Το 2024 γιορτάζουμε όχι μία αλλά δύο σημαντικές επετείους.
Συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση του 1974 και την εγκαθίδρυση της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας.
Και εκατό χρόνια από το 1924 όταν εισήχθη η Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία – κατά μια διαφορετική αρίθμηση η πρώτη του είδους…
Θα τις τιμήσουμε δεόντως. Θυμίζοντας πως στα τελευταία εκατό χρόνια της, η Ελλάδα έζησε τα εξήντα δύο σε συνθήκες αβασίλευτης δημοκρατίας.
Δώδεκα ταραχώδη δημοκρατικά χρόνια το διάστημα 1924-1935. Και πενήντα πολύ πιο ασφαλή και αδιατάρακτα από το 1974 έως σήμερα.
Την ίδια περίοδο η βασιλεία λειτούργησε ουσιαστικά μόνο είκοσι επτά χρόνια (1935-1941 και 1947-1967). Λιγότερα κι από το εθνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου.
Παρά λοιπόν έναν ασταθή πρότερο πολιτειακό βίο, η Ελλάδα ακολούθησε με αυτοπεποίθηση τον δρόμο των αβασίλευτων ευρωπαϊκών δημοκρατιών.
Αυτό είναι η διαπίστωση ενός αδιαμφισβήτητου εθνικού success story. Για το οποίο δικαιούνται να καμαρώνουν όσοι το υπηρέτησαν.
Το σημερινό μου σημείωμα θα έκλεινε κάπου εδώ αν με άφηναν να αγιάσω. Δεν με αφήνουν.
Διότι παρά την εξέλιξη μιας πολύχρονης ωριμότητας και σταθερότητας, η δημοκρατία μας βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ακατανόητη ανασφάλεια.
Πληροφορούμαστε από διάφορους καλοθελητές ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα βλέπουμε ή όπως τα νομίζουμε. Οτι δηλαδή την ίδια στιγμή που η δημοκρατία μας βιώνει μια ανέφελη και σταθερή πορεία σε βάθος χρόνου οφείλει να αισθάνεται ότι απειλείται.
Από ποιον; Από ποιους; Για ποιον λόγο; Αβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Αλλοτε κινδυνεύει το «κράτος δικαίου», άλλοτε λείπουν τα «αποτελεσματικά θεσμικά αντίβαρα», άλλοτε χωλαίνει η δικαιοσύνη, άλλοτε τίθενται σε αμφισβήτηση οι «ελευθερίες», τα «δικαιώματα» και η σαχλαμάρα του κάθε περαστικού ειδήμονα.
Η προστασία της δημοκρατίας έχει εξελιχθεί σε εμπορική δραστηριότητα. Και οι «πυρομανείς πυροσβέστες» σε επάγγελμα.
Ασφαλώς η δημοκρατία μας έχει αδυναμίες κι ελλείψεις, η τέλεια δημοκρατία δεν έχει εφευρεθεί ακόμη. Μπορεί ακόμη και να απειλήθηκε κάποιες στιγμές, με πρόσφατο παράδειγμα το 2015. Αν και ποτέ επί της ουσίας.
Αλλά σε καμία άλλη ευρωπαϊκή δημοκρατική χώρα δεν εξελίσσεται όπως στην Ελλάδα μια συνεχής κι ατέρμονη συζήτηση γύρω από τη δημοκρατία που έχουν ή δεν έχουν.
Τη δημοκρατία τους οι άνθρωποι τη ζουν, τη συμπληρώνουν αν χρειάζεται, τη διευρύνουν ή τη ρυθμίζουν και πηγαίνουν παρακάτω.
Και σίγουρα πάντως δεν ανακυκλώνουν ανησυχίες για «ανελεύθερες δημοκρατίες», ούτε καταγγέλλουν τις χώρες τους στο Ευρωκοινοβούλιο, ούτε φλυαρούν για Ορμπαν, Πούτιν ή Ερντογάν, ούτε χρησιμοποιούν μερίδα του Τύπου και του κομματικού συστήματος υπέρ των φαντασιώσεών τους, ούτε δραστηριοποιούνται σε μια ακατάπαυστη καταγγελία κατά πάντων πλην του εαυτού τους.
Λογικά. Αυτού του τύπου η δημοκρατική ανασφάλεια είναι και αβάσιμη και ακατανόητη.
Μπορώ όμως να αποτολμήσω μια εξήγηση.
