Οπως όλες οι ενέργειες του πνεύματος, έτσι και η κριτική παλιώνει. Εξάλλου, όπως όλες οι ενέργειες κριτικής επέμβασης, ανήκουν στην εποχή τους, στα ιδεολογήματα της μόδας, στα γούστα κάθε συγκεκριμένης κοινωνίας, τάξης και ηλικίας. Η κριτική είναι μια διαδικασία του πνεύματος που ακολουθεί τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Οταν κάθε στιγμή καταφεύγω σε κρίσεις για ένα θεατρικό γεγονός, π.χ. του 1850, μένω άναυδος με τον τρόπο που το αντιμετώπισε η σύγχρονή του εποχή. Ενώ σήμερα χαίρομαι να διαπιστώνω πως ο κριτικός 150 χρόνια πριν είχε λογικά και αισθητικά κριτήρια που ανταποκρίνονταν στις πνευματικές ανάγκες του καιρού του και σήμερα έχουν μια ιστορική σημασία και αξία, αν τα χρησιμοποιούσα για να κρίνω, όχι μόνο σύγχρονες πνευματικές εκδηλώσεις, αλλά και τις σύγχρονες με την κριτική λογοτεχνικές ή θεατρικές αξίες, όπως σήμερα εκτιμώνται και επιβιώνουν, θα βρισκόμουν σε αδιέξοδο όσον αφορά στην κατανόηση των κρίσεών μου από ένα σύγχρονο ενημερωμένο κοινό. Οσο διαφορετικό για τα γούστα μου αν μου φαίνεται ένα λογοτεχνικό κείμενο, διακρίνω του λόγους που επιβιώνει, έστω και ιστορικά.
Διαβάζεις, λ.χ., μια αυστηρή κρίση του Γεωργίου Βιζυηνού, ενός έξοχου πεζογράφου που υπήρξε μέγιστη κριτική συνείδηση της εποχής του τον 19ο αιώνα και μένω άναυδος για την έλλειψη κατανόησης της ιστορίας και της κριτικής σκέψης μέσα στη ροή των εποχών. Ο πεζογράφος Βιζυηνός είναι και σήμερα έξοχος στυλίστας, βαθύς ψυχολόγος και καίριος παρατηρητής της κίνησης των ιδεών και της ποικιλίας των αντιδράσεων στα φαινόμενα της κοινωνίας και της ιδεολογίας της εποχής του. Ως κριτικός, όμως, των λογοτεχνικών τάσεων της εποχής του τα επιχειρήματα που επιστρατεύει για να υπερασπιστεί τις απόψεις του εκπλήττει η κριτική αφέλεια της εποχής, ενώ η πεζογραφία της, ο Παπαδιαμάντης, ο Καρκαβίτσας, και η ποίησή της, ο Καβάφης και ο Παλαμάς, όχι απλώς αντέχουν, αλλά γίνονται αντικείμενο νέων κριτικών απόψεων και με τα νέα αισθητικά κριτήρια αναδεικνύονται πάντα σπουδαίοι λογοτέχνες, πάντα ενδιαφέροντες και γόνιμο για νέες προσεγγίσεις. Η κριτική του καιρού δεν αντέχει στα σημερινά αισθητικά μας αιτήματα. Ο τρόπος που η εποχή αντιμετώπισε, π.χ., τον Καβάφη ως παρακμία διανοούμενο και μάλιστα εκπρόσωπο της μόδας που είχε ήδη ξεπεραστεί στην πνευματική πρωτεύουσα.
Η κριτική παλιώνει πολύ πριν από τα ανάλογα σημαντικά γεγονότα της ίδιας εποχής. Αν διαβάσει κανείς σήμερα πώς αντιμετωπίζει ο επίσημος κριτικός λόγος την ποίηση του Καβάφη, μένει έκπληκτος και με την αφέλεια και με την έλλειψη κριτικής βαθιάς σκέψης, σε αντίθεση με τη λογοτεχνία της εποχής που, όχι μόνο ξεπερνάει τις μόδες, αλλά γίνεται ακόμη και σήμερα αξεπέραστο αισθητικό, ιδεολογικό και ακόμη και πολιτικό ερέθισμα. Αλήθεια, ποιο βαθύ μυστικό της δημιουργικής πορείας φωλιάζει μέσα στα κρητικά έπη και τα θεατρικά αριστουργήματα που, όχι μόνο αντέχουν αισθητικά και ιδεολογικά, αλλά έχουν συχνά γίνει αφετηρία για μοντερνικές μορφολογικές προσεγγίσεις και έχουν, όχι μόνο αντέξει, αλλά και προκαλέσει την καθιέρωση μιας σειράς κριτηρίων για τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή και στο θέατρο, ακόμη και μοντερνικές προσεγγίσεις.
