Λειτούργησε ως σχολείο αλληλοδιδακτικής για 53 κορίτσια και ορισμένα αγόρια. Οταν φωταγωγήθηκε με πυροτεχνικά φώτα επί τη ευκαιρία της επίσκεψης του διαδόχου του βρετανικού θρόνου, από μια αβλεψία η αποθήκη και ο αρχιφύλακας έγιναν παρανάλωμα του πυρός.
Οι σπόνδυλοι των κιόνων του μετατράπηκαν σε αυτοσχέδιες βόμβες και οι τοίχοι του προσέφεραν πρώτη ύλη για να κατασκευαστούν σφαίρες. Και όταν ξεκίνησαν οι εργασίες αναστήλωσής του, ο Οθωνας χτύπησε με ένα σφυρί τρεις φορές τον πρώτο σπόνδυλο ενός κίονά του.
Ολες τούτες οι «άγνωστες» στους περισσότερους ιστορίες αποτελούν μέρος της βιογραφίας του Παρθενώνα. Και μαζί με αρκετές ακόμη, στις οποίες πρωταγωνιστεί είτε το κορυφαίο μνημείο της κλασικής αρχαιότητας είτε το Ερέχθειο και τα Προπύλαια, που συνθέτουν τον βασικό κορμό των κτιρίων πάνω στον Ιερό Βράχο, διανθίζουν τη μελέτη «Από κάστρο σε μνημείο – Μεταμορφώσεις της Ακρόπολης από τον 19ο στον 21ο αιώνα» που κυκλοφόρησε από την Ενωση Φίλων Ακροπόλεως και φέρει την υπογραφή της αρχαιολόγου και δρος Φιλοσοφίας, εξειδικευμένης στην αναστήλωση μνημείων και αντιπροέδρου της ΕΦΑ, Φανής Μαλλούχου – Tufano.
Η έκδοση που πραγματεύεται σε πέντε ενότητες τις διαδοχικές αλλαγές που υπέστη το τοπίο της Ακρόπολης στη διάρκεια των 200 χρόνων της πρόσφατης ιστορίας της και τη διαδρομή της εξέλιξής της από οχυρό κάστρο σε αρχαιολογικό χώρο «γεννήθηκε» από τη διαπίστωση ότι «μεγάλο μέρος του κοινού, ελληνικού και ιδιαιτέρως διεθνούς, αγνοεί την πιο πρόσφατη ιστορία της Ακρόπολης», όπως και «τα ειδικά χαρακτηριστικά των σύγχρονων αναστηλωτικών έργων στην Ακρόπολη, τους στόχους τους, τη φιλοσοφία που τα διέπει και τις τεχνικές που εφαρμόζονται», όπως αναφέρει στον πρόλογό του ο πρέσβης επί τιμή και πρόεδρος της ΕΦΑ Γιώργος Σαββαΐδης.
Πώς φτάσαμε όμως από το δυσπόρθητο κάστρο που δέσποζε πάνω από την Αθήνα τον 19ο αι. – αποτέλεσμα μιας μακραίωνης διαδικασίας, οι απαρχές της οποίας βρίσκονται στον 3ο αι. μ.Χ. και η γιγάντωσή της σημειώνεται τόσο μετά το 1204 με τη λατινική κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο όσο και μετά το 1458 όταν οι Οθωμανοί καταλαμβάνουν την πόλη – στον πρώτο σε προσέλευση αρχαιολογικό χώρο, που οριακά πλέον αντέχει να υποδέχεται όσους θέλουν να τον επισκεφθούν;
Σφαίρες και βόμβες
Η διαδρομή μεγάλη και οι στάσεις που έχει καταγράψει με την πένα της η εκτός των άλλων αναπληρώτρια πρόεδρος της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως στο βιβλίο που κυκλοφορεί στα ελληνικά και τα αγγλικά, πολλές. Επιλέγουμε ενδεικτικά λοιπόν να σταθούμε στα χρόνια 1824-25, όταν στην ελεύθερη τότε Αθήνα ο Παρθενώνας λειτούργησε ως σχολείο αλληλοδιδακτικής για 53 κορίτσια και ορισμένα αγόρια. Στις δύο πολιορκίες της Ακρόπολης, του Νοεμβρίου του 1821 με τους Ελληνες επιτιθέμενους και του Ιουλίου του 1826 (έως τον Μάιο του 1827) σε θέση άμυνας, όταν τα μνημεία υπέστησαν τεράστιες καταστροφές: οι πλάγιοι τοίχοι του Παρθενώνα και του Ερεχθείου καταρρίφθηκαν για να εξαχθεί το μολύβι από τους συνδέσμους και να κατασκευαστούν σφαίρες. Οι σπόνδυλοι του Παρθενώνα έγιναν κοίλοι, γεμίστηκαν με μπαρούτι και μετατράπηκαν σε αυτοσχέδιες βόμβες. Μια Καρυάτιδα δε, ανάμεσα σε αρκετά ακόμη αρχιτεκτονικά μέλη, κατέρρευσε.
