Eνα κοριτσάκι και τρεις μεσήλικες γυναίκες στη Θεσσαλονίκη, ένας νέος άνδρας στο Μπίρκεναου: τι τους συνδέει πέρα από το γεγονός ότι είναι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης και υφίστανται τον ναζιστικό διωγμό; Η πράξη της γραφής: ενώ είναι υπό διωγμόν, σε ακραίες συνθήκες, καταφεύγουν για διαφορετικούς λόγους στη γραφή. Οι μητέρες γράφουν γράμματα στους ενήλικους γιους τους, που έχουν διαφύγει στην Αθήνα, ενώ αυτές είναι στη Θεσσαλονίκη. Το κοριτσάκι κρατά ημερολόγιο, στο σπίτι όπου κρύβεται όλη η οικογένεια. Κι ο κρατούμενος κάνει το πλέον απονενοημένο διάβημα: γράφει μία ανεπίδοτη επιστολή 13 σελίδων και τη θάβει.
Αυτό το τελευταίο κείμενο ήταν εντελώς απίθανο να επιζήσει, να βρεθεί έπειτα από δεκαετίες και να γίνει αναγνώσιμο. Τι ήταν αυτές οι λίγες χειρόγραφες σελίδες μέσα στον ορυμαδγό της εποχής εκείνης; Ο,τι πιο εύθραυστο, με μηδαμινή ελπίδα επιβίωσης. Κι όμως… Εδώ αρχίζει το μακρύ ταξίδι των χειρογράφων. Τα κείμενα αυτά επέζησαν. Πολλές δεκαετίες αργότερα εκδόθηκαν στην Ελλάδα, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για τη συνειδητοποίηση πως αποτελούσαν πολύτιμες μαρτυρίες του Ολοκαυτώματος. Μια ιστορία που γράφεται ολοένα με κομμάτια και θρύψαλα, ελάχιστες ψηφίδες ενός πελώριου, πολύγλωσσου μωσαϊκού κειμένων που μαρτυρούν για τα βιώματα των ανθρώπων.
Τα συνδέει όμως και κάτι άλλο: το φθινόπωρο του 2023 τα κείμενα αυτά εκδόθηκαν στη Γαλλία και στην Ισπανία σε εξαιρετικές εκδόσεις. Ξεφυλλίζοντάς τες μου γεννήθηκαν μια σειρά σκέψεις για το ταξίδι αυτών των χειρογράφων στον χρόνο και στις γλώσσες στα περίπου ογδόντα χρόνια που μεσολάβησαν από τη συγγραφή τους μέχρι τις σημερινές εκδόσεις. Τέλος, για τον τεράστιο δρόμο που διανύθηκε στη δική μας πρόσληψη και για το πώς γίνεται αντιληπτή σήμερα η σημασία τους.
Μarcel Nadjary, SONDERKOMMANDO. Birkenau 1944 – Théssalonique 1947. Résurgence, traduit du grec par Loïc Marcou, éd. Artulis / éd. Signes et Balises, Paris 2023.
Ο Μαρσέλ Νατζαρή, νέος θεσσαλονικιός Εβραίος, μετά τη σύλληψή του στην Πλατεία Ελευθερίας τον Ιούλιο του 1942 και την αποστολή του σε καταναγκαστικά έργα στη Μενεμένη, επέστρεψε ζωντανός. Είχε πλέον πλήρη συνείδηση του τι σήμαινε να είσαι εβραίος κρατούμενος των ναζί. Διέφυγε από τη Θεσσαλονίκη και στρατεύθηκε στον ΕΛΑΣ στο Καρπενήσι. Ο νεαρός Μαρσέλ είχε περισσότερες πιθανότητες να σκοτωθεί σε μάχη παρά να εκτοπιστεί. Η τύχη όμως τα θέλησε αλλιώς. Πληγώθηκε και επέστρεψε στην Αθήνα για να νοσηλευτεί. Και τότε συνελήφθη. Γνώρισε την οδό Μέρλιν, τις φυλακές Αβέρωφ, το φρικτό μπλοκ 15 στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου, από την 1η Ιανουαρίου ως την 1η Απριλίου του 1944, όταν έφυγε για το Αουσβιτς με τους Εβραίους της νότιας Ελλάδας. Επέστρεψε ζωντανός από το στρατόπεδο, έζησε λίγο στη Θεσσαλονίκη και μετανάστευσε οικογενειακώς στην Αμερική. Στον θάνατο του συγγραφέα στη Νέα Υόρκη, το 1972, τα χειρόγραφά του παρέμεναν ανέκδοτα στο οικογενειακό αρχείο.
