Η ιστορία του «σκανδάλου των ταχυδρομείων», όπως επικράτησε να λέγεται, είναι μια υπόθεση βρετανική, η οποία ωστόσο έχει μια πτυχή που μας αφορά όλους ή, εν πάση περιπτώσει, αφορά όσους ζούμε στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες της ασφυκτικής υπερπληροφόρησης και του μιντιακού περιβάλλοντος που δημιούργησε η νέα τεχνολογία.
Να την πιάσουμε λοιπόν από την αρχή. Από την εποχή της Θάτσερ, αν θυμάμαι καλά, τα ταχυδρομεία στη Βρετανία έχουν κατά το ήμισυ ιδιωτικοποιηθεί. Η υπηρεσία που συλλέγει και διανέμει αλληλογραφία και δέματα, με την ιστορική επωνυμία «Royal Mail», ανήκει πλέον σε ιδιώτες επενδυτές. Ομως τα περίπου 11.500 ταχυδρομικά καταστήματα ανά την επικράτεια, με την επωνυμία «Post Office», εξακολουθούν να ανήκουν στο κράτος, με τη διαφορά ότι δεν λειτουργούν με δημοσίους υπαλλήλους, επειδή το βρετανικό κράτος εκχωρεί το «franchise» σε τοπικούς επιχειρηματίες. Οπως, δηλαδή, ένας ιδιώτης μπορεί να ανοίξει υποκατάστημα ενός σουπερμάρκετ, κατόπιν συμφωνίας με την αλυσίδα, παρομοίως και με τα ταχυδρομικά καταστήματα. Να σημειωθεί ότι μέσω αυτών των καταστημάτων καταβάλλονται κάθε μήνα στους δικαιούχους τους τα κάθε είδους κοινωνικά επιδόματα.
Επί πρωθυπουργίας Τζον Μέιτζορ, το 1995, το βρετανικό Δημόσιο συνήψε συμφωνία με μία θυγατρική της πολυεθνικής Fujitsu για την εγκατάσταση ηλεκτρονικού συστήματος διαχείρισης των επιδομάτων. Υποτίθεται ότι θα ήταν ασφαλέστερο από τη διαδικασία με τις επιταγές. Το λογισμικό όμως ήταν ελαττωματικό και, για να το πω όσο πιο απλά μπορώ, όταν το σύστημα μπερδευόταν, αντί να «κρασάρει», χρέωνε κατά βούληση πλασματικά ποσά. Ετσι, ένα ταχυδρομικό υποκατάστημα εμφανιζόταν να εισπράττει πολλαπλάσια ποσά από όσα στην πραγματικότητα κατέβαλλε ως επιδόματα.
Η δυσλειτουργία άρχισε να διαπιστώνεται το 1999 και, με την πάροδο του χρόνου, παρουσιάστηκε στο 10% περίπου των καταστημάτων. Ομως το «Post Office» (δημόσια εταιρεία, θυμίζω) το απέκρυψε και, αντί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα συνολικά, άρχισε τις δικαστικές διώξεις εις βάρος μεμονωμένων επιχειρηματιών που είχαν την ευθύνη λειτουργίας των καταστημάτων. Για περισσότερα από 10 χρόνια, εκατοντάδες άνθρωποι σύρθηκαν στα δικαστήρια. Επτακόσιοι από αυτούς καταδικάστηκαν και κυριολεκτικά καταστράφηκαν. Τους επιβλήθηκαν πρόστιμα τα οποία τους διέλυσαν οικονομικά, εξοστρακίστηκαν από τις τοπικές κοινωνίες (δεν είναι μικρό πράγμα να κλέβεις το επίδομα του αδύναμου…), πολλοί χώρισαν και δύο αυτοκτόνησαν. Το εξοργιστικό, δε, είναι ότι στον καθένα από τους διωχθέντες η εταιρεία ισχυριζόταν ψευδώς ότι αποτελούσε μοναδική περίπτωση.
Η ιστορία αποκαλύφθηκε σταδιακά, χάρη στον αγώνα που ξεκίνησε ένα από τα θύματα της υπόθεσης, ονόματι Αλαν Μπέιτς. Αυτός κατάφερε να συγκεντρώσει γύρω στους 500 ομοιοπαθείς και, με τα πολλά, πέτυχαν τη δικαίωσή τους από το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, που επιδίκασε στον καθένα τους περίπου 20.000 λίρες. Ομως και πάλι το σκάνδαλο καλύφθηκε, πνίγηκε στον ορυμαγδό των «ειδήσεων», χωρίς να δοθεί από την κοινή γνώμη η σημασία που του άξιζε και, επίσης, για τα θύματα που δεν συμμετείχαν στην ομαδική αγωγή κατά των Ταχυδρομείων δεν υπήρξε καμία δικαίωση. Μάλιστα η κυρία που ήταν επικεφαλής των Ταχυδρομείων όσο συνέβαιναν αυτά τα εξωφρενικά ανταμείφθηκε από το κράτος για τις υπηρεσίες της με τον τίτλο της «Dame» (το θηλυκό του «Sir»).
Ολα αυτά άλλαξαν απότομα φέτος τον Ιανουάριο. Ξαφνικά, ένα σκάνδαλο δεκαετίας, που είχε αντιμετωπιστεί με σχετική αδιαφορία από το κοινό, έγινε θέμα συζήτησης των πάντων και αντικείμενο πύρινης αρθρογραφίας του Τύπου. Ετσι, η κυβέρνηση του Ρίσι Σούνακ υποχρεώνεται, επιτέλους, να αναζητήσει νομοθετική λύση για τη δικαίωση όλων των θυμάτων και την οικονομική αποζημίωσή τους, ενώ επίσης ξεκινά τη διαδικασία αφαίρεσης του τίτλου από την πρώην επικεφαλής των Ταχυδρομείων.
Πώς συνέβη η μεταστροφή και ξαφνικά αναδείχθηκε όλη η φρίκη του σκανδάλου; Επειδή ο τηλεοπτικός σταθμός ITV έκανε μίνι σίριαλ την ιστορία του κ. Μπέιτς. Μόνο όταν ο κόσμος είδε την ιστορία δραματοποιημένη συνειδητοποίησε την αδικία και εκφράστηκε η οργή. Τα ίδια τα γεγονότα, τα αντικειμενικά στοιχεία που είχαν αποκαλυφθεί και ήταν στη διάθεση του καθενός, δεν έφταναν για να διεγείρουν το συναίσθημα. Επρεπε ο κόσμος να δει την ιστορία ως δρώμενο για να τη νιώσει και να αντιδράσει. Με άλλα λόγια, «δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»…