Υπηρέτες και βασιλιάδες, ζητιάνοι και πειρατές, απαγωγείς και φαντάσματα, αιματηρές μάχες και αγωνιώδεις θάνατοι. Δεν εξαντλείται όμως εδώ η θεματολογία της δημοφιλούς μουσικής του 17ου αιώνα στην Αγγλία. Οι δημιουργοί της εποχής, οσφραινόμενοι τις ανάγκες του κοινού, τροφοδοτούσαν τη «μουσική βιομηχανία» – ουσιαστικά τους πρώιμους παραγωγούς, που κρατούσαν τα σκήπτρα της τέχνη – με τραγούδια αγάπης, λυπητερά, αστεία και φυσικά πατριωτικά. Υπήρχαν κι εκείνα που σκιαγραφούσαν το ηθικό πλαίσιο της εποχής, όπως για παράδειγμα ένα κομμάτι που αφηγείται την ιστορία ενός Σκωτσέζου, ο οποίος αποτεφρώθηκε από έναν θεϊκό κεραυνό επειδή επιχείρησε να αποπλανήσει την αδελφή του. Κάπως έτσι διαμορφώνονται τα charts μιας εποχής όπου κυριαρχούν οι μπαλάντες, μοιάζει τόσο μακρινή, αλλά τελικά αποτυπώνει την αιώνια ανάγκη: την ιστορία του συναισθήματος.
Πώς μπορεί όμως να μετρηθεί κάτι τέτοιο και να δώσει ασφαλή στοιχεία; Τη λύση φαίνεται ότι βρήκαν δύο καθηγητές Ιστορίας, ο Κρίστοφερ Μαρς στο Queen’s University του Μπέλφαστ και η Αντζελα ΜακΣέιν, στο Πανεπιστήμιο του Warwick. Για να φτάσουν να γίνουν στα δημοφιλή και τις κορυφαίες επιτυχίες της εποχής, επέλεξαν να μετρήσουν τις εκδόσεις των τραγουδιών από την εποχή της Ελισάβετ και της βασιλείας των Στιούαρτ. Το πρότζεκτ τους «100 Ballads» (100 μπαλάντες) ορίζεται από εκδόσεις τραγουδιών, περιλήψεις, αναλύσεις και νέες ηχογραφήσεις σε έναν ιστότοπο, ο οποίος καταγράφει και παρουσιάζει την προέλευση της μουσικής βιομηχανίας.
Οπως δήλωσε ο Μαρς, «αυτή ήταν η παλαιότερη μορφή εμπορικής ποπ μουσικής στην Αγγλία. Ηταν η πρώτη φορά στην ιστορία που οι άνθρωποι προσπάθησαν να δημοσιεύσουν τραγούδια για να βγάλουν χρήματα, για να κάνουν επιτυχίες». Κάτι που δεν απέχει πολύ από τις επικρατούσες συνθήκες στη σημερινή εποχή.
Πού θα τα ακούσετε
Τα χιτάκια του 17ου αιώνα φεύγουν από τις παρτιτούρες και αποκτούν ήχο. Τώρα μπορούν να ακουστούν αφού ο Αντι Γουότς, μέλος του φολκ συγκροτήματος Carnival Band, επιστράτευσε 22 μουσικούς για να ηχογραφήσουν 100 από τα 120 τραγούδια που περιλαμβάνονται στον ιστότοπο www.100ballads.org, ο οποίος προσφέρει δωρεάν πρόσβαση. Το φιλόδοξο και πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα κόστισε 252.000 λίρες και χρηματοδοτήθηκε από το Ερευνητικό Συμβούλιο Τεχνών και Ανθρωπιστικών Επιστημών.
Αλλά πού παίζονταν τα έργα τα οποία δημιουργούνταν για να καλύψουν τους μουσικόφιλους της εποχής; Οπως εξηγεί ο καθηγητής Ιστορίας και εμπνευστής του πρότζεκτ Κρίστοφερ Μαρς, οι εκδότες των τραγουδιών είχαν έδρα το Λονδίνο και μπορούσαν να παραγγείλουν, να αγοράσουν αλλά και να διανείμουν τα τραγούδια που παίζονταν σε αγορές και πλατείες της πόλης με την ελπίδα ότι ο κόσμος θα αγόραζε την έκδοση του τραγουδιού (στίχους, χωρίς νότες, σημειώσεις για τη μελωδία που έπρεπε να τραγουδηθεί κ.λπ.). «Ηταν οι δισκογραφικές εταιρείες της εποχής τους, οι οποίες προσπαθούσαν να εντοπίσουν επιτυχημένα τραγούδια, να τα πλασάρουν και να βγάλουν χρήματα από αυτά». Οσο πιο πολλές εκδόσεις πουλούσε ένα τραγούδι τόσο πιο πετυχημένο θεωρούνταν. Ηταν κατά κάποιον τρόπο μια ένδειξη της επιτυχίας του. Ενας άλλος δείκτης δημοτικότητας ήταν εάν μια μπαλάντα ανατυπώθηκε – κάποιες εμφανίστηκαν μόνο μία φορά, άλλες εμφανίστηκαν ξανά και ξανά ανά δεκαετία.
Την ίδια στιγμή ο Μαρς τονίζει πως την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ηχογραφήσεις ή διασημότητες. Η απουσία των ονομάτων των τραγουδιστών δεν είναι τυχαία, αφού δεν είχαν την καλύτερη φήμη εκείνη την εποχή. Οι περισσότερες μπαλάντες είναι ανώνυμες, αλλά ορισμένοι δημιουργοί πρόσθεσαν τα ονόματά τους στα φύλλα των εκδόσεων και έγιναν διάσημοι. Οπως ο Thomas Deloney, ένας υφαντής που έγραψε επτά από τις μπαλάντες της εν λόγω λίστας. «Ηταν ο Λένον και ο ΜακΚάρτνεϊ της εποχής του!» λέει ο Μαρς.
Τα μεγαλύτερα σουξέ
Ο ιστότοπος παραθέτει τα τραγούδια με σειρά δημοτικότητας. Στην κορυφή βρίσκουμε τον «Περιπλανώμενο πρίγκιπα της Τροίας», την «Αινειάδα» του Βιργιλίου, που εμφανίστηκε σε τουλάχιστον 12 εκδόσεις μεταξύ 1564 και 1708. Η επιτυχία της αποδόθηκε στον έξυπνο συνδυασμό ρομαντισμού, τραγωδίας, πολέμου, ιστορίας, αριστοκρατικής ζωής και υπερφυσικής παρέμβασης. Αλλοι τίτλοι περιλαμβάνουν μια ωραία μπαλάντα του Τζορτζ Μπάρνγουελ που μιλάει για μια νεαρή μαγεμένη από μια μεγαλύτερη γυναίκα, με τραγικά αποτελέσματα.