Συμπληρώνονται φέτος δέκα χρόνια από την κυκλοφορία του «Γκιακ» (2014 Αντίποδες, 2020 Πατάκης) του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Της συλλογής διηγημάτων όπου οι αντιήρωες είναι στρατιώτες που πολέμησαν στα άγρια πεδία των μαχών στη Μικρά Ασία και επιστρέφουν οριστικά αλλαγμένοι στον τόπο τους, στη Λοκρίδα. Αυτή ήταν η αφορμή για τη συζήτησή μας, εν αναμονή του νέου του βιβλίου που θα έχει τη μορφή μυθιστορήματος και διαδραματίζεται στη σημερινή εποχή.
Σε ποιο σταυροδρόμι σάς βρίσκουμε σε επίπεδο δημιουργίας;
Αυτή την περίοδο πιάνω να γράψω μια ιδέα που έχω συλλάβει καιρό. Η έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί, είμαι στο αρχικό στάδιο ακόμη. Οργάνωση σημειώσεων περισσότερο και λίγο γράψιμο. Στην εκκίνηση γενικά είμαι αργός. Με ενδιαφέρει πρώτα απ’ όλα να κλείσω τις εκκρεμότητες της έρευνας, γιατί αλλιώς αποσυντονίζομαι. Συνήθως μετά σπριντάρω. Αν και τώρα πρόκειται περί μυθιστορήματος, που είναι διαφορετικής σύλληψης από τα διηγήματα. Για παράδειγμα, εκείνα του «Γκιακ» ή της «Μεταποίησης» (Κέδρος, Πατάκης) τα έγραψα σε μια καθισιά.
Σας δυσκολεύει η μετάβαση;
Περισσότερο στο κομμάτι της οργάνωσης του χρόνου και στην τακτικότερη ενασχόληση με τη γραφή. Σχεδόν πάντοτε αντλώ το τι θα γράψω μέσα από μια δεξαμενή ζητημάτων που με ενδιαφέρουν. Τα οποία με απασχολούν καθημερινά. Πνευματικά δηλαδή πατάω σε συγκεκριμένους κόσμους. Ολα ξεκινούν από ένα ερώτημα που θέλω να θέσω ή ακόμη και από μια εικόνα που έχω δει. Μετά αφήνω τα πράγματα να συμβούν, παίρνοντας μια απόσταση. Βέβαια καταστάσεις έρχονται και από το ασυνείδητο. Η γραφή είναι ένας τρόπος να διερευνήσω γιατί μου συμβαίνουν αυτά, γιατί εκείνη η ιδέα προεξέχει τόσο έντονα.
Αυτό είναι λογοτεχνία για εσάς, διερεύνηση; Ποια είναι τα διαβάσματά σας;
Μεγάλο ερώτημα αυτό! Είναι και η διερεύνηση, όμως η δική μου απάντηση για το τι είναι λογοτεχνία αλλάζει ανάλογα με την περίοδο στην οποία βρίσκομαι. Κάποιες φορές απαντάται στο να γράψω μια ιστορία που θα ήθελα να διαβάσω και άλλες φορές βρίσκεται στην απόδραση από τη φασαρία γύρω. Μη φανταστείτε ότι διαβάζω κάτι το συγκεκριμένο που μπορώ να εντοπίσω, τουλάχιστον στο κομμάτι της λογοτεχνίας, είναι πολλά. Εκτός από την Ιστορία με ενδιαφέρει αρκετά η Βιολογία από την πλευρά της ηθολογίας. Μικρότερος διάβαζα Μάικλ Μούρκοκ, Τζ. Ρ. Τόλκιν και fantasy για παράδειγμα και μετά νεοελληνική λογοτεχνία από τη δεκαετία του ’30 έως και εκείνη του ’90. Ο Ηλίας Βενέζης που τον διάβασα μικρός και ο Παύλος Μάτεσις είναι δύο θα έλεγα διαχρονικές επιρροές μου. Εχω και πολλά pulp διαβάσματα, όπως βέβαια ρόλο έχει παίξει και ο κινηματογράφος, οι ταινίες τρόμου περισσότερο. Αλλά και τα βιντεοπαιχνίδια. Πρόλαβα την αφήγηση αξιώσεων στα βίντεογκεϊμς. Παίζοντας, ζούσες και μια εμπειρία διαδραστικής αφήγησης. Οπως βλέπετε, οι πηγές μου είναι πολλές.
