«Εδώ και καιρό έχω λάβει δημοσίως σαφή θέση και έχω στηρίξει την κυβέρνηση, που χειρίστηκε με επιτυχία πολλαπλές κρίσεις, προώθησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις και πέτυχε αξιοθαύμαστα αποτελέσματα για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Σήμερα, έχοντας συναίσθηση της ευθύνης μου, συστρατεύομαι με τη Νέα Δημοκρατία και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος έχει αποδείξει ότι διαθέτει ένα σαφές πολιτικό όραμα, με προοδευτικό πρόσημο και απτό έργο που πηγαίνει την Ελλάδα μπροστά»: με αυτά τα λόγια ένα ακόμα (πρώην) στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, η Εύη Χριστοφιλοπούλου, προσχώρησε στη ΝΔ. Πολλοί θεωρούν ότι θα μετέχει και στο ευρωψηφοδέλτιο του κυβερνώντος κόμματος.
Ομως αυτό δεν έχει και τόση σημασία πέρα από την ίδια και, βέβαια, όποιους ανησυχούν ότι ίσως τους εκτοπίσει. Αλλωστε παραμένει ανίατη η ασθένεια διαφόρων πολιτικών, πολιτευτών, φίλων πρωθυπουργών, υπουργών, υποστηρικτών, μεσολαβητών και λοιπών ων ουκ έστιν αριθμός να θεωρούν ότι ο (κάθε) πρόεδρος τους έχει «τάξει» μια θέση και τους τη χρωστάει. Δεν θεραπεύεται ποτέ και με τίποτα: το «φάρμακο» δεν βρέθηκε, ούτε θα βρεθεί. Ουδείς το ψάχνει άλλωστε… Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι πλέον – όχι τώρα, από πολύ καιρό, αλλά τώρα έχει λάβει διαστάσεις τεράστιες και χωρίς επιστροφή – η ΝΔ δεν είναι πλέον ένα «δεξιό» κόμμα. Καλά, αυτό «ντρεπόταν» να είναι και σε άλλες περιόδους, πριν από τον Μητσοτάκη, αλλά, παρ’ όλα αυτά, παρέμενε.
Ομως, δεν είναι πλέον ούτε καν ένα «κεντροδεξιό» κόμμα. Και αυτή είναι μια μεγάλη αλλαγή: είναι πλέον ένα αμιγώς κεντρώο κόμμα, σχηματικά θα μπορούσε κανείς να πει ισαποστατικά τοποθετημένο στο πολιτικό φάσμα μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς. Ο,τι την «τραβάει» ιστορικά και σε επίπεδο χαμηλής και μεσαίας στελέχωσης προς τη Δεξιά, εξισορροπείται πλέον απόλυτα, αν όχι υπερφαλαγγίζεται, από τις επιλογές κορυφής σε επίπεδο προσχωρήσεως στελεχών, τόσο πρώτης γραμμής, δηλαδή με εκλογική αναφορά, όσο και επιτελικών, με άμεσο ρόλο στην καρδιά της εξουσίας. Και με το κεντρώο στίγμα στις πολιτικές επιλογές να κυριαρχεί παντού με τον πιο απόλυτο τρόπο: σε οποιοδήποτε ζήτημα υπάρξει διάσταση μεταξύ «δεξιάς» και «κεντρώας» πολιτικής, το αποτέλεσμα είναι εκ προοιμίου δεδομένο: η δεύτερη έχει νικήσει από τα αποδυτήρια.
Αυτά είναι τα πραγματικά πολιτικά δεδομένα. Δεν αμφισβητούνται, ούτε συσκοτίζονται, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση σφυρίζει πάντοτε αδιάφορα όταν διαπιστώνεται αυτή η διαδικασία βαθιάς πολιτικής μετάλλαξης: ο Κυριάκος Μητσοτάκης την εξελίσσει με πλήρη σταθερότητα, συνέπεια και αποφασιστικότητα, μα ουδέποτε θα την πει με το όνομά της. Κάτι όχι παράλογο και πολύ χαρακτηριστικό δείγμα ακριβώς τού πόσο… κεντρώα έχει γίνει η κυβέρνηση και, πλέον, όχι μόνον αυτή, αλλά και το κόμμα της ΝΔ.
Η οικογένεια Μητσοτάκη ουδέποτε υπήρξε «δεξιά». Και ουδέποτε το έκρυψε. Παρά το γεγονός ότι έχει πλέον μακρά ιστορία στους κόλπους της ΝΔ, η οποία περιλαμβάνει δύο πρωθυπουργούς, με τον δε υιό να αποδεικνύεται επικεφαλής μίας κυβέρνησης πολύ πιο μακροχρόνιας και σταθερής από εκείνης του πατρός του, ο οποίος υπήρξε μία από τις κεντρικότερες μορφές στις πιο ταραγμένες δεκαετίες της ελληνικής μετεμφυλιακής και μεταπολιτευτικής πολιτικής ζωής. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε επίσης, μα πολύ πιο «μαζεμένα», επιχειρήσει τη μετάλλαξη της ΝΔ: ήταν αμιγώς ιδεολογική με πυξίδα τον θατσερισμό της εποχής. Δεν του βγήκε.
Του Κυριάκου Μητσοτάκη όμως του βγαίνει αβρόχοις ποσί. Και του βγαίνει όλο το πακέτο: η ιδεολογική, η στελεχιακή, η κυβερνητική, η νομοθετική και, πλέον, και η κομματική μετάλλαξη. Αναγέννησε το Κέντρο ως Φοίνικα εντός της… μακαρίτισσας «Δεξιάς» ΝΔ και μάλιστα με εμφατικό άξονα το εκ σοσιαλιστών σκέλος και την ιδεολογία του. Και ηγείται της πιο μακροχρόνιας μεταπολεμικής κεντρώας κυβέρνησης. Ομως αυτό είναι. Η Δεξιά μετακόμισε οριστικά στο… Κέντρο. Αλλωστε η ίδια το γυρόφερνε από τον «κεντρώο χώρο». Και τώρα μένει εκεί. Τα πιο δεξιά της έχουν πλέον καταληφθεί, επίσης οριστικά, από βαρβάρους.