Πρώτα, οφείλεται σε ιστορικούς λόγους. Η ατελής δημοκρατία που ζήσαμε πολλές δεκαετίες και η ανάγκη διεκδίκησης δημοκρατικών ρωγμών άφησε κατάλοιπο έναν παρωχημένο «συνταγματισμό».
Δεν γνωρίζω άλλη ευρωπαϊκή χώρα όπου κάθε πολιτική συζήτηση να καταλήγει στο Σύνταγμα. Ούτε υπάρχει χώρα όπου η τρέχουσα αντιπαράθεση να εμπλέκει συνταγματολόγους του ποδαριού, όταν δεν διεκπεραιώνεται κιόλας από τους ίδιους.
Ακόμη κι η επιστολική ψήφος που εφαρμόζεται σε όλη την Ευρώπη ή τα μη κρατικά πανεπιστημιακά ιδρύματα καταλήγουν σε μια συζήτηση όχι σκοπιμότητας ή έστω νομιμότητας αλλά σε μια αντιδικία μεταξύ συνταγματολόγων.
Οι οποίοι παρεμπιπτόντως στο όνομα της ερμηνείας του Συντάγματος καταλήγουν να ερμηνεύουν την ίδια τη δημοκρατία.
Τρόπον τινά δηλαδή μπορεί να μην υπάρχει πια πρόβλημα δημοκρατίας στη δημοκρατία μας αλλά μας έμεινε το κουσούρι. Κάνουμε σαν…
Υστερα για πολιτικούς λόγους.
Από τη στιγμή που τα μεγάλα ζητήματα της χώρας όπως ο γεωπολιτικός προσανατολισμός της, το κοινωνικό καθεστώς, το ιδεολογικό πρόσημο ή η φύση της οικονομίας της έχουν γίνει ζητήματα κοινής ή έστω ευρύτατης αποδοχής, τι έμεινε για τον καβγά;
Το ποδόσφαιρο και η δημοκρατία.
Και το μεν ποδόσφαιρο χαίρει δημοτικότητας και δικαιολογεί πάθη. Αλλά πόσοι στην Ελλάδα καίγονται άραγε για τις αρμοδιότητες της ανεξάρτητης ΑΔΑΕ που δεν έχουν ξανακούσει ή για το καθεστώς ενός Τύπου που δεν διαβάζουν;
Απλώς όσοι ασχολούνται με τέτοια δεν έχουν και πολλά να αντιτάξουν για το οφσάιντ της Κυριακής.
Τέλος για καθαρά εμπορικούς λόγους.
Εχετε αναρωτηθεί ποιο όνομα ευρωβουλευτή θα είχαμε ακούσει αν δεν επιδεικνύονταν κάπως στις Βρυξέλλες;
Ούτως ή άλλως ελάχιστο αντίκτυπο έχουν στη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία εξελίσσεται σχεδόν ερήμην τους.
Κι έτσι η δημοκρατία προέκυψε εκ των πραγμάτων ως μια αξιοπρεπής απασχόληση για έναν κοινοβουλευτικό θεσμό. Μαζί με την κουβέντα για τον Τύπο, το Μεταναστευτικό, τα δικαιώματα κάποιων και τις δραστηριότητες διαφόρων λόμπι.
Αναλογικά το ίδιο ισχύει και στον εθνικό χώρο. Η προάσπιση της δημοκρατίας είναι απείρως ευγενέστερη δραστηριότητα από την προάσπιση της μεσογειακής διατροφής ή των τραπεζικών καταθέσεων.
Αλλά για να υπερασπιστείς τη δημοκρατία πρέπει κάποιος να την απειλεί. Και γι’ αυτό οι κίνδυνοι, ακόμη κι ανύπαρκτοι, ακόμη κι επινοημένοι, αποτελούν βασικό στοιχείο του εμπορίου της δημοκρατίας. Τρόπον τινά, πάνε μαζί.
Ολα αυτά φυσικά δεν θα μας εμποδίσουν να γιορτάσουμε τη δημοκρατία μας όπως της αξίζει. Και να είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτήν.
Με μια σκέψη στο μυαλό.
Πως η δημοκρατία δεν είναι ποτέ δεδομένη – το απέδειξε η ανατροπή της το 1935…
Και πως για να ανθήσει και να εδραιωθεί χρειάζεται ώριμους, υπεύθυνους, συγκροτημένους και συνειδητούς πολίτες.
Για να παραφράσω τον κόμη Καβούρ «τώρα που φτιάξαμε τη Δημοκρατία, ήλθε η ώρα να φτιάξουμε και δημοκράτες».