Η μεταμόρφωση της Ακρόπολης από κάστρο σε μνημείο αρχίζει το καλοκαίρι του 1834 όταν την επισκέπτεται ο ισχυρός άνδρας της βαυαρικής αυλής, αρχιτέκτων και μυστικοσύμβουλος του Λουδοβίκου, πατέρα του Οθωνα, Λέο φον Κλέντσε. Είναι εκείνος που με την επιρροή του φροντίζει ώστε με βασιλικό διάταγμα στις 18 Αυγούστου 1834 το οχυρό, με τα ερειπωμένα κτίσματα και τα μνημεία κατειλημμένα από στρατιώτες, να κηρυχθεί σε αρχαιολογικό χώρο ανοιχτό στους επισκέπτες, ενώ παράλληλα συντάσσει ένα πρόγραμμα αποκατάστασης του χώρου. Και είναι οι δικές του προτάσεις εκείνες που όταν βρίσκουν εφαρμογή ανευρέθη ο εξαφανισμένος από το 1687 ναός της Αθηνάς Νίκης και ξεκίνησε μία από τις πρωιμότερες αναστηλώσεις κλασικού μνημείου στην Ευρώπη.
Δέκα ημέρες μετά την υπογραφή του βασιλικού διατάγματος μια μεγάλη γιορτή οργανώθηκε στην Ακρόπολη με αφορμή την έναρξη των αναστηλωτικών εργασιών. Περίπου 6.000 κόσμος συγκεντρώθηκε στον Ιερό Βράχο. Ο Οθων κάθισε στο κέντρο του Παρθενώνα, ενώ λίγο αργότερα θέλοντας «να εξαφανίσει τα λείψανα της βαρβαρότητας» κήρυξε την έναρξη της αναστήλωσης χτυπώντας με ένα σφυρί τρεις φορές τον πρώτο σπόνδυλο ενός βόρειου κίονα του μνημείου.
Με ένα πριόνι έξι δραχμών
Ο δρόμος όμως μέχρι η Ακρόπολη και τα μνημεία της να φτάσουν ως τις μέρες μας αναστηλωμένα με σύγχρονες αρχές και τεχνικές δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Ο παθιασμένος με την Ακρόπολη, πρώτος έφορος αρχαιοτήτων, Κυριάκος Πιττάκης, για να σώσει τις διάσπαρτες αρχαιότητες από τις αρχαιοκαπηλικές ορέξεις των επισκεπτών, αναγκάστηκε άλλοτε να τις στερεώνει σε ξύλινα πλαίσια με γύψο κι άλλοτε να τις χτίζει εν είδει τοίχων. Οταν όμως διαπίστωσε ότι ένας κίονας των Προπυλαίων είχε πάρει μεγάλη κλίση και μην έχοντας κονδύλι για να αποξηλώσει όλα τα μέλη που στηρίζονταν πάνω του, για να τον επαναφέρει στη σωστή θέση, παρήγγειλε ένα πριόνι. Κι όταν όλοι είχαν φύγει από την Ακρόπολη επιχείρησε με το πριόνι και μαζί με τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή (ο οποίος αναφέρει το περιστατικό στα Απομνημονεύματά του) να αφαιρέσει από τον προβληματικό σπόνδυλο τα ξένα σώματα που είχαν παρεισφρήσει και είχαν προκαλέσει την κλίση επαναφέροντας τον κίονα στην αρχική του θέση. Η παρακινδυνευμένη λύση που παραλίγο να οδηγήσει σε κατάρρευση το μνημείο κόστισε μόλις έξι δραχμές, όσο το πριόνι, το οποίο ως το 2003, οπότε και τα Προπύλαια αναστηλώθηκαν εκ νέου, παρέμενε καταπλακωμένο!