Πότε κατάλαβες ότι είσαι συγγραφέας;
Ακόμα και τώρα το διαπραγματεύομαι. Νιώθω πως κάτι προσπαθώ να πιάσω και πάντα γλιστρά μέσα από τα χέρια μου. Θα μπορώ να πω με σιγουριά σε μερικά χρόνια από τώρα. Νεαρότερος δεν σκεφτόμουν να γράψω κάτι για μένα για πολλούς λόγους. Ο πατέρας μου με ενθάρρυνε. Εγώ ήμουν αρνητικός. Ετσι με… δωροδόκησε. Μετά βρήκα κάτι από τον εαυτό μου εκεί μέσα.
Τι αίσθηση σας έχει αφήσει το «Γκιακ» μετά από τόσα χρόνια. Η επιτυχία του πόσο επηρέασε ψυχικά;
Κοιτάξτε, πρώτον με επηρέασε επαγγελματικά. Μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω πράγματα που ονειρευόμουν πριν. Ηταν μεγάλη αλλαγή για μένα. Ξαφνικά ότι δεν διαπραγματεύεσαι αν σε εμπιστεύεται κάποιος να κάνεις κάτι, σου δίνει μια σιγουριά. Δημιουργικά δεν μπορώ να πω ότι με μπούκωσε με την έννοια πως θα φτιάξω το επόμενο. Καθετί που κάνω είναι εξίσου δύσκολο, αποτελεί μια πρόκληση, και αυτό με αγχώνει. Η αναμέτρηση δεν γίνεται τόσο με το παρελθόν, αλλά στην πρόκληση του τι θα κάνω μετά. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που γράφουν επειδή πρέπει για κάποιους λόγους να συνεχίσουν να γράφουν. Η διαδικασία της γραφής για μένα είναι επώδυνη. Απολαμβάνω μετά την ολοκλήρωση.
Εχετε σκεφτεί ότι πολλοί περιμένουν ένα «Γκιακ» ακόμη; Μπορεί να είναι ευχή και κατάρα ένα έργο;
Το έχω σκεφτεί ναι. Αλλά χωρίς να θέλω να ακουστεί κωλοπαιδίστικο, είναι ένα θέμα που δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Εννοώ όταν έχεις μια μεγάλη επιτυχία, πάντα κάποιος περιμένει κάτι. Αλλά κι αυτό το κάτι για πολλούς δεν είναι σχηματισμένο εντελώς. Αλλοι περιμένουν ένα «Γκιακ» νούμερο 2 και άλλοι να βγάλω κάτι τελείως διαφορετικό. Σίγουρα πολλοί θα απογοητευτούν. Είμαι έτοιμος για όλες τις αντιδράσεις. Δεν αισθάνομαι ότι πρέπει να ανταποκριθώ στην αναγνωρισιμότητα. Η ζωή μου καθορίζεται από καθημερινά άγχη, που έχουν να κάνουν με το πώς θα βγει ο μήνας.
Με το «Γκιακ» αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον για τις γλώσσες των παραδοσιακών κοινοτήτων εντός Ελλάδας, ιδιαίτερα από νεαρότερο κοινό. Μια εξερεύνηση της ρίζας που τη βλέπουμε και αλλού, π.χ. στη μουσική. Μπορείτε να μας πείτε περισσότερα;
Οποιαδήποτε γλώσσα κι αν χρησιμοποιήσεις με σωστό τρόπο, γίνεται η συγγραφική γλώσσα σου. Το γραπτό θα πρέπει να υπηρετήσει τον λογοτεχνικό λόγο, αλλιώς γίνεται μια εθνογραφική καταγραφή. Ενα εργαλείο δηλαδή που να εξυπηρετεί τη δραματουργία σου. Θεώρησα τότε πως ο αφηγηματικός κόσμος του «Γκιακ» μπορεί να αποτυπωθεί μόνο μέσα από βλέμμα και τη σκοπιά των χαρακτήρων, οπότε η επιλογή της γλώσσας ήταν φυσική συνέχεια. Η αλήθεια είναι ότι παρατηρώ αυτή την τάση που εντοπίζετε. Αν ο άνθρωπος χρησιμοποιεί αυτά τα εργαλεία συνειδητά γιατί του είναι απαραίτητα στην ιστορία που θέλει να πει, καλώς. Αν το κάνει επειδή θεωρεί ότι αυτό πουλάει πια, μιλάμε για κακή μανιέρα. Καλό θα είναι να είσαι