Φανταζόμαστε πως με όσο περισσότερους μπορούμε να μοιραστούμε τις αναμνήσεις μας τόσο περισσότερο συγκλονιστικές γίνονται αυτές. Αναμνήσεις που δεν συνδυάζονται με την ύπαρξη έστω και ενός μόνον ανθρώπου, μοιάζουν σαν ανυποστήρικτες μέσα σ’ έναν κόσμο που σαν προορισμένος να τις πολλαπλασιάζει ανεξέλεγκτα, ταυτόχρονα τις απειλεί έως εξαφανίσεως. Ισως αυτή η αυτόματη και ασύνειδη συνάρτησή τους με τους άλλους προκειμένου να μη χαθούν, ενώ εμείς θα έχουμε φύγει, να μας κάνει να τις λογαριάζουμε πιο ανθεκτικές σε σχέση με τη φύση τους που παραμένει, έτσι ή αλλιώς, πάντα ευάλωτη, δίνοντάς τους επιπλέον μια μορφή αθανασίας για όσο τουλάχιστον χρονικό διάστημα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα θυμούνται.
Φαίνεται όμως πως η οικονομία της φύσης λειτουργεί με έναν αντίστροφο τρόπο και όσο λιγότεροι είναι οι μάρτυρες μιας ανάμνησης τόσο πολυτιμότερη γίνεται για μας, καθώς αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να τη διασώσουμε μέσα σε έναν κόσμο που, κατά τον ανεπανάληπτο στίχο του Μίλτου Σαχτούρη, «καθετί πολύτιμο το νιώθουμε να κινδυνεύει». Συμπερασματικά δηλαδή σαν να πρόκειται για μια ανάμνηση που αν μπορούσε να παραμείνει μια αποκλειστικά προσωπική μας περιουσία, θα κινδύνευε πολύ λιγότερο όσο απειλητική και αν εκδηλωνόταν η επιδρομή του χρόνου. Φτάνει να υπολογίσουμε πόσο συγκλονιστική εξελίσσεται μέσα στα χρόνια μια σχέση δύο ανθρώπων, αν και ο ένας δεν διατηρεί καμιά απολύτως ανάμνησή της, μια σχέση δηλαδή που έχει βιωθεί μονομερώς, όπως είναι η σχέση ενός ενηλίκου – είτε πρόκειται για πατέρα και μητέρα, είτε για παππού και γιαγιά – με ένα μωρό. Ενα μωρό που, όπως είναι φυσικό, μεγαλώνοντας θα ζει και θα ωριμάζει με μία ελευθερία, χωρίς να δεσμεύεται όσον αφορά τις αναμνήσεις που συνδέονται μαζί του – τις τόσο καθοριστικές για τη ζωή των γονιών και των παππούδων –, ενώ δεν αποκλείεται, όπως θα τις ακούει εξιστορούμενες από τους μεγάλους, να πλήττει και να θέλει να αποδράσει από μέσα τους. Αν και πρόκειται για αναμνήσεις που το προϋποθέτουν με έναν απόλυτα τρυφερό και βασανιστικό ταυτόχρονα τρόπο.
Οπως το καθετί που υπάρχει γύρω μας και μέσα μας κρίνεται πάντα σε σχέση με μια αυτόνομη αξία που αποκτά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στις ανθρώπινες σχέσεις που μόνον ως ένωση και ως ταύτιση μπορεί να εννοηθούν προκειμένου να εκτιμηθούν στη σωστή τους διάσταση, ποια τρανότερη απόδειξη θα μπορούσε να επικαλεσθεί κανείς ώστε να επιβεβαιώσει μια αλήθεια, όπως αυτή μιας σχέσης που ολοκληρώθηκε σε αποκλειστικά προσωπικό επίπεδο, επειδή ακριβώς λειτούργησε χωρίς την προϋπόθεση του δεύτερου σκέλους; Η σχέση μας με τους ανθρώπους και με τα πράγματα, όσο υπεύθυνοι κι αν αισθανόμαστε για την ύπαρξή τους, παραμένει μια αποκλειστικά δική μας υπόθεση, δεν προϋποθέτει τη συναίνεσή τους ώστε το αντίκρισμά τους μέσα μας να είναι μικρό ή μεγάλο, συγκλονιστικό ή άτονο. Οσο πλουσιότεροι είμαστε μέσα μας τόσο οι άλλοι αποκτούν ένα περιεχόμενο που, αν και αντικειμενικά το στερούνται, κάποια στιγμή, έστω και ακροθιγώς, θα υποχρεωθούν να υποψιαστούν τη σημασία του.
Οπως μια αμφισβητούμενη ύπαρξη, όπως αυτή του Θεού, γεννάει μια αδιαπραγμάτευτη έννοια όπως αυτή της ιερότητας της ζωής (ακόμα και αν συκοφαντείται και ποδοπατείται δεν παύει να παραμένει ζωντανή η απαίτησή της), τον ίδιο ακριβώς τον συγκλονισμό που μας προκαλεί η έλευση ενός ανθρώπου στη ζωή, δεν επηρεάζει στο ελάχιστο το μέγεθός του επειδή ο ίδιος τον αγνοεί ή, ενδεχομένως, θα αδιαφορήσει όταν τον πληροφορηθεί. Η αξία των αναμνήσεων όπως και των αισθημάτων γενικότερα έγκειται σε μια μυστική επεξεργασία που δεν προϋποθέτει τους ανθρώπους που τις έχουν προκαλέσει.