Ο Νατζαρή στο Μπίρκεναου ήταν μέλος του «ειδικού Κομάντο», του «Ζόντεκομάντο». Οι Ζόντερκομάντο, όπως λέγονταν και όσοι δούλευαν σ’ αυτό το κομάντο, το φρικτότερο όλων, δεν είχαν καμία πιθανότητα επιβίωσης. Αυτόπτες μάρτυρες του εγκλήματος, εφόσον έπαιρναν τα πτώματα από τους θαλάμους αερίων και τα έβαζαν για καύση στα κρεματόρια, ήταν καταδικασμένοι στον σίγουρο χαμό. Οντως ελάχιστοι σώθηκαν και από αυτούς, ακόμη λιγότεροι έγραψαν. Ο 27χρονος Μαρσέλ, βέβαιος ότι θα πεθάνει, στη μικρή ανάπαυλα του Νοεμβρίου 1944, μετά την εξέγερση κρατουμένων και την ανατίναξη του κρεματορίου, για την οποία μαρτυρεί, βρίσκει τον χρόνο και τον τρόπο να γράψει μια επιστολή δεκατριών μικρών σελίδων στον Δημήτριο Αθανασίου Στεφανίδη, συνέταιρό του και επιστήθιο φίλο του στη Θεσσαλονίκη, παραθέτοντας τη διεύθυνσή του και παρακαλώντας την ελληνική πρεσβεία να το αποστείλει σ’ αυτόν. Είναι λοιπόν η διαθήκη του, «η τελευταία επιθυμία του». Τυλίγει το χειρόγραφο, το βάζει μέσα σε ένα θερμός, το κλείνει καλά και το θάβει στο χώμα κοντά στο Κρεματόριο ΙΙΙ. Σ’ αυτές τις λίγες σελίδες έχει καταθέσει τι είδε και τι έζησε.
Αφού ο Μαρσέλ επέστρεψε πια στη Θεσσαλονίκη, θεωρώντας το πρώτο κείμενο χαμένο για πάντα, βρήκε το σθένος να γράψει ένα εκτενές κείμενο πλέον, 58 χειρόγραφων σελίδων, που αρχίζει από την επιστράτευσή του στον πόλεμο του ’40 και τελειώνει με την πορεία θανάτου και την αναγκαστική του οδύσσεια από το ένα στο άλλο στρατόπεδο της Γερμανίας. Σταματά πριν από την Απελευθέρωση. Το κείμενο αυτό συνοδεύεται από 13 σχέδια που εικονογραφούν μέρη του στρατοπέδου. Είναι φανερή η απόφασή του να αφήσει τη μαρτυρία του που απευθύνεται στους συμπατριώτες του. Γράφει στα ελληνικά όταν ακόμη οι σεφαραδίτες γράφουν γαλλικά.
Ως εκ θαύματος έχει επιζήσει όμως και το θερμός, το οποίο ανακαλύπτεται το 1980 από ερευνητές που ανασκάπτουν τον χώρο γύρω από το Κρεματόριο. Η δεκαετία που η γενοκτονία των Εβραίων θα αποκληθεί διεθνώς «Ολοκαύτωμα» και θα αναδυθεί στη συλλογική μνήμη του δυτικού κόσμου έχει ανατείλει. Το κείμενο φτάνει στην Ελλάδα, αλλά είναι φοβερά δυσανάγνωστο. Ετσι ακρωτηριασμένο θα δημοσιευτεί στην α’ έκδοση, απλώς ως τεκμήριο του ότι υπήρξε.
Η πρώτη ελληνική έκδοση είδε το φως το 1991, εκτός εμπορίου, με τίτλο Χρονικό 1941-1945 από το μη κερδοσκοπικό ίδρυμα της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης Ετς Αχάιμ, σε μεταγραφή Ελένης Ελεγμίτου και επιμέλεια της καθηγήτριας στο ΑΠΘ Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου. Το βιβλιαράκι, μικρού σχήματος, έχει 108 σελίδες. Δημοσιεύονται τα σπαράγματα από το πρώτο κείμενο του Νατζαρή που είναι αναγνώσιμα. Το δεύτερο κείμενο του 1947 δημοσιεύεται πρώτη φορά ολόκληρο. Το επίμετρο της Φρ. Αμπατζοπούλου τοποθετεί το κείμενο στο πλαίσιο των μαρτυριών των θεσσαλονικιών Εβραίων τις οποίες μελετά και εκδίδει εκείνα τα χρόνια.
Το 2018 το βιβλίο επανεκδίδεται στην Αθήνα από τις εκδ. Αλεξάνδρεια (βλ. την παρουσίαση του Δ. Δουλγερίδη στα ΝΕΑ, 11.3.2018). Η επιμέλεια είναι πάλι της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου και προστίθενται και άλλα κείμενα. Το μεγάλο προχώρημα σ’ αυτήν την έκδοση είναι πως το αρχικό χειρόγραφο από 10% που ήταν αναγνώσιμο έγινε αναγνώσιμο στο 90% από τον ρώσο ιστορικό Πάβελ Πολιάν και τους συνεργάτες του που χρησιμοποίησαν νέες τεχνολογίες ανάγνωσης χειρογράφων.