Η κριτική, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, σταθμεύει στα αισθητικά κριτήρια της μόδας του καιρού και στην εύκολη πρόσβαση των αναγνωστών στις κοινά παραδεκτές λύσεις, αιτήματα και προβλήματα της εποχής. Οταν σήμερα τα αντιμετωπίζει κανείς, εκπλήττεται για την αφέλεια και την επιφανειακή προσέγγισή τους. Ακόμη και γίγαντες της κριτικής σκέψης στην εποχή τους σήμερα φαίνονται σαν παράξενα πνευματικά γεγονότα.
Ας μη φανεί παράξενο ότι αυτές οι σκέψεις προέρχονται από έναν κριτικό που άσκησε το λειτούργημά του σε μια εποχή που καθόρισε κατά πολύ τη θεατρική πορεία του τόπου. Τα γεγονότα μιλούν κι όχι καμιά ηλίθια έπαρση. Εξάλλου την εποχή που εγώ εμφανίστηκα είχαν προηγηθεί κριτικές μορφές, όπως ο Βιζυηνός, ο Φώτος Πολίτης και ο Αγγελος Τερζάκης, από τον οποίο εγώ δημόσια ζήτησα την ευλογία του, όταν μπήκα στον κακοτράχαλο στίβο της κριτικής τόλμης. Βέβαια, στην ιστορία του πνεύματος υπήρξαν κριτικές παρουσίες που ακόμη και σήμερα μας αφήνουν άναυδους για την τόλμη, την οξυδέρκεια και την ανατροπή των καθιερωμένων κριτηρίων με νέα επιχειρήματα άλλης τάξεως. Μπήκε συχνά στην κριτική αξιολόγηση η Ψυχανάλυση, άγνωστη βέβαια για αιώνες οπτική των πνευματικών γεγονότων. Υπήρξε καίρια η επέμβαση των μαρξιστικών ιδεών, των αναρχικών, των θρησκευτικών και των οικονομικών δεδομένων. Η κριτική δεν μπορεί να αποφεύγει το γενικό κλίμα μιας εποχής, δεν μπορεί να αγνοήσει τη μόδα, τις τάσεις, την οικονομία και τις κοινωνικές προτιμήσεις. Γι’ αυτό και παλιώνει και την ξεπερνούν τα γεγονότα και οι νέες πνευματικές ανάγκες.
Τι κάνει πάντα αξιανάγνωστη απόλαυση τον «Ερωτόκριτο», τους «Αθλιους» του Ουγκώ, τη σάτιρα του Σούτσου και των συγγραφέων των Επιθεωρήσεων πριν από 100 χρόνια που άφησαν στη λογοτεχνική και καλλιτεχνική μας ζωή τύπους, συμπεριφορές, εκφράσεις που τις βλέπει κανείς να ευδοκιμούν στη νεολαία τη σημερινή των λάπτοπ και των κινητών τηλεφώνων. Μια πρώτη εξήγηση είναι πως οι ανθρώπινες εκδηλώσεις, χαράς, λύπης, οργής, ειρωνείας, περιφρόνησης συνεχίζουν να επανέρχονται μέσα στις νέες κοινωνικές, οικονομικές, συναισθηματικές εκδηλώσεις. Δεν είναι εκπληκτικό το γεγονός πως, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε ομάδες ανθρώπων όπου γης που διαβάζουν την «Οδύσσεια» ή τον Αριστοφάνη ή τον Αισχύλο και τη Σαπφώ, οι συγκρούσεις είναι ανάλογες με την εποχή που εμφανίστηκαν αυτά τα έργα. Εχω δει ξένους λογίους με πανεπιστημιακές περγαμηνές να κλαίνε, διαβάζοντας «Ιλιάδα» ή το «Επος του Διγενή Ακρίτα» και τον «Λουκή Λάρα». Θα μου πει κανείς πώς μπορείς να μιλάς για ξεπερασμένες κρίσεις, αφού έχει μέσα στους αιώνες κυριαρχήσει κάθε ιδεολογικό ιδίωμα αντίθετο συχνά από εκείνο που μας δίδαξε ο δάσκαλος στα νιάτα μας. Ιδιαίτερα τους αιώνες μετά την Αναγέννηση των ιδεών ο κόσμος δοκιμάστηκε και πείστηκε να παρακολουθεί τις κινήσεις ιδεών που έρχονταν από κάθε γωνιά της γης, όπου κατοικούσαν, δρούσαν και δημιουργούσαν λαοί με άλλες φυλετικές ρίζες, άλλα θρησκευτικά πρότυπα, άλλους σκοπούς και επιδιώκοντας άλλες αρετές βίου.
