που είχε πάντα μαζί του. Σκαλίζει μια βίδα πριν προλάβει κανένας να τον εμποδίσει και μέσα σε τρία λεπτά το μηχάνημα δούλευε.

»Δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει δουλέψει με το Φίνο και να μην θυμάται το “μαγικό κατσαβίδι” του. Και δεν υπάρχει μηχάνημα που να παρέλαβε ο Φίνος και να μην το έκανε κυριολεκτικά βίδες την πρώτη κιόλας μέρα.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» 3.2.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Μίμης Πλέσσας

«“Ήταν ο άνθρωπος εκείνος που μπορούσε να δέχεται κάθε εποχή και την προκοπή της”. Θυμάται ο Μίμης Πλέσσας, ο συνθέτης που έντυσε με μουσική τις περισσότερες ταινίες του Φίνου. “Κάποιος κοινός φίλος του πρότεινε να γράψω εγώ τη μουσική για τους “Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες”.  ‘Αυτός;’, είπε ο Φίνος. ‘Μα αυτός είναι πια στιμένο λεμόνι’.

»“Δε με ήθελε καθόλου. Τελικά πείστηκε και μου έδωσε μια πρώτη ευκαιρία. Από τότε δεν έκανε καμία μουσική αν δεν την πρότεινε πρώτα σε μένα. (…)

Δεν είχε ποτέ προκαταλήψεις. Μπορεί να μην το έδειχνε πάντα, αλλά έστω και σιωπηλά παραδεχόταν το λάθος του και πάσκιζε να το διορθώσει

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» 3.2.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο ατίθασος ζεν πρεμιέ

«Ο ζεν – πρεμιέ της ταινίας τους είχε κάνει όλους άνω – κάτω. Δεν πήγαινε στα γυρίσματα ή πήγαινε στουπί στο μεθύσι, (πράγμα που ήταν το ίδιο). Είχανε φτάσει πια στο απροχώρητο. Αποφασίσανε να τον αντικαταστήσουν με τον Αλέκο Αλεξανδράκη.

»“Μη στεναχωριέσαι, είπε ο Φίνος στον προηγούμενο ηθοποιό. (…) Όταν σε ξαναχρειαστούμε θα σε φωνάξουμε”. Και στ’ αλήθεια ποτέ δεν κράτησε κακία. Κι έκανε πολλές άλλες ταινίες μαζί του. (

Θανάσης Βέγγος

» “Μα, και τι δεν ήτανε. Εργάτης, μάστορας, άνθρωπος πάνω απ’ όλα». Εξομολογείται ο Θανάσης Βέγγος. “Όταν το 1967 είχα αυτό το τεράστιο οικονομικό χρέος, χτύπησα όλες τις πόρτες των παραγωγών. Κανένας εν με ήθελε στη δουλειά του. Μονάχα ο Φίνος με ξαναπήρε.

“Έτσι, απλά, χωρίς εχέγγυα, χωρίς να μου ζητήσει τίποτα. Ποτέ δε με ρώτησε τι έργο γύριζα. Ερχόταν μόνο στην προβολή και τόβλεπε. Toυ έφτανε να ξέρει τους σκηνοθέτες και τον τίτλο. Όλα τ’ άλλα τα άφηνε σε μας. Είχε εμπιστοσύνη στους συνεργάτες του”.

»“Ήταν όλοι τους παιδιά μου”, συνήθιζε να λέει. Κι ήταν στ’ αλήθεια παιδιά του. Τους πάντρευε, τους φρόντιζε, τους βάφτιζε τους απογόνους».