«Εκρηκτική» αποδείχθηκε η επίσκεψη του διαδόχου του βρετανικού θρόνου, στις 11 Απριλίου 1869, στην Ακρόπολη που οδήγησε στη φωταγώγηση των μνημείων της με πυροτεχνικά φώτα, όπως διαβάζουμε σε μια επόμενη ιστορία του βιβλίου που είναι αφιερωμένο στη μνήμη της σπουδαίας αρχαιολόγου, ιδρύτριας της ΕΦΑ και επί σειρά ετών επιφυλλιδογράφου των «ΝΕΩΝ» Εβης Τουλούπα. Οι επίσημοι αποχώρησαν στις 23.00, αλλά αργότερα ένας υποδεκανέας μπήκε στην αποθήκη με τα εναπομείναντα πυροτεχνήματα μαζί με τον «αρχιφύλακα» απόμαχο Σπύρο, ο οποίος κρατούσε λαμπάδα αναμμένη. Το αποτέλεσμα ήταν η αποθήκη να γίνει στάχτη και ο Σπύρος να χάσει τη ζωή του.
Ο πύργος, το τζαμί και η Αψίδα
Στο μεταξύ, η εικόνα της Ακρόπολης άλλαξε ραγδαία μετά την αποστρατιωτικοποίησή της το 1835: ο Φράγκικος Πύργος που δέσποζε από τον 15ο αι. έγινε παρελθόν. Το ίδιο συνέβη με το τζαμί και τη χριστιανική αψίδα που βρίσκονταν εντός του Παρθενώνα, τις επάλξεις στα περιμετρικά τείχη και τις μεγάλες μεσαιωνικές δεξαμενές μεταξύ άλλων. Οι αναστηλώσεις προχωρούν, τα μέσα, οι μέθοδοι και οι άνθρωποι αλλάζουν όσο περνούν οι δεκαετίες, αλλά μέσα από τα δεδομένα και τις με εύληπτο τρόπο παρουσιασμένες πληροφορίες αναδύονται ορισμένες ακόμη γοητευτικές ιστορίες που συνδέονται με όσους εργάστηκαν κατά καιρούς στα μνημεία θέλοντας να αφήσουν το αποτύπωμά τους στις επόμενες γενιές. Και όπως ο Ξανθίας τον 5ο αι. π.Χ. έγραψε με κόκκινο χρώμα το όνομά του σε έναν αθέατο ως τη στιγμή των αναστηλώσεων λίθο του ανατολικού θριγκού του Παρθενώνα, δύο μαρμαροτεχνίτες από την Τήνο χάραξαν ο ένας στο μάρμαρο και ο άλλος σε φύλλο μολύβδου τα ονόματά τους στον οπισθόναο του Παρθενώνα. Μερικά χρόνια αργότερα οι ίδιοι μαζί με μερικούς ακόμη συναδέλφους τους έκρυψαν ένα σημείωμα σε ένα σπιρτόκουτο και το σφήνωσαν στον βόρειο τοίχο του σηκού του Παρθενώνα.
Από την ιστορική αυτή προσέγγιση σχετικά με τη μεταμόρφωση του Ιερού Βράχου δεν λείπει βεβαίως η καταστροφική παρουσία του λόρδου Ελγιν, οι αντιδράσεις στις κατά καιρούς αλλαγές στην εικόνα της Ακρόπολης και βεβαίως στο σύγχρονο αναστηλωτικό πρόγραμμα – το μακροβιότερο παγκοσμίως, καθώς μετρά σχεδόν μισό αιώνα. Το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που την πλαισιώνει, δε, «προκαλεί» το βλέμμα του αναγνώστη να εντοπίσει όσα διαβάζει. Και πριν από την τελευταία τελεία η Φανή Μαλλούχου – Tufano, αφού έχει επιτρέψει στον αναγνώστη να γνωρίσει διαφορετικές εποχές, ανθρώπους, νοοτροπίες, προσεγγίσεις και τεχνικές αναστήλωσης, στρέφει το ενδιαφέρον του στο μέλλον και τον αποχαιρετά εντοπίζοντας έναν κίνδυνο που ελλοχεύει: «Μήπως η σύγχρονη μεταμόρφωση της Ακρόπολης ανταποκριθεί και στο άλλο κυρίαρχο αίτημα των σύγχρονων καιρών, εκείνο της πολιτιστικής (υπερ)κατανάλωσης». Πρόκληση που, όπως υποστηρίζει, «η έκβασή της θα καθοριστεί από την ποιότητα των έργων».