Φθινόπωρο του 2023, Παρίσι: δύο εμπνευσμένες εκδότριες, η Anne Laure Brisac και η Pierrette Turlais εκδίδουν στο Παρίσι σε συνεργασία δύο διαφορετικές εκδόσεις του βιβλίου, η μία εκ των δύο βιβλιοφιλική. Τη μετάφραση των κειμένων του Νατζαρή έχει κάνει ο έμπειρος νεοελληνιστής Loϊc Marcou, που υπογράφει κι ένα κείμενο σχετικά με την εμπειρία της μετάφρασης. Την επιστημονική επιμέλεια του τόμου των 468 σελίδων έχει αναλάβει ο ιστορικός Tal Bruttmann, που δημοσιεύει δύο κείμενα. Προτάσσονται κείμενα του γιου και της κόρης του Νατζαρή και ακολουθεί ο πρόλογος του Serge Klarsfeld. Ο Georges Didi Huberman υπογράφει κείμενο με τίτλο «Φωνάζοντας δίχως φωνή». Και προστίθενται και άλλα ακόμη κείμενα που εμπλουτίζουν και φωτίζουν το βιβλίο. Το εξώφυλλο κοσμεί ακουαρέλα του εικαστικού Σάμη Ταμπώχ από τη Θεσσαλονίκη που αγκαλιάζει και το οπισθόφυλλο. Το αποτέλεσμα είναι ένας πολυσέλιδος ελκυστικός τόμος. Στην παρουσίασή του τον Οκτώβριο του 2023 το αμφιθέατρο του Mémorial de la Shoah ήταν κατάμεστο. Σκεφτόμουν πόσος δρόμος διανύθηκε ως εδώ… Η βιβλιοφιλική έκδοση των εκδ. Artulis της Pierrette Turlais, σε πολύ μεγάλο σχήμα, υψηλής αισθητικής, αναδεικνύει τα σχέδια και τα χειρόγραφα. Πρόκειται πλέον για ένα βιβλίο – αντικείμενο (livre-objet).
Rosina Asser Pardo, 548 días bajo un nombre falso. Un diario sefardi del Holocausto, edición, tracucción y postfacio de Álvaro García Marín, ediciones del oriente y del mediterráneo, Madrid 2023.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η αδελφή της Ροζίνας Πάρδο ανακαλύπτει το παιδικό κατοχικό ημερολόγιο της αδελφής της. Η συγγραφέας αποφασίζει την έκδοση αυτού του παιδικού λησμονημένου γραπτού που θεωρούσε για πάντα χαμένο. Η στιγμή είναι ευνοϊκή, έχουν εκδοθεί αρκετές μαρτυρίες. Αλλά αυτή είναι η πρώτη κρυμμένου παιδιού. Η Ρόζα Ασέρ, όπως ήταν γνωστή στην Αθήνα, αποφασίζει να αποκαλύψει τη θαμμένη ιστορία της. Απευθύνεται στον εκδότη Σάμη Γαβριηλίδη και εκείνος στήνει το βιβλίο. Πρώτη έκδοση το 1999, β’ έκδοση με νέο πρόλογο το 2008. Τη δεύτερη αυτή έκδοση μετέφρασε, σχολίασε κι επιμελήθηκε ο καθηγητής του Τμήματος Μετάφρασης και Διερμηνείας του Πανεπιστημίου της Μάλαγκα και δεινός νεοελληνιστής Αλβαρο Γκαρθία Μαρίν. Συνέγραψε επίσης ένα εκτενές και εμπεριστατωμένο επίμετρο (σ. 97-172) και από φιλολογική και από ιστορική άποψη. Η έκδοση είναι καλαίσθητη. Το ταπεινό μαθητικό τετράδιο μετατρέπεται σε βιβλίο στην άλλη άκρη της Μεσογείου, εκεί από όπου έφυγαν διωγμένοι οι πρόγονοι της μικρής Ροζίνας Πάρδο πέντε αιώνες πριν για να καταφύγουν στην οθωμανική Θεσσαλονίκη.