ειλικρινής με τη φωνή σου, τι αγγίζει πραγματικά εσένα δηλαδή. Κάπως έτσι συμβαίνει και η απόπειρα διαλόγου μέσα από τη λογοτεχνία. Βλέπω επίσης την τάση ανάδειξης μιας ιδιαίτερης ταυτότητας σαν ένα νέο αυθεντικό τοπικό προϊόν. Υπάρχουν φορές που μοιάζει με τον εξωτισμό. Μια αντίληψη κέντρου και περιφέρειας, που είναι επί της ουσίας παρωχημένη. Θεωρείται, για παράδειγμα, ότι οι άνθρωποι του κέντρου θέλουν να έρθουν σε επαφή με μια αυθεντική κουλτούρα ή προϊόν και ουσιαστικά όσοι δεν ορίζουμε την ταυτότητά μας με τους όρους του κέντρου μπαίνουμε στη διαδικασία να εξυπηρετήσουμε αυτή την ανάγκη, πλασάροντάς τους το προϊόν που θέλουν να καταναλώσουν εκείνοι. Το οποίο δεν έχει σχέση με την πραγματική ταυτότητα της περιφέρειας. Παίζουμε με το ηθογραφικό προϊόν. Είναι σαν να σερβίρουμε καλαμαράκι σε μπέργκερ, κάτι σαν Mc-Σαρακοστή. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, είναι προβληματικό.
«Αν μου δοθούν ευκαιρίες, θα συνεχίσω στο θέατρο»
Αναγνωρίζετε τον όρο γενιά;
Μόνο ηλικιακά. Στην εποχή μας ο καθένας τραβάει κι από άλλο δρόμο. Θα καταλάβαινα το «γενιά» αν υπάρξει ένας ικανός αριθμός δημιουργών που με έναν τρόπο συγκινείται και υπηρετεί συνεκτικά μια αφήγηση. Αυτή η αφήγηση δεν θα είναι απαραίτητα ένας από τους «-ισμούς» του παρελθόντος, αλλά ένα βαθύ αίτημα. Πίσω από το «γενιά» υπάρχει μια αγωνία αφενός κατηγοριοποίησης, αφετέρου να εξιδανικευτεί μια κάποια νεότητα. Ομως αυτό δεν συμβαίνει όταν γράφουμε ετερόκλητα πράγματα. Επίσης είμαι αντίθετος με τις «θεματικές» στην τέχνη.
Το θέατρο και ο κινηματογράφος πώς ήρθαν στη ζωή σας;
Το σινεμά ήταν καημός από παλιά. Μου δόθηκε η καλύτερη ευκαιρία που μπορούσα να φανταστώ, να δουλέψω με τον Γιάννη Οικονομίδη δηλαδή. Γιατί σέβομαι το έργο του και σαν άνθρωπος είναι από τους λίγους. Ηξερα από την αρχή πως μια ταινία γράφεται τρεις φορές: στο σενάριο, στο γύρισμα και στο μοντάζ. Γνώριζα ότι θα είμαι μόνο στο σενάριο, οι όροι τέθηκαν από την αρχή πολύ καθαρά κι έτσι προχωρήσαμε. Το θέατρο μπήκε από τύχη. Είχα παραχωρήσει τα δικαιώματα για το «Γκιακ» και είπα στον Θανάση Δόβρη που το ανέβασε ότι εγώ δεν θέλω να είμαι στα πόδια σου, είναι μια άλλη τέχνη, και το ίδιο είπα και στη Γεωργία Μαυραγάνη. Ηθελα να νιώσουν το ίδιο ή όσο το δυνατόν ελεύθεροι όπως ήμουν εγώ όταν έγραφα το βιβλίο. Δεν έχω ασχοληθεί επισταμένα με τη θεατρική γραφή. Η «Εξημέρωση» είναι ένα κείμενο μόνο που προοριζόταν για σκηνή. Η δραματουργία είναι κάτι που με ιντριγκάρει όμως. Εχει έρευνα από πίσω και περιλαμβάνει τον προβληματισμό και την ανάγκη να εκφραστεί κάτι με συγκεκριμένο τρόπο. Το αρχαίο δράμα και η μετάφρασή του επίσης είναι πρόκληση για εμένα, καθότι το κάθε κείμενο έχει δέκα διακείμενα για παράδειγμα. Είναι σαν να λύνεις έναν γρίφο και παράλληλα να προσπαθήσεις να μεταδώσεις στον κόσμο τα κλειδιά του μύθου. Αν μου δοθούν ευκαιρίες, θα συνεχίσω στο θέατρο.