Σκέφτομαι συχνά τους Ελληνες της κλασικής εποχής που είχαν τη χαρά και την απόλαυση των έργων του Αισχύλου και του Αριστοφάνη και αγνοούσαν την τέχνη της Αιγύπτου, της Μικράς Ασίας, της Ινδίας, της Ιαπωνίας, του ρωσικού βορρά και τις τελετές των πρωτόγονων λαών με μορφές, ρυθμούς, μελίσματα τελείως άγνωστα και πρωτοφανή ακόμα και για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Ακόμη, τουλάχιστον σε μένα, μένουν σκοτεινές οι αιτίες που δημιούργησαν παράλληλα και ανεξάρτητα σε λαούς, απέχοντας χιλιάδες μίλια, εικαστικές, παραστατικές, γλωσσικές φόρμες που σήμερα αποτελούν περιουσία της ανθρωπότητας, διότι αναγνωρίζονται ως τέχνες που μας αφορούν, έστω κι αν γεννήθηκαν σε περιοχές ξένες με όλες τις εκδοχές τις δικές μας. Ναι, σίγουρα, ο άνθρωπος πλάστηκε από τη φύση ή τον Θεό ως μιμητικόν ζώον. Χωρίς αυτή την ιδιότητα, τέχνη δεν θα έφτιαχνε ή έστω αν σκεφτούμε πως το πιο μιμητικό ζώο που γνωρίζουμε, τη μαϊμού, η μίμηση δεν οδήγησε τη ράτσα της στην τέχνη. Οσα σκέρτσα κι αν κάναμε στο κουτάβι που έχουμε σπίτι, δεν θα μπορέσει να τα μιμηθεί, ενώ ένας νεογέννητος μπόμπιρας το τσακώνει στον αέρα, το χαίρεται και το απολαμβάνει.
Σίγουρα ο άνθρωπος είναι φύσει μιμητικόν ζώον, αλλά αυτό δεν εξηγεί πλήρως τη γλώσσα των σημάτων, χειρονομιών, γραπτών, φωνητικών που αποτέλεσαν την πηγή του πνευματικού πολιτισμού. Δεν είμαι εγώ που θα συζητήσω πρόχειρα και επιπόλαια την ιδιαιτερότητα του μιμητικού φαινομένου στον άνθρωπο και το πώς και πότε ξεπέρασε το ζώον, σηκώθηκε στα δύο του πόδια και έδωσε νόημα στις κραυγές του πόνου, της χαράς, της απώλειας και της ελπίδας.
Ποια ήταν αυτή η δημιουργική φλόγα που έδωσε νόημα στην κραυγή και συναίσθημα ποιότητας στον λόγο, σε ήχο με νόημα; Ο άνθρωπος είναι δημιουργός και δέκτης σημάτων με νόημα. Δεν θα θεολογήσω για να εξηγήσω το γεγονός πως η κραυγή έγινε νόημα και τα νοήματα δημιούργησαν γλώσσες. Αλλά ούτε και να τολμήσω να εξηγήσω, γιατί απ΄ όλα τα θνητά όντα ο άνθρωπος μόνο έκανε κοινωνία, γλώσσες, θεσμούς, ιστορία, παράδοση, αξίες. Ο καθείς έχει τις απαντήσεις που τον βολεύουν. Αρκεί αυτή η βολή να είναι βούληση δημιουργίας. Πηγαίνοντας προς τις Αρχές, ο άνθρωπος αμηχανεί.