Λένε πως οι θρύλοι δεν πεθαίνουν ποτέ. Ετσι είναι. Πέρασαν τέσσερα χρόνια από το αδιανόητο. Ποιος είδε να σβήνει το λαμπερό χαμόγελο του Κόμπε Μπράιαντ; Φεύγουν ποτέ τέτοιοι αθλητές, τέτοιοι άνθρωποι; Από τις τραγωδίες των Κόρατς και Πέτροβιτς είχε να ζήσει το παγκόσμιο μπάσκετ τέτοιο σοκ. Δεν ήταν απλά καλοί παίκτες. Ηταν πολύ περισσότερα. Ανθρωποι από εκείνους που έχουν μπει στη σφαίρα της αθανασίας.
Ο Κόμπε ήταν κάτι περισσότερο από ένας σπουδαίος μπασκετμπολίστας – ήταν πατέρας, σύζυγος και γιος. Αυτό όμως για το οποίο θα τον θυμούνται περισσότερο είναι το πώς ενθουσίασε τους θαυμαστές του σε όλο τον κόσμο και ενέπνευσε χιλιάδες νέους μπασκετμπολίστες που ακολουθούν ακόμη τα βήματά του. Δεν θα ξεχαστεί ποτέ επειδή κατάφερε να εδραιώσει την κληρονομιά του ως ένας από τους σπουδαιότερους που άλλαξαν την ιστορία του αθλήματος.
Πέρα από τα μυθικά ρεκόρ, τους αμέτρητους πόντους, τις πληθωρικές εμφανίσεις, ήταν άνθρωπος με το «Α» κεφαλαίο. Τα επιτεύγματά του τεράστια. Για να πετύχει ο Μπράιαντ όλα όσα έκανε, χρειαζόταν να έχει απαράμιλλη θέληση να κερδίσει και να κυριαρχήσει στο μπάσκετ. Την είχε από την αρχή ως το τέλος.
Το παρατσούκλι
Ενας πρωταθλητής πρέπει να έχει θάρρος και ένστικτο δολοφόνου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ένα από τα παρατσούκλια του Kobe ήταν το «Black Mamba». Πήρε το όνομά του από το δηλητηριώδες φίδι. Θεωρούνταν «δολοφόνος» καθώς έκανε τόσα και τόσα νικηφόρα σουτ. Αυτή η νοοτροπία ήταν κάτι που μαγεύει κάθε νέο παίκτη. Παίκτες όπως ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, ο Τράε Γιανγκ, ο Κάιρι Ιρβινγκ, ο Κάουι Λέοναρντ, ο Ντεμάρ Ντερόζαν και ο Τζέισον Τέιτουμ είναι μερικοί μόνο από τους αθλητές που τον είχαν ως είδωλο. Ο Μπράιαντ έχει γίνει το σύγχρονο avatar της νίκης σε μια γενιά οπαδών του μπάσκετ και αθλητών που είναι πολύ μικροί για να θυμούνται τον Μάικλ Τζόρνταν. Πρωταθλήματα, χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, κάθε ρεκόρ. Οποιον στόχο κι αν έθεσε ο Κόμπε, τον κατάφερε.
Η ταινία που τον συγκλόνισε
Η κληρονομιά του Μπράιαντ είναι η νοοτροπία του Black Mamba, που ζει ανάμεσα στους επαγγελματίες αθλητές του σήμερα. Bασίζεται στο «Kill Bill: Volume 2» του Quentin Tarantino. Στην ταινία του 2004, ένας από τους χαρακτήρες της ταινίας ψαχουλεύει μια βαλίτσα γεμάτη χρήματα για να ανακαλύψει ότι μια μαύρη μάμπα κρύβεται στον χαρτοφύλακα. Το φίδι δαγκώνει τον τύπο πολλές φορές και στη συνέχεια ο χαρακτήρας της Daryl Hannah κάνει έναν μονόλογο για το πώς η μαύρη μάμπα μοιάζει με τον «ενσαρκωμένο θάνατο».
Ο Μπράιαντ είχε πει στο «New Yorker» ότι παρακολούθησε την ταινία, εξερεύνησε το διαβόητο φίδι και σκέφτηκε: «Αυτή είναι μια τέλεια περιγραφή του πώς θα ήθελα να είναι το παιχνίδι μου».
Με την πάροδο του χρόνου, η νοοτροπία αυτή έγινε συνώνυμη με μια εμμονική επιδίωξη της τελειότητας σε όλες τις πτυχές της ζωής και ήταν μια κατευθυντήρια αρχή για τους αθλητές που ήθελαν να αποκτήσουν το περίφημο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου μέρους της καριέρας του και τη συνταξιοδότησή του, ο Μπράιαντ κλήθηκε να εξηγήσει την επιτυχία του σε παιδιά, εφήβους και άλλους επαγγελματίες αθλητές τόσο συχνά που η νοοτροπία του «Μπλακ Μάμπα» έγινε αφορμή για τη φιλοσοφία του να προσεγγίζει το μπάσκετ και τη ζωή. Το κλειδί του Bryant και στα δύο ήταν το ίδιο: εμμονή. «Πρέπει να μπαίνεις σε κάθε δραστηριότητα, κάθε φορά, με επιθυμία και ανάγκη να την κάνεις όσο καλύτερα μπορείς» έγραψε ο Μπράιαντ στα απομνημονεύματά του. «Η νοοτροπία δεν είναι να αναζητάς αποτέλεσμα. Αφορά περισσότερο τη διαδικασία για να φτάσετε σε αυτό το αποτέλεσμα. Εχει να κάνει με το ταξίδι και την προσέγγιση. Είναι ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ».
Πρώτα τα βασικά
Ο Κόμπε έλεγε ότι η επίτευξη των στόχων είναι απλά μαθηματικά. Από νωρίς έμαθε τα βασικά.
Ηξερε ότι δεν θα μπορούσε να γίνει ο καλύτερος παίκτης σε μία εβδομάδα ή ακόμα και σε έναν χρόνο, αλλά ήξερε ότι αν εμφανιζόταν κάθε μέρα για να προπονηθεί και δεν έκανε πίσω, τα μαθηματικά θα αθροίζονταν και θα γινόταν όλο και καλύτερος. Ο Κόμπε δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος μπασκετμπολίστας, αλλά ήταν και μεγάλος ηγέτης.
Οταν τον ρώτησαν πώς ανέβασε το επίπεδο των συμπαικτών του, είπε ότι το κλειδί ήταν πρώτα να τους καταλάβει. Τους άκουγε, κατάλαβε τι τους παρακινούσε και τι τους ενοχλούσε. Ηξερε πότε να τους ωθήσει να καταφέρουν τα πάντα. Είπε ότι δεν ήταν ποτέ η φράση: «Ελάτε, παιδιά! Μπορούμε καλύτερα!». Χωρίς κατεύθυνση, αυτές οι λέξεις δεν σημαίνουν τίποτα.