Η περιπέτειά σας στο εξωτερικό πώς πήγε;
Ε, Οξφόρδη ουσιαστικά. Ξεκίνησα το μάστερ εκεί και το διδακτορικό μου, το οποίο δεν ολοκλήρωσα. Στην Οξφόρδη πήγα γιατί είχα σκεφτεί να ακολουθήσω ακαδημαϊκή καριέρα. Στο διδακτορικό διαπίστωσα ότι αυτό το πλαίσιο δεν είναι για μένα. Τα πράγματα που ήθελα να κάνω ήταν μερικώς συμβατά με εκείνα που έπρεπε να κάνω. Και κάποια στιγμή έκανα την τομή. Δεν ήταν εύκολη απόφαση. Γυρίζοντας έπρεπε να βρω δουλειά να βιοποριστώ. Είχα κι ενοχές, είναι η αλήθεια. Αλλά το κίνητρο ήταν αυτό του καθήκοντος από κάποια στιγμή κι έπειτα, όχι της αγάπης.
Είχατε δει τον διάλογο για τον επαναπροσδιορισμό των κλασικών σπουδών;
Δεν τον πρόλαβα ακριβώς. Προϋπήρξαν όμως προβλήματα ήδη από το κραχ του 2008, με τη συρρίκνωση των ανθρωπιστικών σπουδών, που περιελάμβανε κλείσιμο τμημάτων, υποχρηματοδότηση κ.λπ. Η συζήτηση για τις κλασικές σπουδές άναψε στη συνέχεια. Εγώ είμαι της πιο παλιάς σχολής. Θεωρώ ότι η πλήρης αποδόμηση της αξίας των κλασικών σπουδών είναι επιζήμια για τις κοινωνίες μας. Αντιλαμβάνομαι πως χρειάζεται να εκσυγχρονιστεί η διδασκαλία και κυρίως να εξηγηθούν ιστορικά συμβάντα. Για παράδειγμα, μπορούμε να αναρωτηθούμε γιατί έχει σημασία σήμερα να έρθουμε σε επαφή με το αρχαίο δράμα. Δεν το θεωρώ απαραίτητα κακό, ίσα-ίσα έτσι μπορεί να αναδειχθεί εκ νέου η σπουδαιότητα της ενασχόλησης του ανθρώπου με τις ιδέες που υπάρχουν εκεί.
Ως λαός φοβόμαστε την κριτική;
Εχω την αίσθηση ότι μας λείπει η αυτοπεποίθηση όσον αφορά το κομμάτι της ταυτότητάς μας. Δηλαδή υπάρχει ένας τρόμος ότι θα υπονομευτεί ανά πάσα ώρα και στιγμή εκείνο που συγκροτεί την ταυτότητά μας, αν κοιτάξουμε με ειλικρίνεια το παρελθόν. Εν τω μεταξύ έχουν επικρατήσει αφηγήματα προβληματικά για το τι σημαίνει να είσαι Ελληνας τελικά. Ας μην ξεχνάμε ότι η συναισθηματική εμπλοκή είχε επικρατήσει για δεκαετίες, κάτι που μας χαρακτηρίζει παραδοσιακά και δεν βλέπουμε καθαρά. Τα τελευταία χρόνια η επιστήμη της Ιστορίας έχει αρχίσει να ανοίγει κεφάλαια της Ιστορίας μας θα έλεγα πιο νηφάλια και κάπως πιο συγκροτημένα. Εγκλωβιζόμαστε πολλές φορές σε έναν ταυτοτικό διχασμό. Η εθνική ταυτότητα δεν μπορεί να καθορίζεται βάσει της καταγωγής του αίματος. Αυτά είναι πράγματα που ευτυχώς έχουν λυθεί και χρειάζεται να το κατανοήσουμε. Η επαφή μας με το άλλο είναι σημαντική.
