Εντάξει. Ο Ερντογάν είναι καλά. Δεν είχε τίποτα που καθόταν ήσυχος τόσον καιρό. Δεν πρόλαβε να πάρει την έγκριση για τα F-16, αυτά που… υποτίθεται η Τουρκία δεν θα μπορεί να χρησιμοποιήσει εναντίον της Ελλάδας (μα ποιος τα σκέφτεται αυτά;..), και βρήκε τον παλιό καλό εαυτό του: άρχισε αμέσως πάλι να σκούζει όπως παλιά. Δεν είναι κι άσχημα, μας είχε λείψει κάπως. Αλλωστε, το παραμύθι του αναγεννημένου ειρηνόφιλου είναι επικίνδυνο καθώς κάποιοι (υποδύονται ότι) το πιστεύουν. Είπε λοιπόν το Σάββατο μιλώντας στη Σμύρνη: «Ο αγώνας μας δεν τελείωσε με την εκδίωξη του εχθρού από τα εδάφη μας, ρίχνοντάς τον στη θάλασσα στη Σμύρνη πριν από 100 χρόνια». Ε;..
Ομως γιατί να μην το πει; Ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα για τη στάση του όχι μόνον έναντι της Ελλάδας αλλά, πολύ περισσότερο, έναντι του ΝΑΤΟ. Μάλιστα ο γενικός γραμματέας της Συμμαχίας Στόλτενμπεργκ, μακράν ο φανατικότερος υποστηρικτής της Τουρκίας σε μία Συμμαχία την οποία η Αγκυρα έχει γονατίσει με τη στάση της στη διεύρυνση επί μήνες, την υπέδειξε ως παράδειγμα προς την Ουγγαρία! Από την ημέρα που ξεκίνησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Ερντογάν δέχεται διεθνείς επικρίσεις ως δούρειος ίππος της Μόσχας στο ΝΑΤΟ. Δικαίως. Επιπλέον, σε κάθετη αντίθεση με το σύνολο του δυτικού κόσμου, Ευρώπης και Αμερικής, η Τουρκία όχι απλώς δεν καταδίκασε, αλλά υποστήριξε θερμότατα τη Χαμάς από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της στο Ισραήλ και μετά, επιτιθέμενη δε διαρκώς και οξύτατα σε Ισραήλ και Δύση.
Δηλαδή, αυτή η στάση δείχνει ότι για να γίνεσαι… παράδειγμα και να επιτυγχάνεις τους στόχους σου πρέπει να εκβιάζεις διαρκώς τους συμμάχους σου, να θέτεις σε κίνδυνο τους κοινούς σχεδιασμούς, να σηκώνεσαι συνοφρυωμένος από το τραπέζι των νατοϊκών συνόδων και να πηγαίνεις στο Σότσι να τα πείτε μες στην καλή χαρά με τον παλιόφιλο τον Πούτιν ή, τώρα, να ψηφίζεις το «ναι» για τη Σουηδία την Τρίτη έπειτα από μία οδύσσεια και την Τετάρτη, 24 ώρες αργότερα, να ανακοινώνεις ότι αναμένεις στην Αγκυρα τον πρόεδρο του Ιράν.
Η αντιμετώπιση της Τουρκίας μετά όσα έχουν συμβεί θα πρέπει να καταστεί πεδίο ανησυχίας για την ελληνική κυβέρνηση, καθώς εξελίσσεται ένας διάλογος για τον οποίο επικρατεί σιγή ασυρμάτου σε ώρα τουρκικής… αποθέωσης για την Αγκυρα απλώς επειδή σταμάτησε επιτέλους, προς στιγμή, να υπονομεύει τη Συμμαχία, στην οποία ανήκει, υπέρ του αντιπάλου της. Προφανώς η Αγκυρα απολαμβάνει και πάλι ένα υπερτιμημένο καθεστώς το οποίο πιθανότατα επιχειρεί να αξιοποιήσει στη διαπραγμάτευση με την Ελλάδα.
Αλλωστε, κάτι τέτοιο συνιστά και τη μοναδική δυνατή εξήγηση για την «ησυχία» του Ερντογάν επί τόσους μήνες, κατά τους οποίους μετακινήθηκε, υποτίθεται, από το «θα τους πετάξουμε στη θάλασσα» (που το… θυμήθηκε πάλι), τη ρητορική περίπου είκοσι ετών, για να οδηγηθεί στο «δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε, εμείς κι εσείς είμαστε ένα»… Αυτό δεν εξηγείται ούτε και από το πράσινο φως για τα F-16, αλλά ούτε και θεραπεύεται με το ελληνικό εξοπλιστικό που ακολούθησε.
Αραγε αυτό συμβαίνει χωρίς κανείς να αναρωτιέται στην Αθήνα το γιατί; Μα είναι αδύνατον, καθώς στην καρδιά της κυβέρνησης ξέρουν (;) φυσικά τι διαπραγματεύονται. Ενα άλλο πολύ πιεστικό ερώτημα όμως, που εγείρεται ευθέως από τα ίδια τα γεγονότα, είναι και αν ξέρουν τι κάνουν. Πριν στεγνώσει το μελάνι της πολυδιαφημισμένης «Διακήρυξης των Αθηνών», που με περισσή σπουδή υπέγραψε με την Τουρκία πιστοποιώντας την παραπάνω δήθεν «νέα εποχή», η Ελλάδα τρέχει τώρα με επιστολή στον ΟΗΕ να σταματήσει τη Λιβύη από την επέκταση της ΑΟΖ της, η οποία είναι απόρροια του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου και εξόφθαλμα κίνηση υπό την καθοδήγηση της Αγκυρας. Αυτή η παράνοια δεν νοείται ως εξωτερική πολιτική χώρας που ξέρει τι κάνει, πού πατάει και πού βρίσκεται.