Η ιστορία διάσωσης της οικογένειας Πάρδο είναι μοναδική, διότι οι δύο γονείς και τα τρία κοριτσάκια 5, 10 και 14 χρονών κρύβονται μαζί στο ίδιο σπίτι της οδού Τσιμισκή, στην καρδιά της Θεσσαλονίκης. Για 18 μήνες, που το παιδί μετρά σε μέρες, ο γιατρός Γιώργος Καρακώτσος κι η γυναίκα του Φαίδρα, κρύβουν με κίνδυνο της ζωής τους τα πέντε μέλη της οικογένειας Πάρδο. Η Ροζίνα ονομάζεται πια Ρούλα Καρακώτσου. Η Απελευθέρωση θα τους βρει όλους ζωντανούς. Η δεκάχρονη μαθήτρια αρχίζει να γράφει το ημερολόγιό της στις 28 Απριλίου του 1943, αλλά η αφήγησή της αρχίζει από την 28η Οκτωβρίου και τον βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης και τελειώνει στην Απελευθέρωση, Οκτώβριο του 1944. Παρατίθεται πρώτα η λιτή αφήγηση του παιδιού, και η συγγραφέας γεμίζει η ίδια τα κενά με δικά της κείμενα που γράφονται για την έκδοση. Τελικά η ανεύρεση του ημερολογίου απελευθερώνει τον δικό της λόγο. Πατώντας πλέον στο παιδικό της γραπτό, μπορεί να διηγηθεί πρώτη φορά την ιστορία της. Στον πρόλογο της β’ έκδοσης γράφει πως ο γιος της τη ρώτησε γιατί δεν τους είχε ποτέ μιλήσει για όλα αυτά. Ηταν όμως η εποχή της σιωπής. Η συγγραφέας, που πέθανε το 2020, σίγουρα θα διάβαζε με ευχέρεια το κείμενό της στα ισπανικά. Τη μορφή της και την προφορική της αφήγηση διασώζει η ταινία του Βασίλη Λουλέ «Φιλιά εις τα παιδιά» (2012).
Léon Saltiel, Ne m’oubliez pas. Dernières lettres de trois mères avant Auschwitz, Salonique 1942-1943, Préface d’Edgar Morin, éd. Denoël, Paris 2023.
Στο βιβλίο δημοσιεύεται ένα σώμα επιστολών που γράφτηκαν από τρεις εβραίες μητέρες στη Θεσσαλονίκη. Η ελληνική έκδοση κυκλοφόρησε το 2018 στην ίδια σειρά των εκδ. Αλεξάνδρεια σε επιμέλεια του Λεόν Σαλτιέλ, που υπογράφει και τον εμπεριστατωμένο πρόλογο. Το 2023 το βιβλίο βγήκε στα γαλλικά από τις γνωστές εκδ. Ντενοέλ με τον ίδιο τίτλο, με λίγο διαφορετικό υπότιτλο και με πρόλογο του συγγραφέα Εντγκάρ Μορέν, γιο θεσσαλονικιού Εβραίου. Οι 51 επιστολές, που η Σαρίνα Σαλτιέλ, η Νεάμα Καζές και η Ματίλντα Μπαρούχ, τρεις εβραίες μητέρες, θα στείλουν στους γιους τους στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη αποτελούν μοναδικό τεκμήριο αλλά και εξόχως σπαραχτικό για όσα λένε και για όσα δεν λένε.
Σε γράμμα της 3ης Ιανουαρίου του 1943 η Σαρίνα γράφει στον γιο της: «Αρχίζει λοιπόν ο καινούργιος χρόνος με την ελπίδα πως θα είναι καλύτερος από αυτόν που κύλησε». (σ. 154). Η ευχή που κάνουμε όλοι στην κανονικότητα επαναλαμβάνεται. Το 1943 όμως θα είναι η χρονιά που περίπου 47.000 θεσσαλονικείς Εβραίοι θα εκτοπιστούν στο Αουσβιτς-Μπίρκεναου και μόνο 1.000 θα επιστρέψουν. Στο τελευταίο γράμμα, 21 Μαρτίου του 1943, γράφει έγκλειστη στο γκέτο: «Τι μπορώ να σου πω, εκτός από το ότι ψυχορραγούμε σιγά-σιγά. Τρεις αποστολές έχουν ήδη φύγει, με όλες τις αφάνταστες ταλαιπωρίες, χωρίς χρήματα, χωρίς τίποτε, μόνο με ένα σάκο στην πλάτη. Εμείς που είμαστε ακόμη εδώ, πεθαίνουμε κάθε στιγμή από τη μεγάλη αγωνία» (σ. 190).
Το μακρύ ταξίδι των χειρογράφων συμβαδίζει με τη μακρά πορεία της ανάδυσης της δύσκολης μνήμης και την όψιμη συνειδητοποίησή της.
Η Οντέτ Βαρών Βασάρ είναι ιστορικός, συγγραφέας του βιβλίου Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης, Εστία 2013, και επιμελήτρια του βιβλίου της Μπέρρυς Ναχμίας, Κραυγή για το αύριο, Αλεξάνδρεια 2020