«Γιατί “πρέπει” να έχουμε άποψη για όλα εδώ και τώρα;»
Η Ιστορία είναι παντού παρούσα και το διαπιστώνουμε και σε πολιτικό επίπεδο. Πυκνή σε ιστορικά γεγονότα η τελευταία δεκαετία, πώς το βλέπετε εσείς;
Εχουμε αμηχανία στα γιατί και τα πώς. Για όλο αυτό το πυκνό πολιτικό σκηνικό των πολλών ταχυτήτων έχω κάποιες ιδέες. Αλλες έχουν διαψευστεί, άλλες φαίνεται να ισχύουν, όμως ο χρόνος θα δείξει. Ολη αυτή η αναταραχή βιώνεται άμεσα και από τον βομβαρδισμό της πληροφορίας. Ναι μεν δεν παραιτούμαστε, παραμένουμε ενεργοί πολίτες, παρατηρούμε, όμως δεν χρειάζεται να βιαζόμαστε στο να φτάσουμε σε συμπεράσματα. Αυτό το «πρέπει» να έχουμε άποψη για όλα εδώ και τώρα είναι δείγμα της εποχής. Δεν είμαστε όλοι για όλα. Προβάλλεται εκβιαστικά το αίτημα του «πρέπει» να έχεις οπωσδήποτε άποψη. Πρώτον, είναι αδύνατον και δεύτερον δεν είναι ωφέλιμο, καταλήγει σε εχθροπάθειες. Ισως να ξαναμάθουμε τι σημαίνει κουλτούρα διαλόγου. Εξάλλου για να προχωρήσεις μπροστά χρειάζεται οι ιδέες σου να πείσουν. Στην Ελλάδα ολόκληρες γενιές αρνούνται να ενηλικιωθούν. Και τι σημαίνει ενηλικίωση: η συνειδητοποίηση πως το καθετί έχει ένα τίμημα. Ακόμα και τα δικαιώματα κατακτούνται, τίποτα δεν χαρίζεται.
Τι σας ανησυχεί περισσότερο σήμερα;
Εκείνο που βλέπω, καλά μπορεί να έχω και στρεβλή εικόνα, δεν ξέρω, είναι η αίσθηση της βαθμιαίας διάλυσης των κοινοτήτων, ας το πω έτσι. Και δεν το εννοώ απαραίτητα σε μεγάλη κλίμακα. Αλλά έχουμε αρχίσει να ξεχνάμε τι σημαίνει να ανήκεις σε ένα κοινωνικό σύνολο. Από το πώς σέβεσαι τον συνάνθρωπό σου μέχρι τον συνομιλητή σου ακόμη και όταν διαφωνείτε, βασικό. Για μένα οι κοινωνίες χτίζονται πάνω στο ότι σεβόμαστε πως είμαστε διαφορετικοί και παρ’ όλα αυτά πασχίζουμε για μια κοινή συνισταμένη. Ενας κοινός τόπος είναι το ζητούμενο. Οταν λέμε ότι λείπει η μεγάλη αφήγηση, μπορεί να ακούγεται κλισέ, μα είναι αλήθεια. Μια ιδέα που θα συγκινήσει μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων προς την κατεύθυνση της προόδου. Αντίθετα, παρατηρώ την επικράτηση ενός ηδονισμού. Μιας περιχαράκωσης δηλαδή. Κατακερματισμός των τάξεων, των κοινωνικών ομάδων, της υποχώρησης της αλληλεγγύης, και το ζητούμενο είναι να περνάω εγώ καλά ή το να τα κάνω όλα μόνος μου. Αυτό δεν οδηγεί κάπου. Το συζητούσα τις προάλλες με φίλους κι έλεγα αυτοί εδώ που είμαστε, ο καθένας δεν πιστεύει ότι θα τα καταφέρει μοναχός του και θα είναι η πολύτιμη εξαίρεση στη μηχανή; Και απάντησαν ναι. Οπότε, μια χαρά τα καταφέρνει ο φιλελευθερισμός. Για να φύγεις από αυτή την κατάσταση πρέπει να ανοιχτείς, να νοιάζεσαι και να μιλήσεις πραγματικά στον διπλανό σου και με τα στραβά σου/του. Η δημοκρατική λειτουργία εξάλλου είναι ένας ατέρμονος διάλογος για να βρούμε τα σημεία σύγκλισης. Από την ελληνική πολιτισμική ιδιαιτερότητα μπορούμε να αντλήσουμε παραδείγματα τρόπων και δράσεων.