Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο «επικίνδυνο για εμάς», είπε προ ημερών ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από το να πέσουν οι κυβερνητικοί ρυθμοί. Ηταν άλλη μία προσπάθεια του Πρωθυπουργού να φέρει διά της πλαγίας το αφήγημά του περί αποφασιστικότητας να τρέξει τώρα όλα τα δύσκολα, χωρίς εφησυχασμό. Ισως να ήταν και σινιάλο προς την κυβερνητική ομάδα.
Ταυτόχρονα δημοσιοποιούταν το πρώτο κύμα δημοσκοπήσεων: η κυβέρνηση καταγράφει φθορά, επιμέρους δείκτες πιστοποιούν ανησυχία των πολιτών και δυσαρέσκειά τους για κυβερνητικούς χειρισμούς, οι πολιτικοί αντίπαλοι της ΝΔ δεν καταγράφουν αντίστοιχα κέρδη και η κυβερνώσα παράταξη εξακολουθεί να δείχνει – στη μεγάλη δημοσκοπικά εικόνα – ότι δεν απειλείται.
Ο κίνδυνος, άρα, για εκείνο που παίζει μόνος παραμένει πρωτίστως στον… καθρέφτη του. Είναι ο εαυτός της κυβέρνησης: ο τρόπος που κινείται μετά το 41% στον δρόμο για την επόμενη αναμέτρηση των ευρωεκλογών.
Γιατί αν το 41% ήταν εντολή στον Μητσοτάκη να προχωρήσει γρήγορα μια σειρά από αλλαγές στη χώρα, δεν σημαίνει ότι οι πολίτες την έδωσαν χωρίς… προϋποθέσεις. Το ερώτημα είναι το πώς εκτελεί κανείς αυτή την εντολή. Με σεμνότητα ή με σημάδια αλαζονείας της εξουσίας – που ουδέποτε περνούν απαρατήρητα ούτε συγχωρούνται από τους πολίτες;
Με σωστή ανάγνωση των αναγκών της εποχής ή με ιεράρχηση θεμάτων ανάλογα με τις πολιτικές/εκλογικές διαστάσεις τους; Με προσπάθεια πειθούς και με επεξήγηση όταν τα «όχι» σε μια αλλαγή δείχνουν ισχυρότερα από τα «ναι» ή με υποτίμηση αντιδράσεων και άγαρμπες κινήσεις;
Με επανάπαυση σε μια απλή δημόσια αναγνώριση των προβλημάτων ή με εφαρμογή πραγματικών λύσεων; Είπε κάτι ακόμα προ ημερών ο Μητσοτάκης σε συζήτηση περί λαϊκισμού – ίσως για να την ακούσει ο ίδιος και πρώτοι οι εντός και εκτός του Μαξίμου: «Μη συγχέεις τους αντιπάλους σου με τους ψηφοφόρους, τα προβλήματα των πολιτών από τα οποία τρέφονται οι λαϊκιστές είναι πραγματικά (…) Μην προβάλλεις υπέρμετρα τις επιτυχίες σου, ειδικά σε ό,τι αφορά την οικονομία».